διάπονος: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=διά-πονος, ον <i>adj</i><br /><b class="num">I.</b> of persons, exercised, Plut.; τι Plut.<br /><b class="num">II.</b> of things, [[toilsome]]:— adv. -νως, with [[toil]], Plut. | |mdlsjtxt=διά-πονος, ον <i>adj</i><br /><b class="num">I.</b> of persons, exercised, Plut.; τι Plut.<br /><b class="num">II.</b> of things, [[toilsome]]:— adv. -νως, with [[toil]], Plut. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[toilsome]]=== | |||
Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: [[bewerkelijk]], [[arbeidsintensief]], [[laborieus]]; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: [[arbeitsintensiv]], [[mühselig]], [[mühsam]], [[anstrengend]], [[schwer]]; Ancient Greek: [[ἀτμένιος]], [[βαρύμοχθος]], [[διάπονος]], [[δυσπονής]], [[δύσπονος]], [[ἔμμοχθος]], [[ἔμπονος]], [[ἐπίμοχθος]], [[ἐπίπονος]], [[εὔπονος]], [[καματηρός]], [[καματῶδες]], [[καματώδης]], [[μογερός]], [[ὀιζυρός]], [[ὀϊζυρός]], [[πολύμοχθος]], [[πολύπονος]], [[πονηρός]], [[πονικός]], [[πονόεις]], [[ταλαπενθής]], [[φιλόπονος]]; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: [[laboriosus]]; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: [[laborioso]], [[trabalhoso]]; Romanian: laborios; Russian: [[трудоёмкий]], [[трудный]], [[тяжёлый]], [[напряжённый]], [[утомительный]]; Spanish: [[laborioso]]; Swedish: mödosam, tung | |||
}} | }} |
Revision as of 13:58, 1 November 2023
English (LSJ)
διάπονον, of persons,
A exercised, hardy, δ. τὰ σώματα Plu.Mar.26, al., cf. Onos.1.1.
2 worn out, σῶμα δ. πρός τι Plu.2.135f.
II Adv. διαπόνως = with labour or toil, Id.Fab.1.
Spanish (DGE)
-ον
I 1ejercitado, entrenado τὸ σῶμα ... διάπονον τῇ ἀσκήσει Plu.Sert.3, cf. Oth.9, κύνες ... αἱ διάπονοι ἀπὸ τοῦ φιλοπονεῖν Arr.Cyn.3.6, c. ac. de rel. διάπονοι τὰ σώματα Plu.Mar.26.
2 extenuado, cansado por el esfuerzo πρὸς τὰς καλὰς πράξεις ... μὴ διάπονον ἔχειν τὸ σῶμα Plu.2.135f.
3 producto de la fatiga o que revela fatiga φόβου μεστὸς καὶ ἱδρῶτος διαπόνου Plu.2.498b.
II adv. -ως con mucho esfuerzo δ. δεχόμενος τὰς μαθήσεις Plu.Fab.1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 exercé à la fatigue;
2 exercé en gén.
Étymologie: διά, πόνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάπονος -ον διά, πένομαι getraind, gehard.
German (Pape)
ausdauernd, durch Arbeit abgehärtet, τὰ σώματα διάπονοι Plut. Mar. 26; auch πρός τι, de san. tu. p. 405.
• Adv., διαπόνως, mit Mühe, καὶ βραδέως Plut. Fab. 1.
Russian (Dvoretsky)
διάπονος: закаленный, приученный (στρατιῶται Plut.): δ. πρός τι Plut. приученный к чему-л.; διάπονοι τὰ σώματα Plut. физически закаленные, выносливые.
Greek (Liddell-Scott)
διάπονος: -ον, ἐπὶ προσώπων, διαπεπονημένος, ἠσκημένος, τεταλαιπωρημένος, δ. τὰ σώματα Πλούτ. Μαρ. 26· δ. πρός τι ὁ αὐτ. 2. 135F. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων πολὺν πόνον, ἐπίπονος, κοπιώδης. - Ἐπίρρ. -νως, μετὰ κόπου καὶ μόχθου, Πλούτ. Φαβ. 1.
Greek Monotonic
διάπονος: -ον, I. λέγεται για πρόσωπα, εξασκημένος, σκληραγωγημένος, ταλαιπωρημένος, σε Πλούτ.· τι, στον ίδ.
II. λέγεται για πράγματα, επίπονος, κοπιώδης, κουραστικός· επίρρ. -νῶς, με μόχθο, επίπονα, κοπιαστικά, στον ίδ.
Middle Liddell
διά-πονος, ον adj
I. of persons, exercised, Plut.; τι Plut.
II. of things, toilsome:— adv. -νως, with toil, Plut.
Translations
toilsome
Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung