ταριχεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
(40)
mNo edit summary
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=taricheyo
|Transliteration C=taricheyo
|Beta Code=tarixeu/w
|Beta Code=tarixeu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">preserve the body by artificial means, embalm</b>, of Egyptian mummies, <span class="bibl">Hdt.2.86</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span> 80c</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">preserve</b> food <b class="b2">by salting, pickling</b>, or <b class="b2">smoking</b>, τ. ὄα <span class="bibl">Id.<span class="title">Smp.</span>190d</span>; <b class="b3">ἐλᾶν</b>( = [[ἐλαίαν]]) <span class="bibl"><span class="title">PRyl.</span>231.5</span> (i A.D.):—Pass., [ἰχθύας] ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους <span class="bibl">Hdt.2.77</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PGiss.</span>93.2</span> (ii A.D.), etc.; <b class="b3">τεμάχη τεταριχευμένα</b> <b class="b2">preserved</b> meat, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.4.28</span>; χλωρὰ [κάππαρις] πρὶν -ευθῆναι Gal.6.615. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">season</b> wood by soaking it in water, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.2.2</span>, <span class="bibl">5.4.8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">macerate</b>, Olymp.Alch.<span class="bibl">p.70</span> B., al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> metaph. in Pass., <b class="b2">waste away, wither</b>, κακῶς ταριχευθέντα παμφθάρτῳ μόρῳ <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>296</span>, cf. <span class="bibl">Sophr.54</span>; <b class="b3">τεταριχευμένος</b> <b class="b2">stale</b>, opp. <b class="b3">νεαλὴς καὶ πρόσφατος</b>, <span class="bibl">D.25.61</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Medic., <b class="b2">reduce</b> a patient <b class="b2">by starving</b>, Gal.15.595.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[preserve the body by artificial means]], [[embalm]], of Egyptian mummies, [[Herodotus|Hdt.]]2.86, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 80c.<br><span class="bld">II</span> [[preserve]] [[food]] by [[salting]], [[pickling]], or [[smoking]], τ. ὄα Id.''Smp.''190d; [[ἐλᾶν]](= [[ἐλαίαν]]) ''PRyl.''231.5 (i A.D.):—Pass., [ἰχθύας] ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους [[Herodotus|Hdt.]]2.77, cf. ''PGiss.''93.2 (ii A.D.), etc.; <b class="b3">τεμάχη τεταριχευμένα</b> [[preserved]] [[meat]], X.''An.''5.4.28; χλωρὰ [κάππαρις] πρὶν -ευθῆναι Gal.6.615.<br><span class="bld">2</span> [[season]] wood by soaking it in water, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.2.2, 5.4.8.<br><span class="bld">3</span> [[macerate]], Olymp.Alch.p.70 B., al.<br><span class="bld">III</span> metaph. in Pass., [[waste away]], [[wither]], κακῶς ταριχευθέντα παμφθάρτῳ μόρῳ A.''Ch.''296, cf. Sophr.54; [[τεταριχευμένος]] [[stale]], opp. <b class="b3">νεαλὴς καὶ πρόσφατος</b>, D.25.61.<br><span class="bld">2</span> Medic., [[reduce]] a [[patient]] by [[starving]], Gal.15.595.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1071.png Seite 1071]] den todten Leib eines Menschen od. eines Thieres durch künstliche Zurichtung vor Fäulniß bewahren, einbalsamiren; Her. 2, 66. 88; Plat. Phaed. 80 c; Luc. de luct. 21. – Eben so Fleisch oder Fisch zum Essen aufbewahren, so daß sie nicht von Fäulniß leiden, einsalzen, einpökeln, einmachen; Her. 2, 77; τὰ ὄα, Plat. Conv. 190 d; τεμάχη τεταριχευμένα, Xen. An. 5, 4, 28 u. Folgde. – Auch von Körpern anderer Art, z. B. Holz in Meerwasser legen, um es härter u. dauerhafter zu machen. – Uebertr., von Alter, Sorgen, Kummer, austrocknen, ausdörren, κακῶς ταριχευθέντα παμφθάρτῳ μόρῳ, Aesch. Ch. 294; so setzt Dem. 25, 61 νεαλὴς καὶ [[πρόσφατος]] ὤν dem τεταριχευμένος καὶ πολὺν χρόνον ἔμπεπτωκώς gegenüber.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1071.png Seite 1071]] den todten Leib eines Menschen od. eines Tieres durch künstliche Zurichtung vor Fäulniß bewahren, einbalsamiren; Her. 2, 66. 88; Plat. Phaed. 80 c; Luc. de luct. 21. – Eben so Fleisch oder Fisch zum Essen aufbewahren, so daß sie nicht von Fäulniß leiden, [[einsalzen]], [[einpökeln]], [[einmachen]]; Her. 2, 77; τὰ ὄα, Plat. Conv. 190 d; τεμάχη τεταριχευμένα, Xen. An. 5, 4, 28 u. Folgde. – Auch von Körpern anderer Art, z. B. Holz in Meerwasser legen, um es härter u. dauerhafter zu machen. – Übertr., von Alter, Sorgen, Kummer, austrocknen, ausdörren, κακῶς ταριχευθέντα παμφθάρτῳ μόρῳ, Aesch. Ch. 294; so setzt Dem. 25, 61 νεαλὴς καὶ [[πρόσφατος]] ὤν dem τεταριχευμένος καὶ πολὺν χρόνον ἔμπεπτωκώς gegenüber.
}}
{{bailly
|btext=préparer de manière à préserver de la pourriture, <i>particul.</i><br /><b>1</b> saler (le poisson, la viande, <i>etc.</i>), faire des conserves;<br /><b>2</b> [[embaumer un corps]].<br />'''Étymologie:''' [[τάριχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰρῑχεύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[засаливать]], [[солить]], [[консервировать]] (''[[sc.]]'' ἰχθύας Her.; τὰ ὄα Plat.; δελφίνων τεμάχη τεταριχευμένα Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[бальзамировать]] (τὴν κοιλίην Her.; τὸ [[σῶμα]] Plat.);<br /><b class="num">3</b> перен. [[иссушать]], [[истощать]], [[изнурять]]: ταριχευθείς Aesch. и τεταριχευμένος Dem. изможденный.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰρῑχεύω''': μέλλ. -εύσω, ([[τάριχος]]) ὡς καὶ νῦν, [[ταριχεύω]], κοινῶς «βαλσαμώνω», ἐπὶ νεκροῦ σώματος, ὡς οἱ ἀρχαῖοι Αἰγύπτιοι, Ἡρόδ. 2. 86 - 90, Πλάτ. Φαίδων 80C, πρβλ. [[ταρχύω]]. ΙΙ. ἐπὶ κρέατος ἢ ἰχθύων, ἁλατίζω ἢ [[καπνίζω]] (πρβλ. [[προταριχεύω]]), βάλλω εἰς ἅλμην, [[ὥσπερ]] οἱ τὰ ὅα τέμνοντες καὶ μέλλοντες ταριχεύειν (τὰ ὄα, σοῦρβα ἢ σούρδουλα, [[ἅπερ]] καὶ νῦν ἔτι τέμνουσιν εἰς δύο καὶ βάλλουσιν αὐτὰ εἰς τὴν ἅλμην, δηλ. τὰ κάμνουν «τουρσὶ») Πλάτ. Συμπ. 190D. ― Παθ., [ἰχθύας] ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους Ἡρόδ. 2. 77· τεμάχη τεταριχευμένα, παστὰ κρέατα, «παστουρμάδες», Ξεν. Ἀν. 5. 4, 28. 2) ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, [[οἷον]] ἐπὶ ξύλου, ποιῶ ἰσχυρότερον ἐμβάπτων αὐτὸ εἰς τὸ [[ὕδωρ]], Θεοφρ. ἐπ. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 8, κλπ. ΙΙΙ. μεταφορ., ἐν τῷ παθ., φθείρομαι, κακῶς ταριχευθεύντα παμφθάρτω μόρῳ Αἰσχύλ. Χο. 296, πρβλ. Σώφρονος Ἀποσπ. 63· τεταριχευμένος, [[παλαιός]], εὐρωτιῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νεαλὴς καὶ [[πρόσφατος]], Δημ. 788. 24. 2) παρὰ τοῖς Ἰατρ., [[ἰσχναίνω]] τινὰ διὰ τοῦ λιμοῦ πρβλ. [[προταριχεύω]].
|lstext='''τᾰρῑχεύω''': μέλλ. -εύσω, ([[τάριχος]]) ὡς καὶ νῦν, [[ταριχεύω]], κοινῶς «βαλσαμώνω», ἐπὶ νεκροῦ σώματος, ὡς οἱ ἀρχαῖοι Αἰγύπτιοι, Ἡρόδ. 2. 86 - 90, Πλάτ. Φαίδων 80C, πρβλ. [[ταρχύω]]. ΙΙ. ἐπὶ κρέατος ἢ ἰχθύων, ἁλατίζω ἢ [[καπνίζω]] (πρβλ. [[προταριχεύω]]), βάλλω εἰς ἅλμην, [[ὥσπερ]] οἱ τὰ ὅα τέμνοντες καὶ μέλλοντες ταριχεύειν (τὰ ὄα, σοῦρβα ἢ σούρδουλα, [[ἅπερ]] καὶ νῦν ἔτι τέμνουσιν εἰς δύο καὶ βάλλουσιν αὐτὰ εἰς τὴν ἅλμην, δηλ. τὰ κάμνουν «τουρσὶ») Πλάτ. Συμπ. 190D. ― Παθ., [ἰχθύας] ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους Ἡρόδ. 2. 77· τεμάχη τεταριχευμένα, παστὰ κρέατα, «παστουρμάδες», Ξεν. Ἀν. 5. 4, 28. 2) ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, [[οἷον]] ἐπὶ ξύλου, ποιῶ ἰσχυρότερον ἐμβάπτων αὐτὸ εἰς τὸ [[ὕδωρ]], Θεοφρ. ἐπ. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 8, κλπ. ΙΙΙ. μεταφορ., ἐν τῷ παθ., φθείρομαι, κακῶς ταριχευθεύντα παμφθάρτω μόρῳ Αἰσχύλ. Χο. 296, πρβλ. Σώφρονος Ἀποσπ. 63· τεταριχευμένος, [[παλαιός]], εὐρωτιῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νεαλὴς καὶ [[πρόσφατος]], Δημ. 788. 24. 2) παρὰ τοῖς Ἰατρ., [[ἰσχναίνω]] τινὰ διὰ τοῦ λιμοῦ πρβλ. [[προταριχεύω]].
