ἀπογραφή: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
mNo edit summary
Line 45: Line 45:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[register]], [[declaration before a magistrate]], [[evidence before a magistrate]]
|woodrun=[[register]], [[declaration before a magistrate]], [[evidence before a magistrate]]
}}
{{trml
|trtx====[[register]]===
Arabic: سِجِلّ‎; Belarusian: запіс; Bulgarian: опис, запис; Catalan: registre; Czech: registrace; Finnish: rekisteri; Galician: rexistro; German: [[Register]]; Greek: [[μητρώο]]; Hungarian: jegyzék, nyilvántartás, névjegyzék, regiszter; Ido: registro; Latvian: reģistrs; Polish: dziennik; Portuguese: [[registro]]; Romanian: registru; Russian: [[запись]], [[регистр]], [[опись]]; Spanish: [[registro]]; Ukrainian: запис
}}
}}

Revision as of 14:28, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπογρᾰφή Medium diacritics: ἀπογραφή Low diacritics: απογραφή Capitals: ΑΠΟΓΡΑΦΗ
Transliteration A: apographḗ Transliteration B: apographē Transliteration C: apografi Beta Code: a)pografh/

English (LSJ)

ἡ,
A register, list, of lands or property, Pl.Lg.745d, 850d, etc.; of the πεντηκοστολόγοι, D.34.7; ἀπογραφή τῆς οὐσίας IG2.476.14; ἐφήβων CIG(add.)1997c (Maced.); list of moneys claimed by the state from private persons, Lys.17.4, D.20.32.
2 register of persons liable to taxation, Ev.Luc. 2.2, J.AJ18.1.1; ἡ κατ' οἰκίαν ἀ. PLond.2.260.79 (i A.D.), etc.; of the Roman census-lists, Plu.Cat.Ma.16 (pl.); muster roll of soldiers, Plb.2.23.9.
3 generally, ἐξ ἀπογραφῆς λέγειν = from a written list, Sotad.Com.1.35.
II as Att. law-term, copy of a declaration made before a magistrate, deposition or information laid, Lys.9.3, 29.1, Lexap.D.35.51; ποιεῖσθαι ἀπογραφήν = ἀπογράφειν, D.53.1; τινὸς κατά τινος And.1.23, cf. Harp.s.v.
2 any written declaration before a magistrate, ἀ. ποιείσθωσαν δηλοῦντες κτλ. POxy.237 vii33 (i A.D.), etc.; esp. declaration of property or persons liable to taxation, BGU1147.26 (i B.C.), etc.

Spanish (DGE)

(ἀπογρᾰφή) -ῆς, ἡ
I 1registro de funcionarios u oficiales: de los πεντηκοστολόγοι D.34.7, de los σιτοφύλακες D.20.32, de bienes varios πάντων Pl.Lg.745d, 850c, de dinero, Lys.17.4, οἴνου PSI 430.10 (III a.C.), τῆς οὐσίας IG 22.1013.14 (II a.C.), ἐκ γαίων POxy.2722.32 (II d.C.), PWisc.9.20 (II d.C.), PCair.Isidor.4.12 (III d.C.), de olivos PCair.Isidor.2.4 (III d.C.), de ganado PHib.33.10 (III a.C.), PSarap.12.2, 7 (II d.C.), cf. 54.1.6 (II d.C.), de personas sujetas a tributación τῶν παροίκων OGI 338.11 (Pérgamo II a.C.), Afric.Ep.Arist.p.61.18, cf. Iust.Phil.Apol.34.2, Gr.Naz.M.37.132B, I.AI 18.3
censo, Eu.Luc.2.2, Plu.Aem.38, Cat.Ma.16, de soldados, Plb.2.23.9, ἐφήβων CIG 1997c (add.) (Macedonia), ἀπογραφὰς ποιεῖσθαι D.C.53.17.7, cf. LXX 3Ma 2.32
en gener. lista de cosas, Men.Asp.275, cf. Sotad.Com.1.35, τραγημάτων Plu.2.686d
fig. ἐν ἀπογραφῇ ἀληθείας en el libro de la verdad LXX Da.10.21.
2 acción de registrar propiedades o personas BGU 1147.26 (I a.C.).
3 justificante, recibo ἀ. ἐστρατεῦσθαι PHamb.31.18 (II d.C.).
II jur.
1 escrito de denuncia y denuncia escrita presentada ante un magistrado en asuntos de derecho público, Lys.9.3, 29.1, Ley en D.35.51, ποιεῖσθαι ἀ. denunciar D.53.1, τινὸς κατ' ἐμοῦ And.Myst.23, cf. Harp.
2 en gener. declaración escrita ante un magistrado ἀ. ποιείσθωσαν δηλοῦντες POxy.237.8.33 (II d.C.)
frec. declaración hecha por una persona para la elaboración del censo κατ' οἰκίαν ἀπογραφή PBon.24c.21 (II d.C.), PAlex.Giss.14.8, PSI 1240.3 (II d.C.), SB 9639.10, PLips.3.2.25 (III d.C.).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 registre;
2 t. de droit réclamation écrite à un magistrat ; accusation;
NT: inscription ; recensement ; enregistrement public.
Étymologie: ἀπογράφω.

German (Pape)

ἡ,
1 das Aufschreiben, Eintragen in öffentliche Listen; und diese selbst, bes. Vermögenkataster und Steuerlisten, vgl. Plat. Legg. V.745d, VIII.850c; ἡ παρὰ τοῖς σιτοφύλαξιν Dem. 20.32; vgl. 41.28; αἱ πεντηκοστολόγων 34.7, 34; τῶν ἐν ταῖς ἡλικίαις, Aushebungslisten, Pol. 2.23; Census, NT; Schuldregister, Dion.Hal. 4.10.
2 Klage wegen widerrechtlichen Besitzes von Staatseigentum, Antrag auf Confiscation, Lys. 13.65; und die Confiscation selbst als Aufzeichnung unter die Staatsgüter, vgl. Meier und Schömann Att. Prozeß, S. 254 – 260.

