προεῖδον: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proeidon | |Transliteration C=proeidon | ||
|Beta Code=proei=don | |Beta Code=proei=don | ||
|Definition=aor. with no pres. in use, [[προοράω]] being used instead, part. [[προϊδών]], inf. [[προϊδεῖν]]:—<br><span class="bld">A</span> [[look forward]], ὀξὺ μάλα προϊδών Od.5.393; [[see beforehand]], [[catch sight of]], μή πώς με προϊδὼν… ἀλέηται 4.396; ὅτε προΐδωσιν ἰόντα κίρκον Il.17.756, cf. 18.527, Hdt.3.14:—Med., προΐδωνται Od.13.155; χαλεπὸς προϊδέσθαι καπρός Hes.''Sc.''386 ([[varia lectio|v.l.]] προσιδ-).<br><span class="bld">2</span> [[foresee]], [[portend]], <b class="b3">κακότητος ἀνάγκας</b> Orac. ap. Hdt.7.140; ἐσσόμενον Pi.''N.''1.27: abs., Pl.''Lg.''691b:—Med., X.''An.''6.1.8, D.9.68, etc.<br><span class="bld">II</span> [[take thought for]], ἡμέων οἰκοφθορημένων Hdt.8.144; <b class="b3">καθ' ἡσυχίαν τι αὐτῶν</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τῶν ἀποβαινόντων</b>) Th.1.83:—mostly in Med., [[προϊδόμενος]] ([[προειδομένους]] codd.) αὐτῶν Id.4.64; τοῦ μέλλοντος προϊδέσθαι D.C.45.19; ὅπως μὴ… D.54.17; προϊδέσθαι ὑπέρ τινος Id.23.134; <b class="b3">οὐδὲν τοῦ χωρίου προείδετο</b> [[did]] not [[worry about]]…, D.C.56.13. | |Definition=aor. with no pres. in use, [[προοράω]] being used instead, part. [[προϊδών]], inf. [[προϊδεῖν]]:—<br><span class="bld">A</span> [[look forward]], ὀξὺ μάλα προϊδών Od.5.393; [[see beforehand]], [[catch sight of]], μή πώς με προϊδὼν… ἀλέηται 4.396; ὅτε προΐδωσιν ἰόντα κίρκον Il.17.756, cf. 18.527, [[Herodotus|Hdt.]]3.14:—Med., προΐδωνται Od.13.155; χαλεπὸς προϊδέσθαι καπρός Hes.''Sc.''386 ([[varia lectio|v.l.]] προσιδ-).<br><span class="bld">2</span> [[foresee]], [[portend]], <b class="b3">κακότητος ἀνάγκας</b> Orac. ap. [[Herodotus|Hdt.]]7.140; ἐσσόμενον Pi.''N.''1.27: abs., Pl.''Lg.''691b:—Med., X.''An.''6.1.8, D.9.68, etc.<br><span class="bld">II</span> [[take thought for]], ἡμέων οἰκοφθορημένων [[Herodotus|Hdt.]]8.144; <b class="b3">καθ' ἡσυχίαν τι αὐτῶν</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τῶν ἀποβαινόντων</b>) Th.1.83:—mostly in Med., [[προϊδόμενος]] ([[προειδομένους]] codd.) αὐτῶν Id.4.64; τοῦ μέλλοντος προϊδέσθαι D.C.45.19; ὅπως μὴ… D.54.17; προϊδέσθαι ὑπέρ τινος Id.23.134; <b class="b3">οὐδὲν τοῦ χωρίου προείδετο</b> [[did]] not [[worry about]]…, D.C.56.13. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:59, 4 September 2023
English (LSJ)
aor. with no pres. in use, προοράω being used instead, part. προϊδών, inf. προϊδεῖν:—
A look forward, ὀξὺ μάλα προϊδών Od.5.393; see beforehand, catch sight of, μή πώς με προϊδὼν… ἀλέηται 4.396; ὅτε προΐδωσιν ἰόντα κίρκον Il.17.756, cf. 18.527, Hdt.3.14:—Med., προΐδωνται Od.13.155; χαλεπὸς προϊδέσθαι καπρός Hes.Sc.386 (v.l. προσιδ-).
2 foresee, portend, κακότητος ἀνάγκας Orac. ap. Hdt.7.140; ἐσσόμενον Pi.N.1.27: abs., Pl.Lg.691b:—Med., X.An.6.1.8, D.9.68, etc.
II take thought for, ἡμέων οἰκοφθορημένων Hdt.8.144; καθ' ἡσυχίαν τι αὐτῶν (sc. τῶν ἀποβαινόντων) Th.1.83:—mostly in Med., προϊδόμενος (προειδομένους codd.) αὐτῶν Id.4.64; τοῦ μέλλοντος προϊδέσθαι D.C.45.19; ὅπως μὴ… D.54.17; προϊδέσθαι ὑπέρ τινος Id.23.134; οὐδὲν τοῦ χωρίου προείδετο did not worry about…, D.C.56.13.
