ψυχαγωγικός: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
(47c)
m (Text replacement - "ἱδανός" to "ἰδανός")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psychagogikos
|Transliteration C=psychagogikos
|Beta Code=yuxagwgiko/s
|Beta Code=yuxagwgiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">attractive, persuasive</b>, ἔστι δὲ . . -κώτατον ἡ τραγῳδία <span class="bibl">Pl.<span class="title">Min.</span>321a</span>; ψυχαγωγικὸν ἡ ὄψις, ἀτεχνότατον δέ <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1450b17</span>.</span>
|Definition=ψυχαγωγική, ψυχαγωγικόν, [[attractive]], [[persuasive]], [[seductive]], ἔστι δὲ.. ψυχαγωκώτατον ἡ τραγῳδία Pl.''Min.''321a; ψυχαγωγικὸν ἡ ὄψις, ἀτεχνότατον δέ Arist.''Po.''1450b17.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1402.png Seite 1402]] ή, όν, zum [[ψυχαγωγός]] gehörig, ihm eigen, bes. die Seele an sich ziehend, ergötzend; im superl. Plat. Min. 321 a; Arist. poet. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1402.png Seite 1402]] ή, όν, zum [[ψυχαγωγός]] gehörig, ihm eigen, bes. die Seele an sich ziehend, [[ergötzend]]; im superl. Plat. Min. 321 a; Arist. poet. 6.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[attrayant]], [[séduisant]].<br />'''Étymologie:''' [[ψυχαγωγός]].
}}
{{elnl
|elnltext=ψυχαγωγικός -ή -όν [ψυχαγωγία] [[meeslepend]].
}}
{{elru
|elrutext='''ψῡχᾰγωγικός:''' [[увлекательный]], [[пленяющий]] ([[τραγῳδία]] Plat.; [[ὄψις]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῡχᾰγωγικός''': -ή, -όν, [[θελκτικός]], [[πειστικός]], ἔστι δὲ ... ψυχαγωγικότατον ἡ τραγωδία Πλάτ. [[Μίνως]] 321Α· ψυχαγωγικὸν ἡ [[ὄψις]], ἀτεχνότατον δὲ Ἀριστ. Ποιητ. 6. 28·
|lstext='''ψῡχᾰγωγικός''': -ή, -όν, [[θελκτικός]], [[πειστικός]], ἔστι δὲ ... ψυχαγωγικότατον ἡ τραγωδία Πλάτ. [[Μίνως]] 321Α· ψυχαγωγικὸν ἡ [[ὄψις]], ἀτεχνότατον δὲ Ἀριστ. Ποιητ. 6. 28·
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />attrayant, séduisant.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχαγωγός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ψυχαγωγικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ψυχαγωγός]] / [[ψυχαγωγία]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συμβάλλει στην [[ψυχαγωγία]], ο [[ευάρεστος]] στην [[ψυχή]] και στο [[πνεύμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θελκτικός]], [[πειστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψυχαγωγικώς</i> / <i>ψυχαγωγικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>ψυχαγωγικά</i> Ν<br />με τρόπο ευάρεστο στην [[ψυχή]] και στο [[πνεύμα]] ή με σκοπό την [[ψυχαγωγία]]<br /><b>αρχ.</b><br />πειστικά.
|mltxt=-ή, -ό / [[ψυχαγωγικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ψυχαγωγός]] / [[ψυχαγωγία]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συμβάλλει στην [[ψυχαγωγία]], ο [[ευάρεστος]] στην [[ψυχή]] και στο [[πνεύμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θελκτικός]], [[πειστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψυχαγωγικώς</i> / <i>ψυχαγωγικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>ψυχαγωγικά</i> Ν<br />με τρόπο ευάρεστο στην [[ψυχή]] και στο [[πνεύμα]] ή με σκοπό την [[ψυχαγωγία]]<br /><b>αρχ.</b><br />πειστικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψῡχᾰγωγικός:''' -ή, -όν, [[ελκυστικός]], [[πειστικός]], [[θελκτικός]], σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψῡχᾰγωγικός, ή, όν<br />[[attractive]], [[persuasive]], Plat.
}}
{{trml
|trtx====[[persuasive]]===
Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: [[persuasif]], [[convaincant]]; Galician: persuasivo, persuasor; German: [[überzeugend]], [[Überredungs-]]; Greek: [[πειστικός]]; Ancient Greek: [[ἄμαχος]], [[ἀναπειστήριος]], [[ἀξιοτέκμαρτος]], [[ἀποδεικτικός]], [[ἀσφαλής]], [[δυσωπητικός]], [[εὐπειθής]], [[εὐπιθής]], [[κωτίλος]], [[παραρρητός]], [[πειθός]], [[πειστήριος]], [[πειστικός]], [[περαντικός]], [[πιθανός]], [[πιστευτικός]], [[πιστικός]], [[προσαγωγός]], [[προτρεπτικός]], [[συνακτικός]], [[συνερκτικός]], [[ὑπαγωγικός]], [[ψυχαγωγικός]]; Latin: [[suasorius]]; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: [[persuasivo]], [[persuasível]], [[convincente]], [[persuasório]]; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: [[убедительный]]; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: [[persuasivo]], [[convincente]], [[persuasor]], [[persuasorio]]; Swedish: övertygande
===[[attractive]]===
Arabic: جَذَّاب‎; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: [[aantrekkelijk]], [[attractief]]; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: [[attrayant]], [[attractif]], [[sympathique]]; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: [[attraktiv]]; Greek: [[ελκυστικός]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], [[τραβηχτικός]]; Ancient Greek: [[ἀγωγός]], [[ἀρπαλέος]], [[ἁρπαλέος]], [[δημοτερπής]], [[εἰδάλιμος]], [[ἑλκτικός]], [[ἑλκυστικός]], [[ἐνδίολκος]], [[ἐπαγωγικός]], [[ἐπαγωγός]], [[ἐπακτικός]], [[ἐπαφρόδιτος]], [[ἐπισπαστικός]], [[εὐειδής]], [[εὐήδονος]], [[εὐήρατος]], [[εὔμορφος]], [[εὔοπτος]], [[εὐπρεπής]], [[εὐφραντικός]], [[ἐφελκτικός]], [[ἐφελκυστικός]], [[ἐφολκός]], [[ἰδανός]], [[καταγωγός]], [[κωτίλος]], [[προσαγωγός]], [[ὑπαγωγικός]], [[ψυχαγωγικός]]; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: [[attraente]], [[procace]], [[stuzzicante]], [[allettante]]; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: [[atraente]]; Romanian: atractiv; Russian: [[привлекательный]], [[симпатичный]]; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: [[atractivo]]; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний
}}
}}

