πενταετής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pentaetis
|Transliteration C=pentaetis
|Beta Code=pentaeth/s
|Beta Code=pentaeth/s
|Definition=ές, Att. [[πενταέτης]], ες (v. [[διέτης]]), = [[πενταέτηρος]] ([[five years old]]) I, <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἀπὸ πενταέτεος ἀρξάμενοι <span class="bibl">Hdt.1.136</span>; πενταετεῖ… ἤθει ψυχῆς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>793e</span>:—fem. [[πενταετίς]], Plu.2.844a. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[lasting five years]], σπονδαί <span class="bibl">Th.1.112</span> codd.; χρόνος <span class="title">IG</span>12(5).860.29 (Tenos): neut. as adverb, [[πεντάετες]] [[for five years]], <span class="bibl">Od.3.115</span>.</span>
|Definition=πενταετές, Att. [[πενταέτης]], ες (v. [[διέτης]]), = [[πενταέτηρος]] ([[five years old]]) I,<br><span class="bld">A</span> ἀπὸ πενταέτεος ἀρξάμενοι [[Herodotus|Hdt.]]1.136; πενταετεῖ… ἤθει ψυχῆς [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''793e:—fem. [[πενταετίς]], Plu.2.844a.<br><span class="bld">II</span> [[lasting five years]], σπονδαί Th.1.112 codd.; χρόνος ''IG''12(5).860.29 (Tenos): neut. as adverb, [[πεντάετες]] [[for five years]], Od.3.115.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[de cinq ans]], [[âgé de cinq ans]];<br /><b>2</b> qui dure cinq ans;<br /><i>adv.</i> • πεντάετες, pendant cinq ans.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[ἔτος]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[de cinq ans]], [[âgé de cinq ans]];<br /><b>2</b> [[qui dure cinq ans]];<br /><i>adv.</i> • πεντάετες, pendant cinq ans.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[ἔτος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Latest revision as of 13:21, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντᾰετής Medium diacritics: πενταετής Low diacritics: πενταετής Capitals: ΠΕΝΤΑΕΤΗΣ
Transliteration A: pentaetḗs Transliteration B: pentaetēs Transliteration C: pentaetis Beta Code: pentaeth/s

English (LSJ)

πενταετές, Att. πενταέτης, ες (v. διέτης), = πενταέτηρος (five years old) I,
A ἀπὸ πενταέτεος ἀρξάμενοι Hdt.1.136; πενταετεῖ… ἤθει ψυχῆς Pl.Lg.793e:—fem. πενταετίς, Plu.2.844a.
II lasting five years, σπονδαί Th.1.112 codd.; χρόνος IG12(5).860.29 (Tenos): neut. as adverb, πεντάετες for five years, Od.3.115.

German (Pape)

[Seite 556] ές, fünfjährig; Her. 1, 136; Thuc. 1, 112; Plat. Legg. VII, 793 e; Folgde, wie Plut.; – πεντάετες, adv., fünf Jahre lang, Od. 3, 115.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 de cinq ans, âgé de cinq ans;
2 qui dure cinq ans;
adv. • πεντάετες, pendant cinq ans.
Étymologie: πέντε, ἔτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενταετής -ές, Att. πενταέτης [πεντα-, ἔτος] vijf jaar durend; n. adv. πεντάετες vijf jaar lang.

English (Autenrieth)

(ϝέτος): only neut. as adv., πενταετές, five years long, Od. 3.115†.

Greek Monolingual

-ές ΝΜΑ, και αττ. τ. πενταετής και πεντέτης και πενθέτης, -ες, θηλ. πενταετίς και αττ. τ. πενταέτις και πεντέτις, ουδ. και πεντάετες, Α
1. αυτός που έχει ηλικία πέντε ετών
2. αυτός που διαρκεί πέντε χρόνια ή αυτός που έχει καθοριστεί να διαρκέσει πέντε χρόνια («πενταετές σχέδιο»)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) πενταετές
για πέντε χρόνια.
επίρρ...
πενταετῶς Μ
για πέντε χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πεντ- + -ετής / -έτης (< ἔτος) πρβλ. τετρα-ετής / -έτης. Ο τ. πενθ-έτης οφείλεται σε δάσυνση του β' συνθετικού ἔτος, που παρατηρείται σε ορισμένους τ. (πρβλ. εφ-έτος, δωδεχ-έτης, καθ-έτης)].

Greek Monotonic

πενταετής: -ές ή πεντα-έτης, -ες,
I. πέντε χρόνων σε ηλικία, σε Ηρόδ.
II. λέγεται για χρόνο, αυτός που διαρκεί πέντε χρόνια, σε Θουκ.· ουδ. επίρρ. πεντάετες, αυτό που έχει διάρκεια πέντε χρόνων, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πενταετής: -ές, ἢ πενταέτης, ες, ὁ ἔχων ἡλικίαν πέντε ἐτῶν, ἀπὸ πενταετέος ἀρξάμενοι Ἡρόδ. 1. 136· πενταετεῖ ... ἤθει ψυχῆς Πλάτ. Νόμ. 793Ε· ― θηλυκ. πενταετίς, Πλούτ. 2. 844Α. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὁ διαρκῶν ἐπὶ πέντε ἔτη, σπονδαὶ Θουκ. 2. 112· χρόνος Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 29· ― οὐδέτ. ἐπίρρ. πεντάετες, ἐπὶ πέντε ἔτη, Ὀδ. Γ. 115, καὶ πενταετῶς, τὸ σιγᾶν πενταετῶς Τζέτζ. Ἱστ. 7. 157.

Middle Liddell

πεντα-ετής, ές
I. five years old, Hdt.
II. of time, lasting five years, Thuc.:— neut. adv. πεντάετες, for five years, Od.

English (Woodhouse)

five years old, lasting five years

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)