ἐπίτονος: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(1ab) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epitonos | |Transliteration C=epitonos | ||
|Beta Code=e)pi/tonos | |Beta Code=e)pi/tonos | ||
|Definition= | |Definition=ἐπίτονον,<br><span class="bld">A</span> [[on the stretch]], [[strained]], [[intense]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]10.17; of sound, Philostr.''VS''1.25.7.<br><span class="bld">II</span> [[ἐπίτονος]] (''[[sc.]]'' [[ἱμάς]]), ὁ, a [[rope for stretching]] or [[rope for tightening]], [[back-stay]] of a [[mast]] (opp. [[πρότονος]]), ἐπ' αὐτῷ [ἱστῷ] ἐπίτονος βέβλητο, βοὸς ῥινοῖο τετευχώς Od.12.423 (a [[στίχος]] [[ἀκέφαλος]]).<br><span class="bld">2</span> [[ἐπίτονοι]], οἱ, the [[great sinews of the shoulder and arm]], Pl.''Ti.''84e, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''515b9 (sg.); νεύρων ἐπίτονοι [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''945c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0994.png Seite 994]] angespannt, angestrengt, [[φθέγμα]] Philostr. – Subst. ὁ [[ἐπίτονος]], 1) sc. [[ἱμάς]], das Tau, mit welchem die Segelstange oder Raa an den Mast gebunden wird, Od. 12, 423, Schol. ὁ τῶν κεράτων δεσμὸς ὁ ἀνέλκων τὸ [[κέρας]] πρὸς τὸ [[ὕψος]] τοῦ ἱστοῦ. Auch Bettgurte, ἐπιτόνου, v. l. ἐπὶ τόνου, Ar. Lys. 922. – 2) die Flechse, τοὺς ἐπιτόνους καὶ τὰ ξυνεχῆ νεῦρα Plat. Tim. 84 e; Legg. XII, 945 c; vgl. Arist. H. A. 3, 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0994.png Seite 994]] [[angespannt]], [[angestrengt]], [[φθέγμα]] Philostr. – Subst. ὁ [[ἐπίτονος]], 1) ''[[sc.]]'' [[ἱμάς]], das Tau, mit welchem die Segelstange oder Raa an den Mast gebunden wird, Od. 12, 423, Schol. ὁ τῶν κεράτων δεσμὸς ὁ ἀνέλκων τὸ [[κέρας]] πρὸς τὸ [[ὕψος]] τοῦ ἱστοῦ. Auch [[Bettgurte]], ἐπιτόνου, [[varia lectio|v.l.]] ἐπὶ τόνου, Ar. Lys. 922. – 2) die Flechse, τοὺς ἐπιτόνους καὶ τὰ ξυνεχῆ νεῦρα Plat. Tim. 84 e; Legg. XII, 945 c; vgl. Arist. H. A. 3, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[tendu]], [[intense]] ; [[fort]] ; ὁ [[ἐπίτονος]] ([[ἱμάς]]) [[courroie d'antenne]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτείνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίτονος:'''<br /><b class="num">1)</b> (sc. [[ἱμάς]]) [[бакштаг]], [[оттяжка]] (снасть) (ἐ. βοὸς ῥινοῖο τετευχώς Hom.);<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[τένων]]) [[сухожилие]] Plat., Arst.<br /> <b class="num">II</b> ὁ [[напряженный]], [[сильный]] ([[ἐπίτασις]] τῆς βασάνου Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίτονος''': -ον, ([[ἐπιτείνω]]), [[ἔντονος]], Διοδώρ. Ἐκλογ. 557· ἐπὶ ἤχου, Φιλόστρ. 537. ― Ἐπιρρ. -νως, κατὰ διόρθωσιν Turneb. ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 385. ΙΙ. [[ἐπίτονος]] (ἐξυπ. [[ἱμάς]]), ὁ, [[σχοινίον]] πλοίου, ἐκτεινόμενον ἐκ τοῦ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] ἱστοῦ, ἀντίθ. τῷ πρότονος, αὐτὰρ ἐπ᾿ αὐτῷ ἱστῷ [[ἐπίτονος]] βέβλητο, βοὸς ῥινοῖο τετευχώς, [[ἔνθα]] τὸ ἐπ. [[εἶναι]] μακρὸν ἐν ἀρχῇ τοῦ στίχου, Ὀδ. Μ. 423. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ἐπίτονος]], ὁ δεσμεύων ἱμὰς πρὸς τὸν ἱστὸν τὸ [[κέρας]]». 