Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κηρύλος: Difference between revisions

From LSJ
(nl)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kirylos
|Transliteration C=kirylos
|Beta Code=khru/los
|Beta Code=khru/los
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ὁ</b>, fabulous sea-bird, sts. identified with <b class="b3">ἀλκυών</b>, or the male of that species (cf. Antig. ap. Hsch.), <span class="bibl">Alcm.26.2</span>, <span class="bibl">Archil.141</span> (cf. <span class="bibl">49</span> D.), <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>593b12</span>, <span class="bibl">Clearch.73</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>5.48</span>: κειρύλος, <span class="bibl">Ar. <span class="title">Av.</span>300</span> (cf. Sch.ad loc., Hsch.), applied to the barber Sporgilos (from <b class="b3">κείρω</b>).
|Definition=[ῠ], ὁ, fabulous sea-bird, sometimes identified with [[ἀλκυών]], or the male of that species (cf. Antig. ap. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]), Alcm.26.2, Archil.141 (cf. 49 D.), [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''593b12, Clearch.73, Ael.''NA''5.48: κειρύλος, Ar. ''Av.''300 (cf. Sch.ad loc., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]), applied to the barber Sporgilos (from [[κείρω]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1434.png Seite 1434]] ὁ (vgl. [[κειρύλος]]), ein Meervogel, nach Antig. Car. 27 das Männchen des Eisvogels, ἁλκυών; Ar. Av. 300; Arist. H. A. 8, 3; vgl. Schol. Ar. Vesp. 99 u. Mosch. 3, 42 u. Leutsch im Philolog. II, 1 p. 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1434.png Seite 1434]] ὁ (vgl. [[κειρύλος]]), ein Meervogel, nach Antig. Car. 27 das Männchen des Eisvogels, ἁλκυών; Ar. Av. 300; Arist. H. A. 8, 3; vgl. Schol. Ar. Vesp. 99 u. Mosch. 3, 42 u. Leutsch im Philolog. II, 1 p. 22.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κηρύλος''': ῡ, ὁ, [[εἶδος]] θαλασσίου πτηνοῦ ἐκ τοῦ εἴδους τῆς ἁλκυόνος, [[ἴσως]] τὸ Alcedo rudis, Ἀλκμὰν 12, Ἀρχίλ. 130, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332Ε. Ὁ [[τύπος]] [[κειρύλος]], μνημονευόμενος ὑπό τινων Γραμματ. ὡς [[Ἀττικός]], ὀφείλεται πιθανῶς εἰς τὸ [[σκῶμμα]] τὸ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 300, [[ἔνθα]] οὕτω καλεῖται ὁ κουρεὺς Σποργίλος (ἐκ τοῦ [[κείρω]]), «ξυραφοποῦλι», [[οὕτως]] εἰπεῖν.
|btext=ου (ὁ) :<br />halcyon mâle <i>oiseau de mer</i>, martin-pêcheur.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>skr.</i> śārá- « bariolé », śārí, nom d'un oiseau.
}}
{{elnl
|elnltext=κηρύλος -ου, ὁ ijsvogel; ook kom. verdraaid tot κειρύλος (ijsvogel). Aristoph. Av. 300.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ου (ὁ) :<br />halcyon mâle <i>oiseau de mer</i>, martin-pêcheur.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>skr.</i> śārá- « bariolé », śārí, nom d’un oiseau.
