βορβοροτάραξις: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(7)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vorvorotaraksis
|Transliteration C=vorvorotaraksis
|Beta Code=borborota/racis
|Beta Code=borborota/racis
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mud-stirrer</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>309</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[mud-stirrer]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''309.
}}
{{DGE
|dgtxt=<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[revolvedor de fango]] aplicado a un individuo como insulto ὦ βορβοροτάραξι Ar.<i>Eq</i>.309, cf. Suet.<i>Blasph</i>.6, Lib.<i>Or</i>.42.13.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0453.png Seite 453]] ὁ, Schlammaufrührer, Wirbelkopf, Ar. Equ. 309.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0453.png Seite 453]] ὁ, Schlammaufrührer, Wirbelkopf, Ar. Equ. 309.
}}
{{ls
|lstext='''βορβοροτάραξις''': ὁ, ὁ τὸν βόρβορον ἀναταράττων («σκατοχούλιαρον»), Ἀριστοφ. Ἱππ. 309.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ὁ) :<br />(<i>litt.</i> qui trouble la fange) brouillon importun.<br />'''Étymologie:''' [[βόρβορος]], [[τάραξις]].
|btext=εως (ὁ) :<br />(<i>litt.</i> qui trouble la fange) brouillon importun.<br />'''Étymologie:''' [[βόρβορος]], [[τάραξις]].
}}
}}
{{DGE
{{elnl
|dgtxt=ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[revolvedor de fango]] aplicado a un individuo como insulto ὦ βορβοροτάραξι Ar.<i>Eq</i>.309, cf. Suet.<i>Blasph</i>.6, Lib.<i>Or</i>.42.13.
|elnltext=[[βορβοροτάραξις]] -εως, ἡ [[βόρβορος]], [[ταράττω]] het roeren in modder; concr. voor persoon die in modder roert: rioolrat, onruststoker.
}}
{{elru
|elrutext='''βορβοροτάραξις:''' εως ὁ взбалтыватель грязи, т. е. смутьян Arph.
}}
{{ls
|lstext='''βορβοροτάραξις''': ὁ, ὁ τὸν βόρβορον ἀναταράττων («σκατοχούλιαρον»), Ἀριστοφ. Ἱππ. 309.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βορβοροτάραξις]], ο (Α)<br />(ο Αριστοφάνης για τον Κλέωνα, με [[διπλή]] κωμική [[σημασία]])<br /><b>1.</b> αυτός που ανακατεύει τον βόρβορο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σχέσεις με κίναιδους, ο σκατοσπρώχτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βόρβορος]] <span style="color: red;">+</span> [[τάραξις]] <span style="color: red;"><</span> [[ταράσσω]].
|mltxt=[[βορβοροτάραξις]], ο (Α)<br />(ο Αριστοφάνης για τον Κλέωνα, με [[διπλή]] κωμική [[σημασία]])<br /><b>1.</b> αυτός που ανακατεύει τον βόρβορο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σχέσεις με κίναιδους, ο σκατοσπρώχτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βόρβορος]] <span style="color: red;">+</span> [[τάραξις]] <span style="color: red;"><</span> [[ταράσσω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βορβοροτάραξις:''' ὁ ([[ταράσσω]]), αυτός που ανακατεύει τη [[λάσπη]], που αναταράσσει το βόρβορο, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ταράσσω]]<br />a mud-stirrer, mudlark, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 12:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βορβοροτάραξις Medium diacritics: βορβοροτάραξις Low diacritics: βορβοροτάραξις Capitals: ΒΟΡΒΟΡΟΤΑΡΑΞΙΣ
Transliteration A: borborotáraxis Transliteration B: borborotaraxis Transliteration C: vorvorotaraksis Beta Code: borborota/racis

English (LSJ)

ὁ, mud-stirrer, Ar.Eq.309.

Spanish (DGE)


• Prosodia: [-ᾰ-]
revolvedor de fango aplicado a un individuo como insulto ὦ βορβοροτάραξι Ar.Eq.309, cf. Suet.Blasph.6, Lib.Or.42.13.

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, Schlammaufrührer, Wirbelkopf, Ar. Equ. 309.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
(litt. qui trouble la fange) brouillon importun.
Étymologie: βόρβορος, τάραξις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βορβοροτάραξις -εως, ἡ βόρβορος, ταράττω het roeren in modder; concr. voor persoon die in modder roert: rioolrat, onruststoker.

Russian (Dvoretsky)

βορβοροτάραξις: εως ὁ взбалтыватель грязи, т. е. смутьян Arph.

Greek (Liddell-Scott)

βορβοροτάραξις: ὁ, ὁ τὸν βόρβορον ἀναταράττων («σκατοχούλιαρον»), Ἀριστοφ. Ἱππ. 309.

Greek Monolingual

βορβοροτάραξις, ο (Α)
(ο Αριστοφάνης για τον Κλέωνα, με διπλή κωμική σημασία)
1. αυτός που ανακατεύει τον βόρβορο
2. αυτός που έχει σχέσεις με κίναιδους, ο σκατοσπρώχτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόρβορος + τάραξις < ταράσσω.

Greek Monotonic

βορβοροτάραξις: ὁ (ταράσσω), αυτός που ανακατεύει τη λάσπη, που αναταράσσει το βόρβορο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ταράσσω
a mud-stirrer, mudlark, Ar.