2) ἐπίτονοι, οἱ μεγάλοι μυῶνες τοῦ ὤμου καὶ βραχίονος, Πλάτ. Τίμ. 84Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 4· νεύρων ἐπίτονοι Πλάτ. Νόμοι 945C. | |lstext='''ἐπίτονος''': -ον, ([[ἐπιτείνω]]), [[ἔντονος]], Διοδώρ. Ἐκλογ. 557· ἐπὶ ἤχου, Φιλόστρ. 537. ― Ἐπιρρ. -νως, κατὰ διόρθωσιν Turneb. ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 385. ΙΙ. [[ἐπίτονος]] (ἐξυπ. [[ἱμάς]]), ὁ, [[σχοινίον]] πλοίου, ἐκτεινόμενον ἐκ τοῦ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] ἱστοῦ, ἀντίθ. τῷ πρότονος, αὐτὰρ ἐπ᾿ αὐτῷ ἱστῷ [[ἐπίτονος]] βέβλητο, βοὸς ῥινοῖο τετευχώς, [[ἔνθα]] τὸ ἐπ. [[εἶναι]] μακρὸν ἐν ἀρχῇ τοῦ στίχου, Ὀδ. Μ. 423. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ἐπίτονος]], ὁ δεσμεύων ἱμὰς πρὸς τὸν ἱστὸν τὸ [[κέρας]]». 2) ἐπίτονοι, οἱ μεγάλοι μυῶνες τοῦ ὤμου καὶ βραχίονος, Πλάτ. Τίμ. 84Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 4· νεύρων ἐπίτονοι Πλάτ. Νόμοι 945C. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίτονος]], -ον) [[επιτείνω]]<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίτονος]], -ον) [[επιτείνω]]<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[επίτονος]]<br />α) το [[σχοινί]] της αντένας πλοίου<br />β) καθένα από τα ισχυρά [[σχοινιά]] με τα οποία αγκυρώνονται οι στήλες και τα επιστήλια τών ιστών [[πάνω]] στα [[πλευρά]] και στην [[πρύμνη]] του πλοίου, τα ξάρτια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έντονος]], [[τεντωμένος]]<br />(«[[κατά]] τὴν ἐπιτονωτάτην ἐπίτασιν τῆς βασάνου», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίτονοι</i><br />οι μυώνες τών ώμων και τών βραχιόνων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτόνως</i> (Α)<br />με τρόπο έντονο, με [[ένταση]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίτονος:''' -ον ([[ἐπιτείνω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[έκταση]], [[τεντωμένος]]· [[ἐπίτονος]] (ενν. [[ἱμάς]]), <i>ὁ</i>, [[σχοινί]] που τεντώνεται ή σφίγγεται, το [[πίσω]] [[στήριγμα]] καταρτιού (αντίθ. προς το [[πρότονος]]), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐπίτονοι</i>, <i>οἱ</i>, τένοντες ώμου και βραχίονα, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἐπίτονος:''' -ον ([[ἐπιτείνω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[έκταση]], [[τεντωμένος]]· [[ἐπίτονος]] (ενν. [[ἱμάς]]), <i>ὁ</i>, [[σχοινί]] που τεντώνεται ή σφίγγεται, το [[πίσω]] [[στήριγμα]] καταρτιού (αντίθ. προς το [[πρότονος]]), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐπίτονοι</i>, <i>οἱ</i>, τένοντες ώμου και βραχίονα, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐπίτονος]], ον [[ἐπιτείνω]]<br /><b class="num">1.</b> on the [[stretch]], strained: —[[ἐπίτονος]] (sc. ἱμάσ), a [[rope]] for stretching or [[tightening]], the [[back]]-[[stay]] of a [[mast]] (opp. to πρότονοσ), Od.<br /><b class="num">2.</b> ἐπίτονοι, οἱ, the sinews of the [[shoulder]] and arm, Plat. | |mdlsjtxt=[[ἐπίτονος]], ον [[ἐπιτείνω]]<br /><b class="num">1.</b> on the [[stretch]], strained: —[[ἐπίτονος]] (''[[sc.]]'' ἱμάσ), a [[rope]] for stretching or [[tightening]], the [[back]]-[[stay]] of a [[mast]] (opp. to πρότονοσ), Od.<br /><b class="num">2.</b> ἐπίτονοι, οἱ, the sinews of the [[shoulder]] and arm, Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:00, 27 March 2024
English (LSJ)
ἐπίτονον,
A on the stretch, strained, intense, D.S.10.17; of sound, Philostr.VS1.25.7.
