κολαφίζω: Difference between revisions

From LSJ

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source
(3)
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kolafizo
|Transliteration C=kolafizo
|Beta Code=kolafi/zw
|Beta Code=kolafi/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">slap, buffet</b>, τινα <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>26.67</span>, <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>6263.23</span>:— Pass., <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Cor.</span>4.11</span>.</span>
|Definition=[[slap]], [[buffet]], τινα Ev.Matt.26.67, Sammelb.6263.23:—Pass., 1 Ep.Cor.4.11.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1472.png Seite 1472]] Einen ohrfeigen, Einem eine Ohrfeige geben, τινά, N. T. u. öfter; bei Sp. übh. = mißhandeln, beschimpfen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1472.png Seite 1472]] Einen ohrfeigen, Einem eine Ohrfeige geben, τινά, [[NT|N.T.]] u. öfter; bei Sp. übh. = mißhandeln, beschimpfen.
}}
{{bailly
|btext=[[souffleter]].<br />'''Étymologie:''' [[κόλαφος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κολαφίζω [κόλαφος] mishandelen. NT.
}}
{{elru
|elrutext='''κολᾰφίζω:''' [[бить по щекам]] (τινά NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κολᾰφίζω''': ([[κόλαφος]]) [[ῥαπίζω]], κτυπῶ κατὰ [[πρόσωπον]], τινὰ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 67, κτλ.· πρβλ. [[ῥαπίζω]] 2.
|lstext='''κολᾰφίζω''': ([[κόλαφος]]) [[ῥαπίζω]], κτυπῶ κατὰ [[πρόσωπον]], τινὰ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 67, κτλ.· πρβλ. [[ῥαπίζω]] 2.
}}
{{bailly
|btext=souffleter.<br />'''Étymologie:''' [[κόλαφος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 26: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κολαφίζω]]) [[κόλαφος]]<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[δυνατά]] με την [[παλάμη]] ή με τη [[γροθιά]] κάποιον στο [[πρόσωπο]], [[χαστουκίζω]] ή [[δίνω]] [[γροθιά]] («ἐνέπτυσαν εἰς τὸ [[πρόσωπον]] αὐτοὺ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν» — τον έφτυσαν στο [[πρόσωπο]] και τον χαστούκισαν κι άλλοι τον χτύπησαν με [[ραβδιά]], ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[εξευτελίζω]], [[ταπεινώνω]].
|mltxt=(AM [[κολαφίζω]]) [[κόλαφος]]<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[δυνατά]] με την [[παλάμη]] ή με τη [[γροθιά]] κάποιον στο [[πρόσωπο]], [[χαστουκίζω]] ή [[δίνω]] [[γροθιά]] («ἐνέπτυσαν εἰς τὸ [[πρόσωπον]] αὐτοὺ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν» — τον έφτυσαν στο [[πρόσωπο]] και τον χαστούκισαν κι άλλοι τον χτύπησαν με [[ραβδιά]], [[ΚΔ]])<br /><b>2.</b> [[εξευτελίζω]], [[ταπεινώνω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κολᾰφίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ραπίζω]], [[χτυπώ]] στο [[πρόσωπο]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κολᾰφίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ραπίζω]], [[χτυπώ]] στο [[πρόσωπο]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=κολαφίζω [κόλαφος] mishandelen. NT.
|mdlsjtxt=κολᾰφίζω, fut. -σω<br />to [[buffet]], NTest. [from [[κόλαφος]]
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':kolaf⋯zw 可拉非索<br />'''詞類次數''':動詞(5)<br />'''原文字根''':懲戒 從<br />'''字義溯源''':拳打,用拳打,拳頭打,打,攻擊,挨打,責打;源自([[κολάζω]])=減縮,懲戒);而 ([[κολάζω]])出自([[κολοβόω]])Y*=阻礙)。參讀 ([[δέρω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(5);太(1);可(1);林前(1);林後(1);彼前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 責打(1) 彼前2:20;<br />2) 牠攻擊(1) 林後12:7;<br />3) 挨打(1) 林前4:11;<br />4) 用拳打(1) 可14:65;<br />5) 他們用拳打(1) 太26:67
}}
}}
{{elru
{{mantoulidis
|elrutext='''κολᾰφίζω:''' бить по щекам (τινά NT).
|mantxt=(=χτυπῶ στό πρόσωπο). Ἀπό τό [[κόλαφος]] τοῦ [[κολάπτω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[κολαφίζω]]: [[κολάφισμα]], [[κολαφισμός]], [[κολαφιστικῶς]].
}}
}}

