κερδαλέος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kerdaleos
|Transliteration C=kerdaleos
|Beta Code=kerdale/os
|Beta Code=kerdale/os
|Definition=α, ον, ([[κέρδος]]) of persons and their arts,<br><span class="bld">A</span> [[crafty]], [[cunning]], κ. κ' εἴη καὶ ἐπίκλοπος Od.13.291; βουλή Il.10.44; μῦθος Od.6.148; νοήματα 8.548; of Ionian women, Aeschin.Socr.20.<br><span class="bld">b</span> especially of the [[fox]], Archil.89.5: hence <b class="b3">ἡ κερδαλέος</b> the [[wily]] one, the [[fox]], Ael.''NA''6.64, etc.; cf. [[κερδώ]] ''1''.<br><span class="bld">2</span> of things, [[profitable]], Pi.''P.''2.78, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.4.11, etc.; κερδαλεώτερόν ἐστι ὁμολογέειν τῷ Πέρσῃ [[Herodotus|Hdt.]]9.7; τὰς ἐμπορίας τὰς κ. Ar.''Av.'' 594, cf. Isoc.2.18; [[τὸ κερδαλέον]] A.''Eu.''1008 (anap.); κ. ἔς τι Th.2.53.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[κερδαλέως]] = [[to one's advantage]], opp. [[δικαίως]], Id.3.56.
|Definition=α, ον, ([[κέρδος]]) of persons and their arts,<br><span class="bld">A</span> [[crafty]], [[cunning]], κ. κ' εἴη καὶ ἐπίκλοπος Od.13.291; βουλή Il.10.44; μῦθος Od.6.148; νοήματα 8.548; of Ionian women, Aeschin.Socr.20.<br><span class="bld">b</span> especially of the [[fox]], Archil.89.5: hence <b class="b3">ἡ κερδαλέος</b> the [[wily]] one, the [[fox]], Ael.''NA''6.64, etc.; cf. [[κερδώ]] ''1''.<br><span class="bld">2</span> of things, [[profitable]], Pi.''P.''2.78, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.4.11, etc.; κερδαλεώτερόν ἐστι ὁμολογέειν τῷ Πέρσῃ [[Herodotus|Hdt.]]9.7; τὰς ἐμπορίας τὰς κ. [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]'' 594, cf. Isoc.2.18; [[τὸ κερδαλέον]] A.''Eu.''1008 (anap.); κ. ἔς τι Th.2.53.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[κερδαλέως]] = [[to one's advantage]], opp. [[δικαίως]], Id.3.56.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 06:55, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερδᾰλέος Medium diacritics: κερδαλέος Low diacritics: κερδαλέος Capitals: ΚΕΡΔΑΛΕΟΣ
Transliteration A: kerdaléos Transliteration B: kerdaleos Transliteration C: kerdaleos Beta Code: kerdale/os

English (LSJ)

α, ον, (κέρδος) of persons and their arts,
A crafty, cunning, κ. κ' εἴη καὶ ἐπίκλοπος Od.13.291; βουλή Il.10.44; μῦθος Od.6.148; νοήματα 8.548; of Ionian women, Aeschin.Socr.20.
b especially of the fox, Archil.89.5: hence ἡ κερδαλέος the wily one, the fox, Ael.NA6.64, etc.; cf. κερδώ 1.
2 of things, profitable, Pi.P.2.78, X.Mem.3.4.11, etc.; κερδαλεώτερόν ἐστι ὁμολογέειν τῷ Πέρσῃ Hdt.9.7; τὰς ἐμπορίας τὰς κ. Ar.Av. 594, cf. Isoc.2.18; τὸ κερδαλέον A.Eu.1008 (anap.); κ. ἔς τι Th.2.53.
II Adv. κερδαλέως = to one's advantage, opp. δικαίως, Id.3.56.

German (Pape)

[Seite 1423] 1) gewinnreich, ersprießlich, nützlich; βουλή Il. 10, 44; Pind. P. 2, 78; Aesch. Eum. 962; τὰς ἐμπορίας τὰς κερδαλέας Ar. Av. 595; κερδαλεώτερόν ἐστι Her. 9, 7, 1; Plat. Crat. 417 b; ἐργασίαι Isocr. 2, 18. – Adv., Thuc. 3, 56. – 2) sich auf seinen Vortheil verstehend, listig, schlau; καὶ ἐπίκλοπος Od. 13, 291; μῦθος 6, 148; τὴν ἀλώπεκα κερδαλέαν καὶ ποικίλην Plat. Rep. II, 365 c. – S. das Vor.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 lucratif, avantageux, utile ; τὸ κερδαλέον = gain, profit;
2 qui soigne ses intérêts ; rusé, astucieux;
Cp. κερδαλεώτερος.
Étymologie: κέρδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερδαλέος -α -ον [κέρδος] Ion. f. -έη; comp -ώτερος, superl. -ώτατος, ook κερδίων en κέρδιστος op voordeel gericht, slim, sluw:. βουλῆς... κερδαλέης een slim plan Il. 10.44; μειλίχιον καὶ κερδαλέον... μῦθον een vriendelijk en slim woord Od. 6.148. voordelig, nuttig (van zaken);; ἐμπορίαι κερδαλέαι = lucratieve handeltjes Aristoph. Av. 594; subst. τὸ κερδαλέον = voordeel, profijt; adv. κερδαλέως = voor eigen voordeel.