|elrutext='''κηρύλος:''' (ῠ) ὁ предполож. зимородок-самец Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κηρύλος]] και [[κειρύλος]])<br />μυθικό θαλάσσιο [[πτηνό]] του είδους της αλκυόνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κηρ</i>-<i>ύλος</i> [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -<i>ύλος</i> θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. [[είναι]] [[είτε]] το <i>κηα</i>- (<b>[[πρβλ]].</b>) αρχ. ινδ. <i>ś</i><i>ā</i><i>ra</i>- «[[στικτός]]» και <i>săr</i><i>ī</i>- ([[ονομασία]] πτηνού), [[οπότε]] η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ke</i>-<i>ro</i>-, πιθ. δηλωτική χρώματος, [[είτε]] <i>κηλ</i>- ([[κηρύλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κηλ</i>-<i>ύλος</i> με [[ανομοίωση]]), [[οπότε]] η λ. συνδέεται με το [[κελαινός]] «[[μαύρος]], [[σκοτεινός]]» ή, κατ' επικρατέστερη [[άποψη]], με το [[κήλων]] «[[επιβήτορας]]» (<b>[[πρβλ]].</b> τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[κηρύλος]]<br />[[ἄρσην]] [[ὄρνις]] [[συνουσιαστικός]]). Τέλος, η γρφ. [[κειρύλος]] οφείλεται σε [[λογοπαίγνιο]] του Αριστοφάνη που συνδέει κωμικά τη λ. με το ρ. [[κείρω]].
|mltxt=ο (Α [[κηρύλος]] και [[κειρύλος]])<br />μυθικό θαλάσσιο [[πτηνό]] του είδους της αλκυόνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κηρ</i>-<i>ύλος</i> [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -<i>ύλος</i> θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. [[είναι]] [[είτε]] το <i>κηα</i>- ([[πρβλ]].) αρχ. ινδ. <i>ś</i><i>ā</i><i>ra</i>- «[[στικτός]]» και <i>săr</i><i>ī</i>- ([[ονομασία]] πτηνού), [[οπότε]] η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ke</i>-<i>ro</i>-, πιθ. δηλωτική χρώματος, [[είτε]] <i>κηλ</i>- ([[κηρύλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κηλ</i>-<i>ύλος</i> με [[ανομοίωση]]), [[οπότε]] η λ. συνδέεται με το [[κελαινός]] «[[μαύρος]], [[σκοτεινός]]» ή, κατ' επικρατέστερη [[άποψη]], με το [[κήλων]] «[[επιβήτορας]]» ([[πρβλ]]. τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[κηρύλος]]<br />[[ἄρσην]] [[ὄρνις]] [[συνουσιαστικός]]). Τέλος, η γρφ. [[κειρύλος]] οφείλεται σε [[λογοπαίγνιο]] του Αριστοφάνη που συνδέει κωμικά τη λ. με το ρ. [[κείρω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κηρύλος:''' [ῠ], ὁ, αλκυόνη. Ο [[τύπος]] <i>κείρυλος</i> είναι [[σκώμμα]] του Αριστοφ., με το οποίο αποκαλούνταν ο [[κουρέας]] Σποργίλος (από το [[κείρω]]), «ξυραφοπούλι».
|lsmtext='''κηρύλος:''' [ῠ], ὁ, αλκυόνη. Ο [[τύπος]] <i>κείρυλος</i> είναι [[σκώμμα]] του Αριστοφ., με το οποίο αποκαλούνταν ο [[κουρέας]] Σποργίλος (από το [[κείρω]]), «ξυραφοπούλι».
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κηρύλος:''' () ὁ предполож. зимородок-самец Arst.
