παροίτερος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έρη, -ον, Α<br />(συγκρ. επίθ. του [[πάροιθε]])<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] από κάποιον, ο [[εμπρόσθιος]], ο προηγούμενος («ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν.) ενώπιον, [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> (για χρόνο) ο [[πρότερος]], ο [[προγενέστερος]], ο αρχαιότερος («εἰ [[χρόνος]] ἐστὶν ἐμοῑο [[παροίτερος]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. στον πληθ.) <i>παροίτερα</i><br />από παλαιά, [[ανέκαθεν]]<br /><b>5.</b> (το υπερθ.) [[παροίτατος]], -<i>άτη</i>, -<i>ον</i><br />ο [[πρώτος]] [[πρώτος]], ο προηγούμενος από [[κάθε]] άλλον («ἔβαιν' ἐπὶ νῆα [[παροίτατος]]», Απολλ. Ρόδ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[παροιτέρω]] Α<br />πιο [[πέρα]], [[περαιτέρω]] («[[παροιτέρω]] τῶνδε» — πιο [[πέρα]] από αυτά, Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρη τοπική [[πτώση]] <i>πάροι</i> του επιρρ. [[πάρος]] «[[προηγουμένως]], πρωτύτερα» ([[πρβλ]]. [[πάροιθε]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. συγκριτ. βαθμού -<i>τερος</i>].
|mltxt=-έρη, -ον, Α<br />(συγκρ. επίθ. του [[πάροιθε]])<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] από κάποιον, ο [[εμπρόσθιος]], ο προηγούμενος («ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν.) ενώπιον, [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> (για χρόνο) ο [[πρότερος]], ο [[προγενέστερος]], ο αρχαιότερος («εἰ [[χρόνος]] ἐστὶν ἐμοῖο [[παροίτερος]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. στον πληθ.) <i>παροίτερα</i><br />από παλαιά, [[ανέκαθεν]]<br /><b>5.</b> (το υπερθ.) [[παροίτατος]], -<i>άτη</i>, -<i>ον</i><br />ο [[πρώτος]] [[πρώτος]], ο προηγούμενος από [[κάθε]] άλλον («ἔβαιν' ἐπὶ νῆα [[παροίτατος]]», Απολλ. Ρόδ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[παροιτέρω]] Α<br />πιο [[πέρα]], [[περαιτέρω]] («[[παροιτέρω]] τῶνδε» — πιο [[πέρα]] από αυτά, Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρη τοπική [[πτώση]] <i>πάροι</i> του επιρρ. [[πάρος]] «[[προηγουμένως]], πρωτύτερα» ([[πρβλ]]. [[πάροιθε]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. συγκριτ. βαθμού -<i>τερος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:38, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰροίτερος Medium diacritics: παροίτερος Low diacritics: παροίτερος Capitals: ΠΑΡΟΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: paroíteros Transliteration B: paroiteros Transliteration C: paroiteros Beta Code: paroi/teros

English (LSJ)

η,ον, Comp.Adj.,(πάροιθε)
A beforeorin front, Il. 23.459, 480: c. gen., in front of, A.R.4.982. Adv. παροιτέρω beyond, further than, Id.3.686.
2 of time, former: neut. pl. παροίτεραof old, Euph. 34.
IISup.πᾰροίτατος, η, ον, first, foremost, A.R.1.910,2.29.

German (Pape)

[Seite 525] compar. zu πάροιθε, πάρος, der vordere, Il. 23, 459. 480 u. sp. D.; ἔστι δέ τις πορθμοῖο παροιτέρη 'Ιονίοιο νῆσος, Ap. Rh. 4, 982; auch der ehere, frühere, sp. D. – Adv. παροιτέρω, φθογγὴ δ' οὐ προὔβαινε π. Ap. Rh. 3, 686, wo Brunck περαιτέρω vermuthet, was 2, 425 richtige Lesart ist.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui est plus en avant.
Étymologie: πάρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροίτερος -α -ον [πάρος] eerder.

Russian (Dvoretsky)

πᾰροίτερος: эп. compar. к παροιθε(ν) I и πάρος I.

Greek (Liddell-Scott)

παροίτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ πάροιθι, ὁ εὑρισκόμενος ἔμπροσθέν τινος, παροίτεροι, «μᾶλλον ἔμπροσθεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 459, 480· μετὰ γενικ., παροιτέρη Ἰονίοιο, ἔμπροσθεν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 982. - Ἐπίρρ. παροιτέρω, πέραν, περαιτέρω ἢ, μετὰ γεν, ὁ αὐτ. 2. 686. 2) ἐπὶ χρόνου, πρότερος, ἀρχαιότερος, Γρηγ. Ναζ. 982. ΙΙ. ὑπερθ. πᾰροίτατος, η, ον, πρῶτος, ὁ πρότερος παντὸς ἄλλου, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 910., Β. 29.

English (Autenrieth)

one in front, pl., Il. 23.459, 480.

Greek Monolingual

-έρη, -ον, Α
(συγκρ. επίθ. του πάροιθε)
1. αυτός που βρίσκεται μπροστά από κάποιον, ο εμπρόσθιος, ο προηγούμενος («ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι», Ομ. Ιλ.)
2. (με γεν.) ενώπιον, μπροστά σε κάποιον
3. (για χρόνο) ο πρότερος, ο προγενέστερος, ο αρχαιότερος («εἰ χρόνος ἐστὶν ἐμοῖο παροίτερος», Γρηγ. Ναζ.)
4. (το ουδ. στον πληθ.) παροίτερα
από παλαιά, ανέκαθεν
5. (το υπερθ.) παροίτατος, -άτη, -ον
ο πρώτος πρώτος, ο προηγούμενος από κάθε άλλον («ἔβαιν' ἐπὶ νῆα παροίτατος», Απολλ. Ρόδ.).
επίρρ...
παροιτέρω Α
πιο πέρα, περαιτέρωπαροιτέρω τῶνδε» — πιο πέρα από αυτά, Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρη τοπική πτώση πάροι του επιρρ. πάρος «προηγουμένως, πρωτύτερα» (πρβλ. πάροιθε) + κατάλ. συγκριτ. βαθμού -τερος].

Greek Monotonic

πᾰροίτερος: -α, -ον, συγκρ. από το πάροιθε, αυτός που βρίσκεται πιο πριν ή πιο μπροστά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

πᾰροίτερος, η, ον [Comp. of πάροιθε
the one before or in front, Il.