δύσγνωστος: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de entender o comprender]] δεινὰ καὶ δύσγνωστα βουλεύει θεός E.<i>Fr</i>.13aSn., τὸ χρῆμα Pl.<i>Alc</i>.2.147c, τὰ γὰρ οὕτω λεγόμενα Anaximen.<i>Rh</i>.1435<sup>a</sup>38, ἡ ἡμετέρα πραγματεία Plb.3.32.1 (cód.), τοῦτο Gal.6.326, (ἦθος) ἄδηλον καὶ δύσγνωστον Aristid.Quint.80.18, (ἡ Σφίγξ) δύσγνωστα μαντευομένη Socr.Arg.8, cf. Poll.5.150, Phlp.<i>in de An</i>.462.20<br /><b class="num">•</b>c. dat. ἔπη ... δύσγνωστα ... σοφῷ Castorio <i>SHell</i>.310.4, (τὰ μυστήρια) δύσγνωστα ... αὐτοῖς Origenes <i>Io</i>.2.28.174.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de reconocer o distinguir]] c. dat. τοῖς ... ἰδοῦσι δ. ἦν Plb.3.78.4, παρασυνθήματα ... δύσγνωστα τοῖς πολεμίοις Aen.Tact.25.2, tb. sin dat. αἱ ... προσηγορίαι I.<i>AI</i> 1.130, de cosas valiosas, Phld.<i>Mus</i>.4.37.6, μυελός Dsc.2.77, ref. al pulso, Gal.9.362, τὰ δὲ περὶ τὸ μέγεθος ... ἐσφαλμένα Gal.1.352, glos. a [[δύσκριτος]] Sch.A.<i>Pr</i>.458D.<br /><b class="num">II</b> adv. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de entender o comprender]] δεινὰ καὶ δύσγνωστα βουλεύει θεός E.<i>Fr</i>.13aSn., τὸ χρῆμα Pl.<i>Alc</i>.2.147c, τὰ γὰρ οὕτω λεγόμενα Anaximen.<i>Rh</i>.1435<sup>a</sup>38, ἡ ἡμετέρα πραγματεία Plb.3.32.1 (cód.), τοῦτο Gal.6.326, (ἦθος) ἄδηλον καὶ δύσγνωστον Aristid.Quint.80.18, (ἡ Σφίγξ) δύσγνωστα μαντευομένη Socr.Arg.8, cf. Poll.5.150, Phlp.<i>in de An</i>.462.20<br /><b class="num">•</b>c. dat. ἔπη ... δύσγνωστα ... σοφῷ Castorio <i>SHell</i>.310.4, (τὰ μυστήρια) δύσγνωστα ... αὐτοῖς Origenes <i>Io</i>.2.28.174.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de reconocer o distinguir]] c. dat. τοῖς ... ἰδοῦσι δ. ἦν Plb.3.78.4, παρασυνθήματα ... δύσγνωστα τοῖς πολεμίοις Aen.Tact.25.2, tb. sin dat. αἱ ... προσηγορίαι I.<i>AI</i> 1.130, de cosas valiosas, Phld.<i>Mus</i>.4.37.6, μυελός Dsc.2.77, ref. al pulso, Gal.9.362, τὰ δὲ περὶ τὸ μέγεθος ... ἐσφαλμένα Gal.1.352, glos. a [[δύσκριτος]] Sch.A.<i>Pr</i>.458D.<br /><b class="num">II</b> adv. [[δυσγνώστως]] = [[de forma difícil de reconocer]] Nil.M.79.409D. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δύσγνωστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[δυσνόητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα αναγνωρίζεται. | |mltxt=[[δύσγνωστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[δυσνόητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα αναγνωρίζεται. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[incomprehensible]]=== | |||
Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: [[onbegrijpelijk]]; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: [[incompréhensible]]; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: [[unverständlich]], [[unbegreiflich]], [[unfassbar]]; Greek: [[ακατανόητος]]; Ancient Greek: [[ἀάσχετος]], [[ἀγνώς]], [[ἄγνωστος]], [[ἄδεκτος]], [[ἀδιανόητος]], [[ἀζήτητος]], [[ἀκατάλημπτος]], [[ἀκατάληπτος]], [[ἀκατανόητος]], [[ἀκράτητος]], [[ἀκριτόφωνος]], [[ἄληπτος]], [[ἀμήχανος]], [[ἀνεξερεύνητος]], [[ἀνεξιχνίαστος]], [[ἀνερμήνευτος]], [[ἀξύνετος]], [[ἀπαρακολούθητος]], [[ἀπερίβλεπτος]], [[ἀπερίδρακτος]], [[ἀπερίληπτος]], [[ἀπερινόητος]], [[ἄσημος]], [[ἄσκοπος]], [[ἀσύμβλητος]], [[ἀσύνετος]], [[ἄσχετος]], [[ἄφραστος]], [[ἄφωνος]], [[ἀχώρητος]], [[βαθύγλωσσος]], [[βαθύχειλος]], [[δύσγνωστος]], [[δυσδιανόητος]], [[δυσεπινόητος]], [[δυσκατανόητος]], [[δυσλόγιστος]], [[δυσξύμβλητος]], [[δυσξύνετος]], [[δυσσύνετος]], [[σκοτεινός]]; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: [[incomprensibile]]; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: [[incompreensível]]; Russian: [[непонятный]], [[непостижимый]], [[невразумительный]]; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: [[incomprensible]]; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:14, 28 March 2024
English (LSJ)
δύσγνωστον,
A hard to understand, Pl.Alc.2.147c.
2 hard to recognize, τισί Plb.3.78.4: Sup., Aen. Tact. 25.2.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de entender o comprender δεινὰ καὶ δύσγνωστα βουλεύει θεός E.Fr.13aSn., τὸ χρῆμα Pl.Alc.2.147c, τὰ γὰρ οὕτω λεγόμενα Anaximen.Rh.1435a38, ἡ ἡμετέρα πραγματεία Plb.3.32.1 (cód.), τοῦτο Gal.6.326, (ἦθος) ἄδηλον καὶ δύσγνωστον Aristid.Quint.80.18, (ἡ Σφίγξ) δύσγνωστα μαντευομένη Socr.Arg.8, cf. Poll.5.150, Phlp.in de An.462.20
•c. dat. ἔπη ... δύσγνωστα ... σοφῷ Castorio SHell.310.4, (τὰ μυστήρια) δύσγνωστα ... αὐτοῖς Origenes Io.2.28.174.
2 difícil de reconocer o distinguir c. dat. τοῖς ... ἰδοῦσι δ. ἦν Plb.3.78.4, παρασυνθήματα ... δύσγνωστα τοῖς πολεμίοις Aen.Tact.25.2, tb. sin dat. αἱ ... προσηγορίαι I.AI 1.130, de cosas valiosas, Phld.Mus.4.37.6, μυελός Dsc.2.77, ref. al pulso, Gal.9.362, τὰ δὲ περὶ τὸ μέγεθος ... ἐσφαλμένα Gal.1.352, glos. a δύσκριτος Sch.A.Pr.458D.
II adv. δυσγνώστως = de forma difícil de reconocer Nil.M.79.409D.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu erkennen, Plat. Alc. II, 147 c; Pol. 3, 78, 4.
Russian (Dvoretsky)
δύσγνωστος:
1 трудный для понимания, плохо понятный Plat., Arst.;
2 с трудом узнаваемый (καὶ τοῖς ἐν συνηθείᾳ γεγονόσιν Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσγνωστος: -ον, δυσνόητος, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 147C. 2) δυσκολογνώριστος, Πολύβ. 3. 78, 4.
Greek Monolingual
δύσγνωστος, -ον (Α)
1. δυσνόητος
2. αυτός που δύσκολα αναγνωρίζεται.
Translations
incomprehensible
Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий