extraño: Difference between revisions
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
(CSV import) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἄγνωστος]], [[ἀεικής]], [[ἀήθης]], [[ἀϊκής]], [[αἰλότριος]], [[ἀλλογενής]], [[ἀλλογνώς]], [[ἀλλόγνωτος]], [[ἀλλοδαπός]], [[ἀλλόθροος]], [[ἀλλόθρους]], [[ἀλλόκοτος]], [[ἀλλοτέρμων]], [[ἀλλότερρος]], [[ἀλλότριος]], [[ἀλλόττριος]], [[ἀλλόφυλος]], [[ἀλλόχρως]], [[ἀνάρσιος]], [[ἀπάτητος]], [[ἀπόμορφος]], [[ἀποξενόω]], [[ἀπρόσφυλος]], [[ἄσκοπος]], [[ἀσυμφυής]], [[ἀσύνηθες]], [[ἀσυνήθης]], [[ἀσύντακτος]], [[ἀτοπία]], [[ἄτοπος]], [[δεινός]], [[εἰσαγώγιμος]], [[ἐκστρανήιος]], [[ἐκτόπιος]], [[ἔκτοπος]], [[ἐκτράπελος]], [[ἔκφυλος]], [[ἔξαλλος]], [[ἔξεδρος]], [[ἐξηλλαγμένος]], [[ἑτεροῖος]], [[θαυμάσιος]], [[θαυμαστός]], [[θαυματός]], [[θωμάσιος]], [[θωϋμάσιος]], [[καινός]], [[κατόχιμος]], [[νέος]], [[ξεῖνος]], [[ξενικός]], [[ξέννος]], [[ξένος]], [[ὀθνεῖος]], [[παράδοξος]], [[παράλογος]], [[παράξενος]], [[παράτροπος]], [[περισσός]], [[περιττός]], [[τηλεδαπός]] | ||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 10 January 2024
Spanish > Greek
ἄγνωστος, ἀεικής, ἀήθης, ἀϊκής, αἰλότριος, ἀλλογενής, ἀλλογνώς, ἀλλόγνωτος, ἀλλοδαπός, ἀλλόθροος, ἀλλόθρους, ἀλλόκοτος, ἀλλοτέρμων, ἀλλότερρος, ἀλλότριος, ἀλλόττριος, ἀλλόφυλος, ἀλλόχρως, ἀνάρσιος, ἀπάτητος, ἀπόμορφος, ἀποξενόω, ἀπρόσφυλος, ἄσκοπος, ἀσυμφυής, ἀσύνηθες, ἀσυνήθης, ἀσύντακτος, ἀτοπία, ἄτοπος, δεινός, εἰσαγώγιμος, ἐκστρανήιος, ἐκτόπιος, ἔκτοπος, ἐκτράπελος, ἔκφυλος, ἔξαλλος, ἔξεδρος, ἐξηλλαγμένος, ἑτεροῖος, θαυμάσιος, θαυμαστός, θαυματός, θωμάσιος, θωϋμάσιος, καινός, κατόχιμος, νέος, ξεῖνος, ξενικός, ξέννος, ξένος, ὀθνεῖος, παράδοξος, παράλογος, παράξενος, παράτροπος, περισσός, περιττός, τηλεδαπός