τριτημόριος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tritimorios | |Transliteration C=tritimorios | ||
|Beta Code=trithmo/rios | |Beta Code=trithmo/rios | ||
|Definition=α | |Definition=α, ον (ος, ον v. infr.),<br><span class="bld">A</span> [[equal to a third part]], c. gen., τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης [[Herodotus|Hdt.]] 1.192; <b class="b3">ἡ τριτημόριος [δίεσις]</b> Cleonid.''Harm.''7; λόγος τ. a [[ratio of 1:3]], Theo Sm. p.76H.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], τριτημόριον, τό, [[third part]], [[Herodotus|Hdt.]]9.34, Th. 2.98, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 105b, Euc.''Sect.Can.''6, etc.<br><span class="bld">2</span> a [[coin]], = [[τριταρτημόριον]], Poll.9.65. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qui contient <i>ou</i> forme le tiers d'une chose ; τὸ τριτημόριον le tiers d'une ch.<br />'''Étymologie:''' [[τρίτος]], [[μόρος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τριτημόριος -α -ον [[[τρίτος]], [[μόριον]]] een derde deel uitmakend; subst. τὸ τριτημόριον het derde deel; als munt driekwart obool. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=3 Endg., <i>den dritten [[Teil]] [[haltend]], [[ausmachend]]</i>; τριτημορίη ἡ [[Ἀσσυρίη]] τῆς ἄλλης Ἀσίης, Her. 1.192. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῐτημόριος:''' [[составляющий третью часть]] Her. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐτημόριος''': -α, -ον, [[ἴσος]] πρὸς τὸ τρίτον [[μέρος]], | |lstext='''τρῐτημόριος''': -α, -ον, [[ἴσος]] πρὸς τὸ τρίτον [[μέρος]], μετὰ γεν., τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης Ἡρόδ. 1. 192. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τριτημόριον, τό, τὸ τρίτον [[μέρος]], τὸ ἓν τρίτον, Ἡρόδ. 9. 34, Θουκ. 2. 98, Πλάτ., κλπ· πρβλ. [[τριπλάσιος]] ΙΙ. 2) [[νόμισμα]] ἰσοδύναμον πρὸς ἓξ [[χαλκοῦς]], Πολυδ. Θ΄, 65, 66 πρβλ. [[τριτήμορον]]. 3) ἐν τῇ Μουσικῇ τὸ τρίτον τοῦ τόνου, Chappell Anc. Mus. σ. 203. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[τριτημόριος]], -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ουδ. [[τριταμόριον]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί το ένα τρίτο ενός συνόλου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[τριτημόριο]](<i>ν</i>)<br />α) το ένα τρίτο, καθένα από τα [[τρία]] ίσα μέρη ενός συνόλου<br />β) <b>μουσ.</b> το ένα τρίτο του τόνου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[τριμερής]], αυτός που αποτελείται από [[τρία]] μέρη<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[τριτημόριος]]<br />[[τιμαριούχος]] που κατέβαλλε στον επικυρίαρχο το ένα τρίτο τών εισοδημάτων από το τιμάριό του, [[καθώς]] και ο [[πάροικος]] που κατέβαλλε το ένα τρίτο της παραγωγής τών [[γαιών]] που καλλιεργούσε<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ίσος]] [[προς]] το ένα τρίτο ενός όλου («τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίτος]] <span style="color: red;">+</span> [[μόριον]] (<span style="color: red;"><</span> [[μόρος]]), | |mltxt=-α, -ο / [[τριτημόριος]], -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ουδ. [[τριταμόριον]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί το ένα τρίτο ενός συνόλου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[τριτημόριο]](<i>ν</i>)<br />α) το ένα τρίτο, καθένα από τα [[τρία]] ίσα μέρη ενός συνόλου<br />β) <b>μουσ.