|lstext='''κηρύλος''': ῡ, ὁ, [[εἶδος]] θαλασσίου πτηνοῦ ἐκ τοῦ εἴδους τῆς ἁλκυόνος, [[ἴσως]] τὸ Alcedo rudis, Ἀλκμὰν 12, Ἀρχίλ. 130, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332Ε. Ὁ [[τύπος]] [[κειρύλος]], μνημονευόμενος ὑπό τινων Γραμματ. ὡς [[Ἀττικός]], ὀφείλεται πιθανῶς εἰς τὸ [[σκῶμμα]] τὸ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 300, [[ἔνθα]] οὕτω καλεῖται ὁ κουρεὺς Σποργίλος (ἐκ τοῦ [[κείρω]]), «ξυραφοποῦλι», [[οὕτως]] εἰπεῖν.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: name of a bird, which was identified or compared with the kingfisher [[ἀλκυών]] (Alcm., Archil., Ar. Av. 299f. [here written [[κειρύλος]] as nickname referring to [[κείρειν]]], Arist.); see Thompson Birds s. v.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Formation in <b class="b3">-υλος</b> (diminutive?), Chantraine Formation 249ff., Leumann Glotta 32, 217f.); from a basis <b class="b3">κηρ-</b>, or <b class="b3">κηλ-</b> (with dissimilation)? In the first case perhaps with Prellwitz (Wb.2, BB 30, 176) to Skt. <b class="b2">śārá-</b> [[motley]], <b class="b2">śārī-</b> [[name of a bird]]; cf. Frisk Nom. 6 w. n. 4 (IE. <b class="b2">*ḱero-</b>); in the latter case one connected [[κελαινός]] etc (s. v.), WP. 1, 420. One might follow Lagercrantz Sertum philol. C. F. Johansson oblatum (1910) 117ff. and connect <b class="b3">*κηλ-ύλος</b> with [[κήλων]] [[breeding stallion]]; cf. the description of the bird in H.: <b class="b3">κηρύλος ἄρσην ὄρνις συνουσιαστικός</b>. So no etym.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κηρῠ́λος, ,<br />the halcyon. The [[form]] κείρυλος, is a [[joke]] in Ar., the [[barber]] Sporgilos [[being]] called (from κείρὠ, [[rasor]]-[[bird]].
}}
}}
{{elnl
{{FriskDe
|elnltext=κηρύλος -ου, ὁ ijsvogel; ook kom. verdraaid tot κειρύλος (ijsvogel). Aristoph. Av. 300.
|ftr='''κηρύλος''': {kērúlos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': N. eines Vogels, der bisweilen mit dem Eisvogel [[ἀλκυών]] identifiziert oder verglichen wird (Alkm., Archil., Ar. ''Av''. 299f. [hier [[κειρύλος]] geschrieben als Spitzname mit Beziehung auf κείρειν], Arist. u. a.); zur Sache Thompson Birds s. v.<br />'''Etymology''': Bildung auf -υλος, wohl deminutivisch (Chantraine Formation 249ff., Leumann Glotta 32, 217f.); als Grundlage kommt nicht nur κηρ-, sondern auch κηλ- (mit Dissimilation) in Betracht. Im ersten Falle vielleicht mit Prellwitz (Wb.<sup>2</sup>, BB 30, 176) zu aind. ''śārá''- [[bunt]], ''śārī̆''- N. eines Vogels; vgl. Frisk Nom. 6 m. A. 4 (idg. *''ḱero''-); im letzteren ist an [[κελαινός]] u. Verw. (s. d.) angeknüpft worden (WP. 1, 420). Man ist aber dann vielmehr geneigt, mit Lagercrantz Sertum philol. C. F. Johansson oblatum (1910) 117ff. *κηλύλος zu [[κήλων]] [[Zuchthengst]] zu ziehen; vgl. die Beschreibung des Vogels bei H.: [[κηρύλος]]· [[ἄρσην]] [[ὄρνις]] [[συνουσιαστικός]].<br />'''Page''' 1,844-845
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρύλος Medium diacritics: κηρύλος Low diacritics: κηρύλος Capitals: ΚΗΡΥΛΟΣ
Transliteration A: kērýlos Transliteration B: kērylos Transliteration C: kirylos Beta Code: khru/los

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, fabulous sea-bird, sometimes identified with ἀλκυών, or the male of that species (cf. Antig. ap. Hsch.), Alcm.26.2, Archil.141 (cf. 49 D.), Arist.HA593b12, Clearch.73, Ael.NA5.48: κειρύλος, Ar. Av.300 (cf. Sch.ad loc., Hsch.), applied to the barber Sporgilos (from κείρω).

German (Pape)

[Seite 1434] ὁ (vgl. κειρύλος), ein Meervogel, nach Antig. Car. 27 das Männchen des Eisvogels, ἁλκυών; Ar. Av. 300; Arist. H. A. 8, 3; vgl. Schol. Ar. Vesp. 99 u. Mosch. 3, 42 u. Leutsch im Philolog. II, 1 p. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
halcyon mâle oiseau de mer, martin-pêcheur.
Étymologie: DELG cf. skr. śārá- « bariolé », śārí, nom d'un oiseau.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηρύλος -ου, ὁ ijsvogel; ook kom. verdraaid tot κειρύλος (ijsvogel). Aristoph. Av. 300.

Russian (Dvoretsky)

κηρύλος: (ῠ) ὁ предполож. зимородок-самец Arst.

Greek Monolingual

ο (Α κηρύλος και κειρύλος)
μυθικό θαλάσσιο πτηνό του είδους της αλκυόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κηρ-ύλος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -ύλος θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. είναι είτε το κηα- (πρβλ.) αρχ. ινδ. śāra- «στικτός» και sărī- (ονομασία πτηνού), οπότε η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ke-ro-, πιθ. δηλωτική χρώματος, είτε κηλ- (κηρύλος < κηλ-ύλος με ανομοίωση), οπότε η λ. συνδέεται με το κελαινός «μαύρος, σκοτεινός» ή, κατ' επικρατέστερη άποψη, με το κήλων «επιβήτορας» (πρβλ. τη γλώσσα του Ησύχ. κηρύλος
ἄρσην ὄρνις συνουσιαστικός). Τέλος, η γρφ. κειρύλος οφείλεται σε λογοπαίγνιο του Αριστοφάνη που συνδέει κωμικά τη λ. με το ρ. κείρω.

Greek Monotonic

κηρύλος: [ῠ], ὁ, αλκυόνη. Ο τύπος κείρυλος είναι σκώμμα του Αριστοφ., με το οποίο αποκαλούνταν ο κουρέας Σποργίλος (από το κείρω), «ξυραφοπούλι».

Greek (Liddell-Scott)

κηρύλος: ῡ, ὁ, εἶδος θαλασσίου πτηνοῦ ἐκ τοῦ εἴδους τῆς ἁλκυόνος, ἴσως τὸ Alcedo rudis, Ἀλκμὰν 12, Ἀρχίλ. 130, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332Ε. Ὁ τύπος κειρύλος, μνημονευόμενος ὑπό τινων Γραμματ. ὡς Ἀττικός, ὀφείλεται πιθανῶς εἰς τὸ σκῶμμα τὸ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 300, ἔνθα οὕτω καλεῖται ὁ κουρεὺς Σποργίλος (ἐκ τοῦ κείρω), «ξυραφοποῦλι», οὕτως εἰπεῖν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of a bird, which was identified or compared with the kingfisher ἀλκυών (Alcm., Archil., Ar. Av. 299f. [here written κειρύλος as nickname referring to κείρειν], Arist.); see Thompson Birds s. v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation in -υλος (diminutive?), Chantraine Formation 249ff., Leumann Glotta 32, 217f.); from a basis κηρ-, or κηλ- (with dissimilation)? In the first case perhaps with Prellwitz (Wb.2, BB 30, 176) to Skt. śārá- motley, śārī- name of a bird; cf. Frisk Nom. 6 w. n. 4 (IE. *ḱero-); in the latter case one connected κελαινός etc (s. v.), WP. 1, 420. One might follow Lagercrantz Sertum philol. C. F. Johansson oblatum (1910) 117ff. and connect *κηλ-ύλος with κήλων breeding stallion; cf. the description of the bird in H.: κηρύλος ἄρσην ὄρνις συνουσιαστικός. So no etym.

Middle Liddell

κηρῠ́λος, ὁ,
the halcyon. The form κείρυλος, is a joke in Ar., the barber Sporgilos being called (from κείρὠ, rasor-bird.

Frisk Etymology German

κηρύλος: {kērúlos}
Grammar: m.
Meaning: N. eines Vogels, der bisweilen mit dem Eisvogel ἀλκυών identifiziert oder verglichen wird (Alkm., Archil., Ar. Av. 299f. [hier κειρύλος geschrieben als Spitzname mit Beziehung auf κείρειν], Arist. u. a.); zur Sache Thompson Birds s. v.
Etymology: Bildung auf -υλος, wohl deminutivisch (Chantraine Formation 249ff., Leumann Glotta 32, 217f.); als Grundlage kommt nicht nur κηρ-, sondern auch κηλ- (mit Dissimilation) in Betracht. Im ersten Falle vielleicht mit Prellwitz (Wb.2, BB 30, 176) zu aind. śārá- bunt, śārī̆- N. eines Vogels; vgl. Frisk Nom. 6 m. A. 4 (idg. *ḱero-); im letzteren ist an κελαινός u. Verw. (s. d.) angeknüpft worden (WP. 1, 420). Man ist aber dann vielmehr geneigt, mit Lagercrantz Sertum philol. C. F. Johansson oblatum (1910) 117ff. *κηλύλος zu κήλων Zuchthengst zu ziehen; vgl. die Beschreibung des Vogels bei H.: κηρύλος· ἄρσην ὄρνις συνουσιαστικός.
Page 1,844-845