Latest revision as of 10:28, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολᾰφίζω Medium diacritics: κολαφίζω Low diacritics: κολαφίζω Capitals: ΚΟΛΑΦΙΖΩ
Transliteration A: kolaphízō Transliteration B: kolaphizō Transliteration C: kolafizo Beta Code: kolafi/zw

English (LSJ)

slap, buffet, τινα Ev.Matt.26.67, Sammelb.6263.23:—Pass., 1 Ep.Cor.4.11.

German (Pape)

[Seite 1472] Einen ohrfeigen, Einem eine Ohrfeige geben, τινά, N.T. u. öfter; bei Sp. übh. = mißhandeln, beschimpfen.

French (Bailly abrégé)

souffleter.
Étymologie: κόλαφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολαφίζω [κόλαφος] mishandelen. NT.

Russian (Dvoretsky)

κολᾰφίζω: бить по щекам (τινά NT).

Greek (Liddell-Scott)

κολᾰφίζω: (κόλαφος) ῥαπίζω, κτυπῶ κατὰ πρόσωπον, τινὰ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 67, κτλ.· πρβλ. ῥαπίζω 2.

English (Strong)

from a derivative of the base of κολάζω; to rap with the fist: buffet.

English (Thayer)

1st aorist ἐκολαφισα; present passive κολαφίζομαι; (κόλαφος a fist, and this from κολάπτω to peck, strike); to strike with the fist, give one a blow with the fist (Terence, colaphum infringo, Quintfl. col. duco) (A. V. to buffet): τινα, to maltreat, treat with violence and contumely, Lob. ad Phryn., p. 175f.

Greek Monolingual

(AM κολαφίζω) κόλαφος
1. χτυπώ δυνατά με την παλάμη ή με τη γροθιά κάποιον στο πρόσωπο, χαστουκίζω ή δίνω γροθιά («ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοὺ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν» — τον έφτυσαν στο πρόσωπο και τον χαστούκισαν κι άλλοι τον χτύπησαν με ραβδιά, ΚΔ)
2. εξευτελίζω, ταπεινώνω.

Greek Monotonic

κολᾰφίζω: μέλ. -σω, ραπίζω, χτυπώ στο πρόσωπο, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

κολᾰφίζω, fut. -σω
to buffet, NTest. [from κόλαφος

Chinese

原文音譯:kolaf⋯zw 可拉非索
詞類次數:動詞(5)
原文字根:懲戒 從
字義溯源:拳打,用拳打,拳頭打,打,攻擊,挨打,責打;源自(κολάζω)=減縮,懲戒);而 (κολάζω)出自(κολοβόω)Y*=阻礙)。參讀 (δέρω)同義字
出現次數:總共(5);太(1);可(1);林前(1);林後(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 責打(1) 彼前2:20;
2) 牠攻擊(1) 林後12:7;
3) 挨打(1) 林前4:11;
4) 用拳打(1) 可14:65;
5) 他們用拳打(1) 太26:67

Mantoulidis Etymological

(=χτυπῶ στό πρόσωπο). Ἀπό τό κόλαφος τοῦ κολάπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ κολαφίζω: κολάφισμα, κολαφισμός, κολαφιστικῶς.