Latest revision as of 08:32, 9 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχᾰγωγικός Medium diacritics: ψυχαγωγικός Low diacritics: ψυχαγωγικός Capitals: ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΟΣ
Transliteration A: psychagōgikós Transliteration B: psychagōgikos Transliteration C: psychagogikos Beta Code: yuxagwgiko/s

English (LSJ)

ψυχαγωγική, ψυχαγωγικόν, attractive, persuasive, seductive, ἔστι δὲ.. ψυχαγωκώτατον ἡ τραγῳδία Pl.Min.321a; ψυχαγωγικὸν ἡ ὄψις, ἀτεχνότατον δέ Arist.Po.1450b17.

German (Pape)

[Seite 1402] ή, όν, zum ψυχαγωγός gehörig, ihm eigen, bes. die Seele an sich ziehend, ergötzend; im superl. Plat. Min. 321 a; Arist. poet. 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
attrayant, séduisant.
Étymologie: ψυχαγωγός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυχαγωγικός -ή -όν [ψυχαγωγία] meeslepend.

Russian (Dvoretsky)

ψῡχᾰγωγικός: увлекательный, пленяющий (τραγῳδία Plat.; ὄψις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχᾰγωγικός: -ή, -όν, θελκτικός, πειστικός, ἔστι δὲ ... ψυχαγωγικότατον ἡ τραγωδία Πλάτ. Μίνως 321Α· ψυχαγωγικὸν ἡ ὄψις, ἀτεχνότατον δὲ Ἀριστ. Ποιητ. 6. 28·

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψυχαγωγικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ψυχαγωγός / ψυχαγωγία
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συμβάλλει στην ψυχαγωγία, ο ευάρεστος στην ψυχή και στο πνεύμα
αρχ.
θελκτικός, πειστικός.
επίρρ...
ψυχαγωγικώς / ψυχαγωγικῶς, ΝΜΑ, και ψυχαγωγικά Ν
με τρόπο ευάρεστο στην ψυχή και στο πνεύμα ή με σκοπό την ψυχαγωγία
αρχ.
πειστικά.

Greek Monotonic

ψῡχᾰγωγικός: -ή, -όν, ελκυστικός, πειστικός, θελκτικός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ψῡχᾰγωγικός, ή, όν
attractive, persuasive, Plat.

Translations

persuasive

Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: persuasif, convaincant; Galician: persuasivo, persuasor; German: überzeugend, Überredungs-; Greek: πειστικός; Ancient Greek: ἄμαχος, ἀναπειστήριος, ἀξιοτέκμαρτος, ἀποδεικτικός, ἀσφαλής, δυσωπητικός, εὐπειθής, εὐπιθής, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, περαντικός, πιθανός, πιστευτικός, πιστικός, προσαγωγός, προτρεπτικός, συνακτικός, συνερκτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Latin: suasorius; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: persuasivo, persuasível, convincente, persuasório; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: убедительный; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: persuasivo, convincente, persuasor, persuasorio; Swedish: övertygande

attractive

Arabic: جَذَّاب‎; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: aantrekkelijk, attractief; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: attrayant, attractif, sympathique; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: attraktiv; Greek: ελκυστικός, γοητευτικός, θελκτικός, τραβηχτικός; Ancient Greek: ἀγωγός, ἀρπαλέος, ἁρπαλέος, δημοτερπής, εἰδάλιμος, ἑλκτικός, ἑλκυστικός, ἐνδίολκος, ἐπαγωγικός, ἐπαγωγός, ἐπακτικός, ἐπαφρόδιτος, ἐπισπαστικός, εὐειδής, εὐήδονος, εὐήρατος, εὔμορφος, εὔοπτος, εὐπρεπής, εὐφραντικός, ἐφελκτικός, ἐφελκυστικός, ἐφολκός, ἰδανός, καταγωγός, κωτίλος, προσαγωγός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: attraente, procace, stuzzicante, allettante; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: atraente; Romanian: atractiv; Russian: привлекательный, симпатичный; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: atractivo; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний