μυθώδης: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mythodis | |Transliteration C=mythodis | ||
|Beta Code=muqw/dhs | |Beta Code=muqw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=μυθῶδες, [[legendary]], [[fabulous]], <b class="b3">λόγοι μυθώδεις</b>, opp. [[ἀληθινοί]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 522a, cf. D.23.65, etc.; <b class="b3">τὸ μυθῶδες</b> [[the domain of fable]], Th.1.21; <b class="b3">τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν</b> their non-[[fabulous]] [[character]], ib.22; τὰ μυθώδη καὶ παιδαριώδη [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''995a4: Comp. μυθωδέστερος Antig.''Mir.''1, Str.4.4.6: Sup. μυθωδέστατος Isoc.2.48, Plb.34.11.20, Phld.''Po.''5.4. Adv. [[μυθωδῶς]] = [[in fabulous style]], [[in mythic style]] Aristeas 168, D.S.4.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
μυθῶδες, legendary, fabulous, λόγοι μυθώδεις, opp. ἀληθινοί, Pl.R. 522a, cf. D.23.65, etc.; τὸ μυθῶδες the domain of fable, Th.1.21; τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν their non-fabulous character, ib.22; τὰ μυθώδη καὶ παιδαριώδη Arist.Metaph.995a4: Comp. μυθωδέστερος Antig.Mir.1, Str.4.4.6: Sup. μυθωδέστατος Isoc.2.48, Plb.34.11.20, Phld.Po.5.4. Adv. μυθωδῶς = in fabulous style, in mythic style Aristeas 168, D.S.4.6.
German (Pape)
[Seite 215] ες, einer Fabel ähnlich, fabelhaft; Thuc. 1, 21; Gegensatz von ἀληθινός, Plat. Rep. VII, 522 a; ὁ λόγος γέγονεν, Isocr. 4, 28; μυθωδέστατοι λόγοι, 2, 48; öfter Plut. u. Luc. – Adv., D. Sic. 4, 6, wo für τοὺς παλαιοὺς μυθωδῶς ὀνομάζειν v.l. μυθῳδο ύς, Fabelsänger.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui ressemble à une fiction, fabuleux : τὸ μυθῶδες PLUT caractère fabuleux d'une chose;
Sp. μυθωδέστατος.
Étymologie: μῦθος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
μῡθώδης: сказочный, баснословный (λόγοι Isocr.).
Greek (Liddell-Scott)
μῡθώδης: -ες, (εἶδος) μυθικός, μύθῳ ὅμοιος, λόγοι μ., ἀντίθετ. τῷ ἀληθινοί, Πλάτ. Πολ. 522Α, κτλ.· τὸ μυθῶδες, οἱ μῦθοι, Θουκ. 1. 21· τὸ μὴ μ. αὐτῶν, τὸ μέρος τὸ μὴ μυθικόν, αὐτόθι 22· τὰ μ. καὶ παιδαριώδη Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. Α. ΕΛΑΤΤΟΝ. 3. 1· - ὑπερθετ. -έστατος, Ἰσοκρ. 24Β. Ἐπίρρ. -δῶς, Διόδ. 4. 6.
Greek Monolingual
-ες (Α μυθώδης, -ῶδες) μύθος
αυτός που μοιάζει με μύθο, ο πλαστός («καὶ τὰ περὶ Κοίρανον ὄντα μυθώδη πίστιν ἔσχε», Πλούτ.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που υπερβαίνει τα όρια της πραγματικότητας, υπερβολικός, αφάνταστος, αμύθητος, παροιμιώδης («μυθώδη πλούτη»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυθώδες
οι μύθοι.
επίρρ...
μυθωδώς (Α μυθωδῶς)
κατά τρόπο μυθώδη.
Greek Monotonic
μῡθώδης: -ες (εἶδος), θρυλικός, μυθικός, σε Πλάτ.· τὸ μυθῶδες, το πεδίο του μύθου, σε Θουκ.· τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν, το μέρος από αυτά, που είναι σα να μην ανήκει στον μύθο, στον ίδ.
Middle Liddell
μῡθ-ώδης, ες εἶδος
legendary, fabulous, Plat.: τὸ μ. the domain of fable, Thuc.; τὸ μὴ μ. αὐτῶν such part of them as is not fabulous, Thuc.