II ἐπίτονος (sc. ἱμάς), ὁ, a rope for stretching or rope for tightening, back-stay of a mast (opp. πρότονος), ἐπ' αὐτῷ [ἱστῷ] ἐπίτονος βέβλητο, βοὸς ῥινοῖο τετευχώς Od.12.423 (a στίχος ἀκέφαλος).
2 ἐπίτονοι, οἱ, the great sinews of the shoulder and arm, Pl.Ti.84e, Arist.HA515b9 (sg.); νεύρων ἐπίτονοι Pl.Lg.945c.
German (Pape)
[Seite 994] angespannt, angestrengt, φθέγμα Philostr. – Subst. ὁ ἐπίτονος, 1) sc. ἱμάς, das Tau, mit welchem die Segelstange oder Raa an den Mast gebunden wird, Od. 12, 423, Schol. ὁ τῶν κεράτων δεσμὸς ὁ ἀνέλκων τὸ κέρας πρὸς τὸ ὕψος τοῦ ἱστοῦ. Auch Bettgurte, ἐπιτόνου, v.l. ἐπὶ τόνου, Ar. Lys. 922. – 2) die Flechse, τοὺς ἐπιτόνους καὶ τὰ ξυνεχῆ νεῦρα Plat. Tim. 84 e; Legg. XII, 945 c; vgl. Arist. H. A. 3, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tendu, intense ; fort ; ὁ ἐπίτονος (ἱμάς) courroie d'antenne.
Étymologie: ἐπιτείνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίτονος:
1) (sc. ἱμάς) бакштаг, оттяжка (снасть) (ἐ. βοὸς ῥινοῖο τετευχώς Hom.);
2) (sc. τένων) сухожилие Plat., Arst.
II ὁ напряженный, сильный (ἐπίτασις τῆς βασάνου Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτονος: -ον, (ἐπιτείνω), ἔντονος, Διοδώρ. Ἐκλογ. 557· ἐπὶ ἤχου, Φιλόστρ. 537. ― Ἐπιρρ. -νως, κατὰ διόρθωσιν Turneb. ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 385. ΙΙ. ἐπίτονος (ἐξυπ. ἱμάς), ὁ, σχοινίον πλοίου, ἐκτεινόμενον ἐκ τοῦ πρὸς τὰ ὀπίσω ἱστοῦ, ἀντίθ. τῷ πρότονος, αὐτὰρ ἐπ᾿ αὐτῷ ἱστῷ ἐπίτονος βέβλητο, βοὸς ῥινοῖο τετευχώς, ἔνθα τὸ ἐπ. εἶναι μακρὸν ἐν ἀρχῇ τοῦ στίχου, Ὀδ. Μ. 423. ― Κατὰ Σουΐδ. «ἐπίτονος, ὁ δεσμεύων ἱμὰς πρὸς τὸν ἱστὸν τὸ κέρας». 2) ἐπίτονοι, οἱ μεγάλοι μυῶνες τοῦ ὤμου καὶ βραχίονος, Πλάτ. Τίμ. 84Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 4· νεύρων ἐπίτονοι Πλάτ. Νόμοι 945C.
English (Autenrieth)
(τείνω): back-stay of a mast, Od. 12.423†. (See cut, representing a Phoenician war-ship.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπίτονος, -ον) επιτείνω
1. το αρσ. ως ουσ. ο επίτονος
α) το σχοινί της αντένας πλοίου
β) καθένα από τα ισχυρά σχοινιά με τα οποία αγκυρώνονται οι στήλες και τα επιστήλια τών ιστών πάνω στα πλευρά και στην πρύμνη του πλοίου, τα ξάρτια
αρχ.
1. έντονος, τεντωμένος
(«κατά τὴν ἐπιτονωτάτην ἐπίτασιν τῆς βασάνου», Διόδ.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίτονοι
οι μυώνες τών ώμων και τών βραχιόνων.
επίρρ...
ἐπιτόνως (Α)
με τρόπο έντονο, με ένταση.
Greek Monotonic
ἐπίτονος: -ον (ἐπιτείνω),·
1. αυτός που βρίσκεται σε έκταση, τεντωμένος· ἐπίτονος (ενν. ἱμάς), ὁ, σχοινί που τεντώνεται ή σφίγγεται, το πίσω στήριγμα καταρτιού (αντίθ. προς το πρότονος), σε Ομήρ. Οδ.
2. ἐπίτονοι, οἱ, τένοντες ώμου και βραχίονα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἐπίτονος, ον ἐπιτείνω
1. on the stretch, strained: —ἐπίτονος (sc. ἱμάσ), a rope for stretching or tightening, the back-stay of a mast (opp. to πρότονοσ), Od.
2. ἐπίτονοι, οἱ, the sinews of the shoulder and arm, Plat.