συσκευασία: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syskevasia | |Transliteration C=syskevasia | ||
|Beta Code=suskeuasi/a | |Beta Code=suskeuasi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[packing up]], [[getting ready]], for a journey or march, ib.4.2.35. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1042.png Seite 1042]] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. zur Reise, zum Marsch, Xen. Cyr. 4, 2, 34. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1042.png Seite 1042]] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. zur Reise, zum Marsch, Xen. Cyr. 4, 2, 34. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />préparatifs, <i>particul.</i> pour un départ <i>ou</i> une marche.<br />'''Étymologie:''' [[συσκευάζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συσκευᾰσία -ας, ἡ [συσκευάζω] het pakken van bagage:. ἀμφὶ συσκευσίαν ἔχειν zich bezig houden met inpakken Xen. Cyr. 4.2.35. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συσκευᾰσία:''' ἡ [[подготовка]], [[приготовления]], [[сборы]] Xen. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ [[συσκευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[τεχνολογία]] και η [[μέθοδος]] κατάλληλης τακτοποίησης ενός αγαθού σε [[δέμα]] ή [[κιβώτιο]] για [[μεταφορά]], [[αποθήκευση]] και [[πώληση]], κν. [[αμπαλάζ]] ή [[αμπαλάρισμα]]<br /><b>2.</b> το εξωτερικό [[περίβλημα]] ενός τυποποιημένου εμπορεύματος, που αποσκοπεί στην [[προστασία]] του και για στην [[αισθητική]] [[ικανοποίηση]] του καταναλωτή<br /><b>3.</b> [[φαρμακευτική]] [[σύνθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σύναξη]] και [[διευθέτηση]] τών σκευών για [[αναχώρηση]] ή [[πορεία]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συσκευᾰσία:''' ἡ, [[προετοιμασία]], [[προπαρασκευή]], [[συγκέντρωση]] και [[τακτοποίηση]] αποσκευών [[πριν]] την [[αναχώρηση]] για [[ταξίδι]] ή [[οδοιπορία]], σε Ξεν. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συσκευᾰσία''': ἡ, τὸ συσκευάζεσθαι, συνάγειν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὰ σκεύη πρὸς ἀναχώρησιν ἢ πορείαν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=συσκευᾰσία, ἡ, [from [[συσκευάζω]]<br />a packing up, getting [[ready]], for a [[journey]] or [[march]], Xen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:48, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, packing up, getting ready, for a journey or march, ib.4.2.35.
German (Pape)
[Seite 1042] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. zur Reise, zum Marsch, Xen. Cyr. 4, 2, 34.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
préparatifs, particul. pour un départ ou une marche.
Étymologie: συσκευάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συσκευᾰσία -ας, ἡ [συσκευάζω] het pakken van bagage:. ἀμφὶ συσκευσίαν ἔχειν zich bezig houden met inpakken Xen. Cyr. 4.2.35.
Russian (Dvoretsky)
συσκευᾰσία: ἡ подготовка, приготовления, сборы Xen.
Greek Monolingual
η, ΝΑ συσκευάζω
νεοελλ.
1. τεχνολ. η τεχνολογία και η μέθοδος κατάλληλης τακτοποίησης ενός αγαθού σε δέμα ή κιβώτιο για μεταφορά, αποθήκευση και πώληση, κν. αμπαλάζ ή αμπαλάρισμα
2. το εξωτερικό περίβλημα ενός τυποποιημένου εμπορεύματος, που αποσκοπεί στην προστασία του και για στην αισθητική ικανοποίηση του καταναλωτή
3. φαρμακευτική σύνθεση
αρχ.
σύναξη και διευθέτηση τών σκευών για αναχώρηση ή πορεία.
Greek Monotonic
συσκευᾰσία: ἡ, προετοιμασία, προπαρασκευή, συγκέντρωση και τακτοποίηση αποσκευών πριν την αναχώρηση για ταξίδι ή οδοιπορία, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συσκευᾰσία: ἡ, τὸ συσκευάζεσθαι, συνάγειν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὰ σκεύη πρὸς ἀναχώρησιν ἢ πορείαν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35.
Middle Liddell
συσκευᾰσία, ἡ, [from συσκευάζω
a packing up, getting ready, for a journey or march, Xen.