German (Pape)
[Seite 718] inf. προιδεῖν, aor. zu προοράω, w. m. s. – Dazu perf. πρόοιδα, inf. προειδέναι, ich weiß vorher; προειδώς, Her. 9, 141; προειδόσι τὰ πράγματα, Plat. Crat. 433 e; τὸν θάνατον, Gorg. 533 d, u. sonst, wie Folgde; προειδὼς τὸ μέλλον, Pol. 5, 13, 5.
French (Bailly abrégé)
v. προοράω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προεῖδον aor. van προοράω.
Russian (Dvoretsky)
προεῖδον: aor. 2 к προοράω.
English (Autenrieth)
subj. προΐδωσιν, part. προϊδών, mid. subj. προΐδωνται: look forward, catch sight of in front, mid., Od. 13.155.
English (Thayer)
(from Homer down), 2nd aorist of the verb πρωράω, to foresee: WH προϊδών without diaeresis; cf. Iota, at the end)); Galatians 3:8.
Greek Monotonic
προεῖδον: αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση (το προοράω χρησιμ. αντί αυτού), μτχ. προ-ϊδών, απαρ. ἰδεῖν· πρβλ. πρόοιδα,
I. 1. βλέπω εκ των προτέρων, ρίχνω βλέμμα από πριν πάνω σε, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, στη Μέσ., προϊδέσθαι, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., κοιτάζω μπροστά, στον ίδ.
2. λέγεται για χρόνο, προβλέπω, προοιωνίζομαι, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Πίνδ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ξεν. κ.λπ.
II. φροντίζω, προνοώ, με γεν., ἡμέων οἰκοφθορημένων, σε Ηρόδ.· αὐτῶν (ενν. τῶν ἀποβαινόντων), σε Θουκ.· ομοίως, στη Μέσ., προϊδομένους αὐτῶν, στον ίδ.· λαμβάνω πρόνοια, προϊδέσθαι ὑπέρ τινος, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
προεῖδον: ἀόρ. ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ παραλαμβάνεται τὸ προοράω· μετοχ. προϊδών, ἀπαρέμφ. προϊδεῖν, πρβλ. πρόοιδα. Ρίπτω βλέμμα μακρὰν ἐμπρός, ὀξὺ μάλα προϊδὼν Ὀδ. Ε. 393· βλέπω πρότερον, «παίρνει τι τὸ’μάτι μου», μὴ πώς με προϊδών… ἀλέηται Δ. 396· ὅτε προΐδωσιν ἰόντα κίρκον Ἰλ. Ρ. 756, πρβλ. Σ. 527, Ἡρόδ. 3. 14· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, προϊδέσθαι Ὀδ. Ν. 155, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 386 (κ. ἀλλ. προσιδ-). 2) ἐπὶ χρόνου, προβλέπω, προοιωνίζομαι, κακότητος ἀνάγκας Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140· ἐσσόμενον Πινδ. Ν. 1. 40· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 691Β· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἀνάβ. 6. 1. 8, Δημ. 128, 18, κτλ. ΙΙ. φροντίζω περί τινος, προνοῶ, ἡμέων οἰκοφθορημένων Ἡρόδ. 8. 144· αὐτῶν (ἐξυπακ. τῶν ἀποβαινόντων) Θουκ. 1. 83· ― ἀλλ’ ἡ ἔννοια τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προϊδομένους (οὐχὶ προειδ- κατὰ τὰ Ἀντίγραφα) αὐτῶν Θουκ. 4. 64· προϊδέσθαι τοῦ μέλλοντος Δίων Κ. 45. 19· ὅπως μή… Δημ. 1262. 17. 2) λαμβάνω πρόνοιαν, προϊδέσθαι ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 664. 17· οὐδὲν τοῦ χωρίου προείδετο Δίων Κ. 56. 13.
Middle Liddell
[aor2 with no pres. in use, προοράω being used instead part. προ-ϊδών inf. -ϊδεῖν cf. πρόοιδα
I. to see beforehand, catch sight of, Hom., etc.; so in Mid., προϊδέσθαι Od.:—absol. to look forward, Od.
2. of time, to foresee, portend, Orac. ap. Hdt., Pind.:—so in Mid., Xen., etc.
II. to have a care for, provide against, c. gen., ἡμέων οἰκοφθορημένων Hdt.; αὐτῶν (sc. τῶν ἀποβαινόντων) Thuc.:—so in Mid., προϊδομένους αὐτῶν Thuc.:— to make provision, προϊδέσθαι ὑπέρ τινος Dem.