Russian (Dvoretsky)

ἀπογρᾰφή:
1 список, перечень или ведомость Plat., Dem., Polyb.;
2 податной список Plut.;
3 юр. заявление о взыскании в пользу казны, фискальная жалоба Lys., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογρᾰφή: ἡ, καταγραφή: κατάλογος κτημάτων, κτηματολόγιον, καὶ πίναξ φορολογικός, ἀπογραφῆς ἁπάντων γενομένης Πλάτ. Νόμ. 745D. 840C, Δημ., κτλ. τῶν πεντηκοστολόγων ὁ αὐτ. 909. 10· ἀπ. τῆς οὐσίας Συλλογ. Ἐπιγρ. 123. 14· ἐφήβων αὐτόθι (προσθῆκαι) 1997C· κατάλογος χρημάτων ἀνηκόντων μὲν εἰς τὴν πολιτείαν κατακρατουμένων δὲ ὑπὸ πολιτῶν, Λυσ. 148. 25, Δημ. 467. 6, κτλ., πρβλ. λεξ. Ἀρχαιολογ. 2) κατάλογος τῶν εἰς φορολογίαν ὑποκειμένων, τὸ Ρωμαϊκὸν census, Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 2· τὴν ἀπ. τῶν χρημάτων ποιεῖσθαι = τοὺς φόρους τάσσειν Πλουτ. Ἀριστ. 241· στρατολογικὸς κατάλογος, Πολύβ. 2. 23, 9: - καὶ ἴσως, ἐξ’ αὐτοῦ παρὰ Βυζαντίνοις = φόρος. 3) καθόλου, οὐκ ἐξ ἀπογραφῆς, ἐκ γραπτοῦ καταλόγου, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 35. ΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, ἀντίγραφον διακηρύξεως γενομένης ἐνώπιον ἄρχοντος, κατάθεσις, Λυσ. 114. 30., 181Β, Νόμος παρὰ Δημ. 941. 14· ποιεῖσθαι ἀπογραφήν = ἀπογράφειν Δημ. 1246. 4· τινὸς κατά τινος, Ἀνδοκ. 4. 19, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λέξει.

English (Strong)

from ἀπογράφω; an enrollment; by implication, an assessment: taxing.

English (Thayer)

ἀπογραφῆς, ἡ (ἀπογράφω);
a. a writing off, transcript (from some pattern).
b. "an enrolment (or registration) in the public records of persons together with their property and income," as the basis of an ἀποτίμησις (census or valuation), i. e. that it might appear how much tax should be levied upon each one: Schürer, Ntl. Zeitgesch. § 17, pp. 251,262-286, and books there mentioned; (McClellan 1:392-399; B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, TAX Taxing).

Greek Monolingual

η (AM ἀπογραφή) απογράφω
νεοελλ.
1. καταγραφή του πληθυσμού μιας χώρας στα μητρώα
2. καταγραφή κάθε είδους έμψυχου ή άψυχου υλικού σε ειδικούς καταλόγους
μσν.- νεοελλ.
κατάλογος για τη συγκέντρωση στρατού, στρατολόγηση
αρχ.
1. κατάλογος των κτημάτων, κτηματολόγιο
2. κατάλογος χρημάτων τα οποία ανήκουν στην πολιτεία, αλλά κατακρατούνται από ορισμένους πολίτες
3. κατάλογος αυτών που υπόκεινται σε φορολογία, φορολογικός πίνακας
4. αντίγραφο διακήρυξης που γίνεται ενώπιον άρχοντα, κατάθεση, μαρτυρία.

Greek Monotonic

ἀπογρᾰφή: ἡ,
I. καταγραφή, κατάλογος των γαιών, κτηματολόγιο ή κατάλογος ατομικής περιουσίας, σε Πλάτ. κ.λπ.· καταγραφή των προσώπων που υπόκεινται σε φορολόγηση, Λατ. census, σε Καινή Διαθήκη
II. ως Αττ. νομικός όρος, το αντίγραφο επίσημης διακήρυξης ενώπιον των αρχών (γραφή), κατάθεση, στους Ρήτ.

Middle Liddell

[from ἀπογράφω
I. a writing off: a register, list, of lands or property, Plat., etc.: a register of persons liable to taxation, Lat. census, NTest.
II. as Attic law-term, the copy of a γραφή, a deposition, Oratt.

Chinese

原文音譯:¢pogrof» 阿坡-格羅費
詞類次數:名詞(2)
原文字根:從-寫(著)
字義溯源:列入,註冊,記錄,登記註冊,報名上冊;源自(ἀπογράφω)=登記,報名上冊);由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(γράφω / καταγράφω)*=銘記)組成
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 報名上冊(2) 路2:2; 徒5:37

English (Woodhouse)

register, declaration before a magistrate, evidence before a magistrate

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

register

Arabic: سِجِلّ‎; Belarusian: запіс; Bulgarian: опис, запис; Catalan: registre; Czech: registrace; Finnish: rekisteri; Galician: rexistro; German: Register; Greek: μητρώο; Hungarian: jegyzék, nyilvántartás, névjegyzék, regiszter; Ido: registro; Latvian: reģistrs; Polish: dziennik; Portuguese: registro; Romanian: registru; Russian: запись, регистр, опись; Spanish: registro; Ukrainian: запис