παρηγορέω: Difference between revisions
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parigoreo | |Transliteration C=parigoreo | ||
|Beta Code=parhgore/w | |Beta Code=parhgore/w | ||
|Definition=impf.<br><span class="bld">A</span> παρηγόρουν [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''646; Ep. [[παρηγορέεσκε]] A. R. 4.1740, Musae.39: fut. -ήσω Plu.''Ant.''83: aor. -ησα E.''Hec.''288, Pl. ''Ax.''364c:—Med., impf., [[Herodotus|Hdt.]](v. infr.): aor. -ησάμην Luc.''Am.''52:—Pass., pres., Ath.15.687d: fut. -ήσομαι Hp.''Hum.''1, Aret.''CD''2.3: aor. -ήθην Plu.''Caes.'' 28, etc.: ([[παρήγορος]]):—[[address]], [[exhort]], τινα [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''646, [[Herodotus|Hdt.]]9.54, etc.; ὀχλεῖς μάτην με κῦμ' ὅπως παρηγορῶν [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''1001, cf. ''Eu.''507 (lyr.); <b class="b3">π. ὡς</b>… [[advise]], [[give counsel]] that.., E.''Hec.''288: c. acc. pers. et inf., S.''Fr.''176:—Med., τὸν Γόργον παρηγορέετο ἀπίστασθαι [[Herodotus|Hdt.]]5.104, cf. 7.13; <b class="b3">π. τινὰ μὴ κινδυνεύειν</b> [[varia lectio|v.l.]] in Id.9.55, cf. 54, Pi. ''O.''9.77.<br><span class="bld">II</span> [[console]], [[comfort]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''530, E.''Ph.'' 1449; <b class="b3">τὰ παρηγοροῦντα</b> [[consolations]], [[emollients]], D.60.35; [[appease]], <b class="b3">Ἔρωτα θυηλαῖς</b> Musae.l.c.<br><span class="bld">2</span> c.acc. rei, [[assuage]], [[soothe]], τὰ κακὰ δι' ἑτέρων κακῶν Philem.234, Men.549.5; <b class="b3">τὴν λύπην, τὰ πάθη</b>, D.H.1.77, Plu.2.156c; τὴν χωλότητα Id.''Publ.''16; <b class="b3">τὸν βίον τρυφῇ π.</b> ''IG''9(1).883.3 (Corc.); of medicines, [[allay]] irritation, π. τὸν πνεύμονα Hp.''Acut.''58, cf. Aret. [[l.c.]]: —Pass., ''Epigr.Gr.''1096.6 (Stratonicea), Ath.l.c.—In correct Att. Prose [[παραμυθέομαι]] prevails. | |Definition=impf.<br><span class="bld">A</span> παρηγόρουν [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''646; Ep. [[παρηγορέεσκε]] A. R. 4.1740, Musae.39: fut. -ήσω Plu.''Ant.''83: aor. -ησα E.''Hec.''288, Pl. ''Ax.''364c:—Med., impf., [[Herodotus|Hdt.]](v. infr.): aor. -ησάμην Luc.''Am.''52:—Pass., pres., Ath.15.687d: fut. -ήσομαι Hp.''Hum.''1, Aret.''CD''2.3: aor. -ήθην Plu.''Caes.'' 28, etc.: ([[παρήγορος]]):—[[address]], [[exhort]], τινα [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''646, [[Herodotus|Hdt.]]9.54, etc.; ὀχλεῖς μάτην με κῦμ' ὅπως παρηγορῶν [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''1001, cf. ''Eu.''507 (lyr.); <b class="b3">π. ὡς</b>… [[advise]], [[give counsel]] that.., E.''Hec.''288: c. acc. pers. et inf., [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''176:—Med., τὸν Γόργον παρηγορέετο ἀπίστασθαι [[Herodotus|Hdt.]]5.104, cf. 7.13; <b class="b3">π. τινὰ μὴ κινδυνεύειν</b> [[varia lectio|v.l.]] in Id.9.55, cf. 54, Pi. ''O.''9.77.<br><span class="bld">II</span> [[console]], [[comfort]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''530, E.''Ph.'' 1449; <b class="b3">τὰ παρηγοροῦντα</b> [[consolations]], [[emollients]], D.60.35; [[appease]], <b class="b3">Ἔρωτα θυηλαῖς</b> Musae.l.c.<br><span class="bld">2</span> c.acc. rei, [[assuage]], [[soothe]], τὰ κακὰ δι' ἑτέρων κακῶν Philem.234, Men.549.5; <b class="b3">τὴν λύπην, τὰ πάθη</b>, D.H.1.77, Plu.2.156c; τὴν χωλότητα Id.''Publ.''16; <b class="b3">τὸν βίον τρυφῇ π.</b> ''IG''9(1).883.3 (Corc.); of medicines, [[allay]] irritation, π. τὸν πνεύμονα Hp.''Acut.''58, cf. Aret. [[l.c.]]: —Pass., ''Epigr.Gr.''1096.6 (Stratonicea), Ath.l.c.—In correct Att. Prose [[παραμυθέομαι]] prevails. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:46, 23 March 2024
English (LSJ)
impf.