</b> το ένα τρίτο του τόνου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[τριμερής]], αυτός που αποτελείται από [[τρία]] μέρη<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[τριτημόριος]]<br />[[τιμαριούχος]] που κατέβαλλε στον επικυρίαρχο το ένα τρίτο τών εισοδημάτων από το τιμάριό του, [[καθώς]] και ο [[πάροικος]] που κατέβαλλε το ένα τρίτο της παραγωγής τών [[γαιών]] που καλλιεργούσε<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ίσος]] [[προς]] το ένα τρίτο ενός όλου («τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίτος]] <span style="color: red;">+</span> [[μόριον]] (<span style="color: red;"><</span> [[μόρος]]), [[πρβλ]]. [[πολλοστημόριος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῐτημόριος:''' -α, -ον ([[μόριον]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ίσος]] προς το τρίτο [[μέρος]], με γεν., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>τριτημόριον</i>, <i>τό</i>, το τρίτο [[μέρος]], το 1/3, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''τρῐτημόριος:''' -α, -ον ([[μόριον]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ίσος]] προς το τρίτο [[μέρος]], με γεν., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>τριτημόριον</i>, <i>τό</i>, το τρίτο [[μέρος]], το 1/3, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τρῐτη-[[μόριος]], η, ον [[μόριον]]<br /><b class="num">I.</b> forming a [[third]] [[part]] of, c. gen., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> as | |mdlsjtxt=τρῐτη-[[μόριος]], η, ον [[μόριον]]<br /><b class="num">I.</b> forming a [[third]] [[part]] of, c. gen., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], τριτημόριον, ου, a [[third]] [[part]], a [[third]], Hdt., Thuc., etc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:03, 4 September 2023
English (LSJ)
α, ον (ος, ον v. infr.),
A equal to a third part, c. gen., τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης Hdt. 1.192; ἡ τριτημόριος [δίεσις] Cleonid.Harm.7; λόγος τ. a ratio of 1:3, Theo Sm. p.76H.
II as substantive, τριτημόριον, τό, third part, Hdt.9.34, Th. 2.98, Pl.Phd. 105b, Euc.Sect.Can.6, etc.
2 a coin, = τριταρτημόριον, Poll.9.65.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui contient ou forme le tiers d'une chose ; τὸ τριτημόριον le tiers d'une ch.
Étymologie: τρίτος, μόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριτημόριος -α -ον [τρίτος, μόριον] een derde deel uitmakend; subst. τὸ τριτημόριον het derde deel; als munt driekwart obool.
German (Pape)
3 Endg., den dritten Teil haltend, ausmachend; τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης, Her. 1.192.
Russian (Dvoretsky)
τρῐτημόριος: составляющий третью часть Her.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐτημόριος: -α, -ον, ἴσος πρὸς τὸ τρίτον μέρος, μετὰ γεν., τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης Ἡρόδ. 1. 192. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τριτημόριον, τό, τὸ τρίτον μέρος, τὸ ἓν τρίτον, Ἡρόδ. 9. 34, Θουκ. 2. 98, Πλάτ., κλπ· πρβλ. τριπλάσιος ΙΙ. 2) νόμισμα ἰσοδύναμον πρὸς ἓξ χαλκοῦς, Πολυδ. Θ΄, 65, 66 πρβλ. τριτήμορον. 3) ἐν τῇ Μουσικῇ τὸ τρίτον τοῦ τόνου, Chappell Anc. Mus. σ. 203.
Greek Monolingual
-α, -ο / τριτημόριος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ουδ. τριταμόριον Α
1. αυτός που αποτελεί το ένα τρίτο ενός συνόλου
2. το ουδ. ως ουσ. το τριτημόριο(ν)
α) το ένα τρίτο, καθένα από τα τρία ίσα μέρη ενός συνόλου
β) μουσ. το ένα τρίτο του τόνου
μσν.
1. ο τριμερής, αυτός που αποτελείται από τρία μέρη
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τριτημόριος
τιμαριούχος που κατέβαλλε στον επικυρίαρχο το ένα τρίτο τών εισοδημάτων από το τιμάριό του, καθώς και ο πάροικος που κατέβαλλε το ένα τρίτο της παραγωγής τών γαιών που καλλιεργούσε
αρχ.
ο ίσος προς το ένα τρίτο ενός όλου («τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + μόριον (< μόρος), πρβλ. πολλοστημόριος.
Greek Monotonic
τρῐτημόριος: -α, -ον (μόριον)·
I. ίσος προς το τρίτο μέρος, με γεν., σε Ηρόδ.
II. ως ουσ., τριτημόριον, τό, το τρίτο μέρος, το 1/3, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.
Middle Liddell
τρῐτη-μόριος, η, ον μόριον
I. forming a third part of, c. gen., Hdt.
II. as substantive, τριτημόριον, ου, a third part, a third, Hdt., Thuc., etc.