Russian (Dvoretsky)

κερδᾰλέος:
1 полезный (βουλή Hom.; ἐργασίαι Isocr.);
2 прибыльный, доходный (αἱ ἐμπορίαι Arph.);
3 выгодный (κερδαλεώτερόν ἐστι ὁμολογέειν ἤπερ πολεμέειν Her.);
4 хитрый, лукавый (μῦθος, νοήματα, κ. καὶ ἐπίκλοπος Hom.; ἡ ἀλώπηξ Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

κερδᾰλέος: -α, -ον, (κέρδος), ἐπὶ προσώπων καὶ τῶν τεχνασμάτων αὐτῶν, δόλιος, πανοῦργος, ποικίλος, εὐφυής, κ. κ’ εἴη καὶ ἐπίκλοπος Ὀδ. Ν. 291· οὕτω, κ. βουλὴ Ἰλ. Κ. 44· μῦθος Ὀδ. Ζ. 148· νοήματα Θ. 548. 2) ἰδίως ἐπὶ τῆς ἀλώπεκος, Ἀρχίλ. 82 (παρὰ Πλάτ. Πολ. 365C)· ἐντεῦθενκερδαλέη, ὡς τὸ κερδώ, ἡ πανοῦργος, ἡ ἀλώπηξ, Αἰλ. π. Ζ. 6. 64, κτλ.· ἀλλὰ κερδαλῆ, ὡσαύτως, ἡ δορὰ ἀλώπεκος, τῇ λεοντῇ τὴν κ. ἐγκύπτειν Γρηγ. Ναζ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἐπικερδής, ὠφέλιμος, κερδαλεώτερόν ἐστι ὁμολογέειν τῷ Πέρσῃ Ἡρόδ. 9. 7, 1· τὰς ἐμπορίας τὰς κ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 594· ― τὸ κ. = κέρδος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1008, Θουκ. 2. 53. II. Ἐπίρρ. -λέως, πρὸς ὠφέλειάν τινος, ἀντίθ. τῷ δικαίως, Θουκ. 3. 56.

English (Autenrieth)

(κέρδος): profitable, advantageous; hence cunning, sly, Od. 6.148, Od. 8.548, Od. 13.291.

English (Slater)

κερδᾰλέος gainful κέρδει δὲ τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει (P. 2.78)

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κερδαλέος, -α, -ον, θηλ. και κερδαλέη και κερδαλή) κέρδος
αυτός που αποφέρει κέρδος, επωφελής, επικερδής («τὰς τ' ἐμπορίας, τὰς κερδαλέας πρός τον μάντιν κατεροῦσιν». Αριστοφ.)
αρχ.
1. δόλιος, πανούργος, πονηρός, κατεργάρηςκερδαλέος κ' εἴη καὶ ἐπίκλοπος», Ομ. Οδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ή κερδαλέη και κερδαλῆ
α) η αλεπού («τῇ λεοντή τὴν κερδαλῆν ἐγκρύπτειν», Γρηγ. Ναζ.)
β) το δέρμα της αλεπούς.
επίρρ...
κερδαλέως (Α)
επωφελώς, με κέρδος, με ωφέλεια, ιδιοτελώς («Ἀθηναίους ἑλόμενοι δικαίως μᾶλλον ἢ ὑμᾱς κερδαλέως» — επειδή προτιμήσαμε μάλλον τους Αθηναίους σύμφωνα με το δίκαιο παρά εσάς σύμφωνα με το συμφέρον μας, Θουκ.).

Greek Monotonic

κερδᾰλέος: -α, -ον (κέρδος),
I. δόλιος, πανούργος, ποικίλος, ευφυής, σε Όμηρ.· λέγεται για την αλεπού, σε Αρχίλ. παρά Πλάτ.
II. λέγεται για πράγματα, επικερδής, ωφέλιμος, κερδαλεώτερον, σε Ηρόδ.· τὸ κερδαλέον = κέρδος, σε Αισχύλ., Θουκ.· επίρρ. -λέως, προς ωφέλεια κάποιου, σε Θουκ.

Middle Liddell

κερδᾰλέος, η, ον κέρδος
I. having an eye to gain, wily, crafty, cunning, Hom.:—of the fox, Archil. ap. Plat.
II. of things, gainful, profitable, κερδαλεώτερον Hdt.:— τὸ κ. = κέρδος, Aesch., Thuc.: adv. -λέως, to one's advantage, Thuc.