}}
{{bailly
|btext=préparer de manière à préserver de la pourriture, <i>particul.</i><br /><b>1</b> saler (le poisson, la viande, <i>etc.</i>), faire des conserves;<br /><b>2</b> embaumer un corps.<br />'''Étymologie:''' [[τάριχος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[τάριχος]]<br /><b>1.</b> [[αποτρέπω]] τη [[σήψη]] [[νεκρών]] ανθρώπων ή ζώων με διάφορα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, [[βαλσαμώνω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με τρόφιμα) [[διατηρώ]] για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]] με [[αλάτισμα]], κάπνιμα ή [[ξήρανση]] στον αέρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[ξύλο]]) [[κάνω]] ισχυρότερο με την εμβάπτισή του σε ειδικό [[υγρό]]<br /><b>2.</b> [[διαβρέχω]], [[μουσκεύω]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> (σχετικά με ασθενή) [[αδυνατίζω]] λόγω παροχής πολύ μικρής ποσότητας τροφής<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ταριχεύομαι</i><br /><b>μτφ.</b> φθείρομαι από τις έγνοιες, τα [[γηρατειά]] ή τις δυστυχίες.
|mltxt=ΝΜΑ [[τάριχος]]<br /><b>1.</b> [[αποτρέπω]] τη [[σήψη]] [[νεκρών]] ανθρώπων ή ζώων με διάφορα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, [[βαλσαμώνω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με τρόφιμα) [[διατηρώ]] για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]] με [[αλάτισμα]], κάπνιμα ή [[ξήρανση]] στον αέρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[ξύλο]]) [[κάνω]] ισχυρότερο με την εμβάπτισή του σε ειδικό [[υγρό]]<br /><b>2.</b> [[διαβρέχω]], [[μουσκεύω]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> (σχετικά με ασθενή) [[αδυνατίζω]] λόγω παροχής πολύ μικρής ποσότητας τροφής<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ταριχεύομαι</i><br /><b>μτφ.</b> φθείρομαι από τις έγνοιες, τα [[γηρατειά]] ή τις δυστυχίες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰρῑχεύω:''' μέλ. <i>ταριχεύσω</i> ([[τάριχος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[βαλσαμώνω]] το [[σώμα]] του νεκρού με τεχνητό τρόπο, [[ταριχεύω]], λέγεται για τις Αιγυπτιακές μούμιες, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[διατηρώ]] το [[κρέας]] ή το ψάρι με το να το αλατίσω ή να το καπνίσω, σε Πλάτ. — Παθ., (<i>ἴχθυας</i>) <i>ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους</i>, σε Ηρόδ.· <i>τεμάχη τεταριχευμένα</i>, παστά κρέατα, [[παστουρμάς]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ. στην Παθ., φθείρομαι, μαραίνομαι, σε Αισχύλ.· <i>τεταριχευμένος</i>, [[παλιός]], [[μπαγιάτικος]], σιτεμένος, σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰρῑχεύω, fut. -εύσω [[τάριχος]]<br /><b class="num">I.</b> to [[preserve]] the [[body]] by [[artificial]] [[means]], to [[embalm]], of the Egyptian mummies, Hdt., Plat.<br /><b class="num">II.</b> to [[preserve]] [[meat]] or [[fish]] by salting, pickling, or smoking, Plat.:—Pass., [ἰχθύας] ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους Hdt.; τεμάχη τεταριχευμένα preserved [[meat]], Xen.<br /><b class="num">III.</b> metaph. in Pass. to [[shrivel]] up, Aesch.; τεταριχευμένος [[stale]], Dem.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[βαλσαμώνω]]). Ἀπό τό [[τάριχος]] -ου, ὁ ἤ [[τάριχος]] -ους, τό (=[[μούμια]], [[παστό]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ταριχεία]], [[ταρίχευσις]], [[ταριχευτής]], [[ταριχευτός]].
}}
}}

Latest revision as of 05:48, 27 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρῑχεύω Medium diacritics: ταριχεύω Low diacritics: ταριχεύω Capitals: ΤΑΡΙΧΕΥΩ
Transliteration A: taricheúō Transliteration B: taricheuō Transliteration C: taricheyo Beta Code: tarixeu/w

English (LSJ)

A preserve the body by artificial means, embalm, of Egyptian mummies, Hdt.2.86, Pl.Phd. 80c.
II preserve food by salting, pickling, or smoking, τ. ὄα Id.Smp.190d; ἐλᾶν(= ἐλαίαν) PRyl.231.5 (i A.D.):—Pass., [ἰχθύας] ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους Hdt.2.77, cf. PGiss.93.2 (ii A.D.), etc.; τεμάχη τεταριχευμένα preserved meat, X.An.5.4.28; χλωρὰ [κάππαρις] πρὶν -ευθῆναι Gal.6.615.
2 season wood by soaking it in water, Thphr. HP 4.2.2, 5.4.8.
3 macerate, Olymp.Alch.p.70 B., al.
III metaph. in Pass., waste away, wither, κακῶς ταριχευθέντα παμφθάρτῳ μόρῳ A.Ch.296, cf. Sophr.54; τεταριχευμένος stale, opp. νεαλὴς καὶ πρόσφατος, D.25.61.
2 Medic., reduce a patient by starving, Gal.15.595.

German (Pape)

[Seite 1071] den todten Leib eines Menschen od. eines Tieres durch künstliche Zurichtung vor Fäulniß bewahren, einbalsamiren; Her. 2, 66. 88; Plat. Phaed. 80 c; Luc. de luct. 21. – Eben so Fleisch oder Fisch zum Essen aufbewahren, so daß sie nicht von Fäulniß leiden, einsalzen, einpökeln, einmachen; Her. 2, 77; τὰ ὄα, Plat. Conv. 190 d; τεμάχη τεταριχευμένα, Xen. An. 5, 4, 28 u. Folgde. – Auch von Körpern anderer Art, z. B. Holz in Meerwasser legen, um es härter u. dauerhafter zu machen. – Übertr., von Alter, Sorgen, Kummer, austrocknen, ausdörren, κακῶς ταριχευθέντα παμφθάρτῳ μόρῳ, Aesch. Ch. 294; so setzt Dem. 25, 61 νεαλὴς καὶ πρόσφατος ὤν dem τεταριχευμένος καὶ πολὺν χρόνον ἔμπεπτωκώς gegenüber.