A παρηγόρουν A.Pr.646; Ep. παρηγορέεσκε A. R. 4.1740, Musae.39: fut. -ήσω Plu.Ant.83: aor. -ησα E.Hec.288, Pl. Ax.364c:—Med., impf., Hdt.(v. infr.): aor. -ησάμην Luc.Am.52:—Pass., pres., Ath.15.687d: fut. -ήσομαι Hp.Hum.1, Aret.CD2.3: aor. -ήθην Plu.Caes. 28, etc.: (παρήγορος):—address, exhort, τινα A.Pr.646, Hdt.9.54, etc.; ὀχλεῖς μάτην με κῦμ' ὅπως παρηγορῶν A.Pr.1001, cf. Eu.507 (lyr.); π. ὡς… advise, give counsel that.., E.Hec.288: c. acc. pers. et inf., S.Fr.176:—Med., τὸν Γόργον παρηγορέετο ἀπίστασθαι Hdt.5.104, cf. 7.13; π. τινὰ μὴ κινδυνεύειν v.l. in Id.9.55, cf. 54, Pi. O.9.77.
II console, comfort, A.Pers.530, E.Ph. 1449; τὰ παρηγοροῦντα consolations, emollients, D.60.35; appease, Ἔρωτα θυηλαῖς Musae.l.c.
2 c.acc. rei, assuage, soothe, τὰ κακὰ δι' ἑτέρων κακῶν Philem.234, Men.549.5; τὴν λύπην, τὰ πάθη, D.H.1.77, Plu.2.156c; τὴν χωλότητα Id.Publ.16; τὸν βίον τρυφῇ π. IG9(1).883.3 (Corc.); of medicines, allay irritation, π. τὸν πνεύμονα Hp.Acut.58, cf. Aret. l.c.: —Pass., Epigr.Gr.1096.6 (Stratonicea), Ath.l.c.—In correct Att. Prose παραμυθέομαι prevails.
German (Pape)
[Seite 520] zureden, ermuntern, ermahnen; παρηγόρουν λείοισι μύθοις, Aesch. Prom. 649; Soph. frg. 186; Eur. Hec. 788, wo es der Schol. παραινέω erkl.; Her. 9, 54; τινὰ μὴ κινδυνεύειν, 55; häufiger im med., 5, 104. 7, 13; παραγορεῖτο μήποτε σφετέρας – ταξιοῦσθαι, Pind. Ol. 9, 77; – trösten, τινά, Aesch. Eum. 483; auch τινί, Ap. Rh. 2, 622; παρηγοροῦντα τὴν λύπην, D. Hal. 1, 77; vgl. Plut. Popl. 16; – besänftigen, beschwichtigen, πόλιν θυμουμένην παρηγορεῖτον, Eur. Phoen. 1458; στὰς δέ σφε παρηγορέεσκε λιτῇσι, Ap. Rh. 4, 1410; καὶ πραΰνειν, Plut. Pomp. 13; auch physisch heilen, Hippocr.; παρηγορῆσαι τὰς ὀδύνας, τοὺς νοσοῦντας, Ath. II, 41 b 51 c; auch θυμὸν καύματος, Opp. Cyn. 2, 429.
French (Bailly abrégé)
παρηγορῶ :
f. παρηγορήσω, ao. παρηγόρησα, pf. inus.
adresser la parole à, d'où
1 encourager, exhorter : τινα, qqn ; τινα μή avec l'inf. HDT qqn à ne pas, etc.
2 consoler : τινα, qqn;
3 calmer, apaiser, acc.;
Moy. παρηγορέομαι, παρηγοροῦμαι encourager, exhorter.
Étymologie: παρήγορος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρηγορέω [παρήγορος] Dor. imperf. med. 3 sing. παρᾱγορεῖτο aansporen, aanraden:; παρηγόρεον τὸν Ἀμομφάρετον... μὴ κινδυνεύειν zij adviseerden Amompharetus geen risico te nemen Hdt. 9.55.1; παραγόρησον ὡς ἀποκτείνειν φθόνος γυναῖκας overtuig (hen), dat het haat opwekt vrouwen te doden Eur. Hec. 288; ook med.: τὸν Γόργον παρηγορέετο ἀπίστασθαι hij adviseerde Gorgus te rebelleren Hdt. 5.104.2. tot bedaren brengen, kalmeren:. παρηγορήσειεν ἄν τι τὸν πνεύμονα het kan de longen wel enige verlichting brengen Hp. Acut. 58; πόλιν θυμουμένην παρηγορείτον jullie beiden moeten de woede van de stad tot bedaren brengen Eur. Phoen. 1449; νομιμωτέρᾳ μοναρχίᾳ παρηγορηθείς gepaaid met een legitiemere vorm van monarchie Plut. Caes. 28.7; τὴν... χωλότητα... παρηγοροῦντες om (hem) te troosten met zijn kreupelheid Plut. Publ. 16.9.
Russian (Dvoretsky)
παρηγορέω:
1 тж. med. уговаривать, увещевать (λείοισι μύθοις Aesch.; π. τινὰ μὴ κινδυνεύειν τινά Her.);
2 утешать (τινα Eur.): τὰ παρηγοροῦντα Dem. утешения;
3 успокаивать, унимать (πόλιν θυμουμένην Eur.; τὰ πάθη Plut.).
Greek Monotonic
παρηγορέω: παρατ. παρηγόρουν, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ -ήσα — Παθ., αόρ. αʹ -ήθην· (παρήγορος)·
I. απευθύνω λόγο, προτρέπω, ενθαρρύνω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· με απαρ., συμβουλεύω, παραινώ, σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.
II. παρηγορώ, καθησυχάζω, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
παρηγορέω: Τραγικ.· παρατ. παρηγόρουν Αἰσχύλ. Πρ. 646, Ἰων. παρηγορέεσκε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1740· μέλλ. -ήσω Πλούτ.· ἀόρ. παρηγόρησα Εὐρ. Ἑκάβ. 288, Πλάτ. Ἄξ. 364C. ― Μέσ., παρατ. Ἡρόδ. ἔνθα κατωτ.· ἀόρ. παρηγορησάμην Λουκ. Ἔρωτ. 52· ― Παθ., ἐνεστ., Ἀθήν. 687D· μέλλ. (ἐν τῷ μέσ. τύπῳ) -ήσομαι Ἱππ. 47. 17, Ἀρεταῖ.· ἀόρ παρηγορήθην Πλουτ. Καῖσ. 28, κτλ.· (παρήγορος). Προσπαθῶ διὰ λόγων νὰ πείσω τινά, παραινῶ, συμβουλεύω, παρηγόρεον Ἀμομφάρετον Ἡρόδ. 9. 54· παρηγόρουν λείοισι μύθοις Αἰσχύλ. Πρ. 646, κλ.· ὀχλεῖς μάτην με κῦμ’ ὅπως παρηγορῶν αὐτόθι 1001, πρβλ. Εὐμ. 507· ἐλθὼν δ’ εἰς Ἀχαϊκὸν στρατὸν παρηγόρησον, ὡς ἀποκτείνειν φθόνος γυναῖκας, παραίνεσον, πεῖθε αὐτούς, κλ., Εὐρ. Ἑκ. 288· ― μετ’ αἰτ. προσ. κ. ἀπαρ., Σοφ. Ἀποσπ. 186· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τὸν Γόργον παρηγορέεταο ἀπίστασθαι Ἡρόδ. 5. 104, πρβλ. 7. 13· π. τινα μὴ κινδυνεύειν ὁ αὐτ. 9. 55 (καὶ οὕτως ὁ Bekk. ἀντὶ παρηγόρεον ἐν 9. 54), πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 117. ΙΙ. παραμυθοῦμαι, παρηγορῶ, καταπραΰνω, καθησυχάζω, Αἰσχύλου Πέρσ. 530· π. τινα ὡς..., καθησυχάζω [λέγων] ὅτι..., Εὐρ. Φοίν. 1449· τὰ παρηγοροῦντα, παρηγορίαι, καθησυχαστικὰ μέσα, Δημ. 1400. 8. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., καθησυχάζω, κατευνάζω, τὰ κακὰ δι’ ἑτέρων κακῶν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 52c, πρβλ. 79· τὴν λύπην, τὰ πάθη Διον. Ἁλ. 1. 77, Πλούτ. 2. 156C· τὴν χωλότητα Πλουτ. Ποπλ. 16· τὸν βίον τρυφῇ π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 261. 19· ― μεταφορ., ἐπὶ φαρμάκων προλαμβανόντων τὸν ἐρεθισμόν, π. τὸν πλεύμονα Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393. ― Παθ., Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1096. 6. ― Ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ ἐπικρατεῖ τὸ ῥῆμα παραμυθέομαι.
Middle Liddell
imperf. παρηγόρουν fut. -ήσω aor1 -ησα Pass., aor1 -ήθην παρήγορος
I. to address, exhort, Hdt., Aesch., etc.; c. inf. to advise, Eur.; so in Mid., Hdt.
II. to console, appease, Aesch.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=συμβουλεύω, παρηγορῶ, καθησυχάζω). Παρασύνθετο ἀπό τό παρήγορος → παρά + ἀγορεύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ παρηγορῶ: παρηγόρημα, παρηγόρησις, παρηγορητέον, παρηγορητικός, παρηγοριά, παρηγορικός, ἀπαρηγόρητος.