French (Bailly abrégé)

préparer de manière à préserver de la pourriture, particul.
1 saler (le poisson, la viande, etc.), faire des conserves;
2 embaumer un corps.
Étymologie: τάριχος.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρῑχεύω:
1 засаливать, солить, консервировать (sc. ἰχθύας Her.; τὰ ὄα Plat.; δελφίνων τεμάχη τεταριχευμένα Xen.);
2 бальзамировать (τὴν κοιλίην Her.; τὸ σῶμα Plat.);
3 перен. иссушать, истощать, изнурять: ταριχευθείς Aesch. и τεταριχευμένος Dem. изможденный.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρῑχεύω: μέλλ. -εύσω, (τάριχος) ὡς καὶ νῦν, ταριχεύω, κοινῶς «βαλσαμώνω», ἐπὶ νεκροῦ σώματος, ὡς οἱ ἀρχαῖοι Αἰγύπτιοι, Ἡρόδ. 2. 86 - 90, Πλάτ. Φαίδων 80C, πρβλ. ταρχύω. ΙΙ. ἐπὶ κρέατος ἢ ἰχθύων, ἁλατίζω ἢ καπνίζω (πρβλ. προταριχεύω), βάλλω εἰς ἅλμην, ὥσπερ οἱ τὰ ὅα τέμνοντες καὶ μέλλοντες ταριχεύειν (τὰ ὄα, σοῦρβα ἢ σούρδουλα, ἅπερ καὶ νῦν ἔτι τέμνουσιν εἰς δύο καὶ βάλλουσιν αὐτὰ εἰς τὴν ἅλμην, δηλ. τὰ κάμνουν «τουρσὶ») Πλάτ. Συμπ. 190D. ― Παθ., [ἰχθύας] ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους Ἡρόδ. 2. 77· τεμάχη τεταριχευμένα, παστὰ κρέατα, «παστουρμάδες», Ξεν. Ἀν. 5. 4, 28. 2) ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, οἷον ἐπὶ ξύλου, ποιῶ ἰσχυρότερον ἐμβάπτων αὐτὸ εἰς τὸ ὕδωρ, Θεοφρ. ἐπ. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 8, κλπ. ΙΙΙ. μεταφορ., ἐν τῷ παθ., φθείρομαι, κακῶς ταριχευθεύντα παμφθάρτω μόρῳ Αἰσχύλ. Χο. 296, πρβλ. Σώφρονος Ἀποσπ. 63· τεταριχευμένος, παλαιός, εὐρωτιῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νεαλὴς καὶ πρόσφατος, Δημ. 788. 24. 2) παρὰ τοῖς Ἰατρ., ἰσχναίνω τινὰ διὰ τοῦ λιμοῦ πρβλ. προταριχεύω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τάριχος
1. αποτρέπω τη σήψη νεκρών ανθρώπων ή ζώων με διάφορα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, βαλσαμώνω
2. (σχετικά με τρόφιμα) διατηρώ για μεγάλο χρονικό διάστημα με αλάτισμα, κάπνιμα ή ξήρανση στον αέρα
αρχ.
1. (σχετικά με ξύλο) κάνω ισχυρότερο με την εμβάπτισή του σε ειδικό υγρό
2. διαβρέχω, μουσκεύω
3. ιατρ. (σχετικά με ασθενή) αδυνατίζω λόγω παροχής πολύ μικρής ποσότητας τροφής
4. παθ. ταριχεύομαι
μτφ. φθείρομαι από τις έγνοιες, τα γηρατειά ή τις δυστυχίες.

Greek Monotonic

τᾰρῑχεύω: μέλ. ταριχεύσω (τάριχος
I. βαλσαμώνω το σώμα του νεκρού με τεχνητό τρόπο, ταριχεύω, λέγεται για τις Αιγυπτιακές μούμιες, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. διατηρώ το κρέας ή το ψάρι με το να το αλατίσω ή να το καπνίσω, σε Πλάτ. — Παθ., (ἴχθυας) ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους, σε Ηρόδ.· τεμάχη τεταριχευμένα, παστά κρέατα, παστουρμάς, σε Ξεν.
III. μεταφ. στην Παθ., φθείρομαι, μαραίνομαι, σε Αισχύλ.· τεταριχευμένος, παλιός, μπαγιάτικος, σιτεμένος, σε Δημ.

Middle Liddell

τᾰρῑχεύω, fut. -εύσω τάριχος
I. to preserve the body by artificial means, to embalm, of the Egyptian mummies, Hdt., Plat.
II. to preserve meat or fish by salting, pickling, or smoking, Plat.:—Pass., [ἰχθύας] ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους Hdt.; τεμάχη τεταριχευμένα preserved meat, Xen.
III. metaph. in Pass. to shrivel up, Aesch.; τεταριχευμένος stale, Dem.

Mantoulidis Etymological

(=βαλσαμώνω). Ἀπό τό τάριχος -ου, ὁ ἤ τάριχος -ους, τό (=μούμια, παστό). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ταριχεία, ταρίχευσις, ταριχευτής, ταριχευτός.