κολοιός: Difference between revisions
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (Text replacement - " Vermutung" to " Vermutung") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koloios | |Transliteration C=koloios | ||
|Beta Code=koloio/s | |Beta Code=koloio/s | ||
|Definition=ὁ, [[jackdaw]], [[Corvus monedula]], | |Definition=ὁ, [[jackdaw]], [[Corvus monedula]], Il.16.583, 17.755, Ar.''V.'' 129, ''Av.''50, al., [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''21.6, ''Sign.''39, Arat.963, al., Ael.''NA''4.30, Dionys.''Av.''3.18; κραγέται κολοιοί Pi.''N.''3.82:—[[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''617b16 distinguishes three species, [[κορακίας]], [[λύκος]], [[βωμολόχος]] ([[quod vide|qq.v.]]): he also mentions a web-footed [[κολοιός]], found in Lydia and Phrygia, which is prob. the [[little cormorant]], [[Phalacrocorax pygmaeus]]; cf. Ath.9.395e (citing [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''875):—Proverbs: <b class="b3">κολοιὸς ποτὶ κολοιόν</b> 'birds of a feather flock together', [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1155a34, etc.; <b class="b3">κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται</b> 'borrowed plumes', Luc.''Apol.''4; <b class="b3">κύκνον ἡγοῦ τὸν κ.</b> 'your geese are swans', Lib.''Ep.''42.3; of impudent noisy talkers, πολλοὶ… σφε κατακρώζουσι κολοιοί [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1020; of Agathocles, Timae.145. (Cf. [[κολῳός]], [[κολῳάω]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κολοιός -οῦ, ὁ Boeot. acc. plur. κολοιώς, kraai:; σε τὸν κολοιὸν ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσθαι dat jij, een kraai, pronkt met andermans veren Luc. 65.4; spreekw.: κολοιὸν ποτὶ κολοιόν kraai bij kraai (soort zoekt soort) Aristot. EN 1155a34. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 44: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''κολοιός''': {koloiós}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Dohle]], [[Corvus monedula]] (Il., Pi., Ar., Arist. usw.) mit [[κολοιώδης]] [[dohlenartig]] (Plu.) und [[κολοιάω]] (Poll. 5, 89), -ῳάω (Β 212) ‘(wie eine Dohle) kreischen’, [[κολῳέω]] ib. (Antim. 37);<br />'''Derivative''': dazu als Rückbildung [[κολῳός]] [[Gekreisch]] (Α 575, A. R. 1, 1284), [[κολοιή]] | |ftr='''κολοιός''': {koloiós}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Dohle]], [[Corvus monedula]] (Il., Pi., Ar., Arist. usw.) mit [[κολοιώδης]] [[dohlenartig]] (Plu.) und [[κολοιάω]] (Poll. 5, 89), -ῳάω (Β 212) ‘(wie eine Dohle) kreischen’, [[κολῳέω]] ib. (Antim. 37);<br />'''Derivative''': dazu als Rückbildung [[κολῳός]] [[Gekreisch]] (Α 575, A. R. 1, 1284), [[κολοιή]]· [[φωνή]] H.<br />'''Etymology''': Bildung (nach [[αἰγυπιός]]?) und Herkunft unerklärt. Onomatopoetischer Ursprung (Bq als [[Vermutung]]), an sich glaubhaft, ist wenig greifbar (etwa zu [[κέλαδος]], [[καλέω]]?). Nach Specht Ursprung 145 zu ags. ''hlyn'' [[Lärm]] mit Stammwechsel (''o'')''i'': ''u'' (?). Vgl. [[κολοίφρυξ]]. — Daß [[κολῳάω]], -ῳός von [[κολοιάω]], -οιός zu trennen wäre (z. B. Bq), ist äußerst unwahrscheinlich. Die besondere Schreibung mit -ῳ- (in ἐκολῴα Β 212) entstand vielleicht als (metrisch gedehnte) Mischform von *ἐκολόα (mit regelmäßigem Schwund des intervokalischen ι wie in lesb. εὐνόαν u. a.; Schwyzer 236) und *ἐκολοία; vgl. auch κολουᾶν· θορυβεῖν H.<br />'''Page''' 1,901 | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=ὁ (=[[καλιακούδα]], πουλί πού κάνει [[πολύ]] θόρυβο). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Εἶναι [[ἴσως]] συγγενικό μέ τό [[κολῳός]] (=[[κραυγή]]) καί [[κολῳάω]] (=[[φωνάζω]]). | |mantxt=ὁ (=[[καλιακούδα]], πουλί πού κάνει [[πολύ]] θόρυβο). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Εἶναι [[ἴσως]] συγγενικό μέ τό [[κολῳός]] (=[[κραυγή]]) καί [[κολῳάω]] (=[[φωνάζω]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:35, 16 April 2024
English (LSJ)
ὁ, jackdaw, Corvus monedula, Il.16.583, 17.755, Ar.V. 129, Av.50, al., Thphr. Char.21.6, Sign.39, Arat.963, al., Ael.NA4.30, Dionys.Av.3.18; κραγέται κολοιοί Pi.N.3.82:—Arist.HA617b16 distinguishes three species, κορακίας, λύκος, βωμολόχος (qq.v.): he also mentions a web-footed κολοιός, found in Lydia and Phrygia, which is prob. the little cormorant, Phalacrocorax pygmaeus; cf. Ath.9.395e (citing Ar.Ach.875):—Proverbs: κολοιὸς ποτὶ κολοιόν 'birds of a feather flock together', Arist.EN1155a34, etc.; κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται 'borrowed plumes', Luc.Apol.4; κύκνον ἡγοῦ τὸν κ. 'your geese are swans', Lib.Ep.42.3; of impudent noisy talkers, πολλοὶ… σφε κατακρώζουσι κολοιοί Ar.Eq.1020; of Agathocles, Timae.145. (Cf. κολῳός, κολῳάω.)
German (Pape)
[Seite 1474] ὁ, die Dohle; ll. 16, 583. 17, 755; κραγέται Pind. N. 3, 78; Ar. Av. 50; vgl. Arist. H. A. 9, 24; sprichwörtlich, κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται, die Krähe schmückt sich mit fremden Federn, Luc. Apolog. 4, u. κολοιὸς ποτὶ κολοιόν, od. κολοιὸς παρὰ κολοιόν, Arist. eth. 8, 1 rhet. 1, 11, Gleich u. Gleich gesellt sich gern, wie die Krähen u. Dohlen immer in großen Schaaren ziehen. – Vgl. κολῳός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
geai, choucas, oiseau ; ◊ prov. κολοιὸς παρὰ κολοιόν « qui se ressemble s'assemble » ; κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται LUC le geai se pare des plumes d'autrui ; fig. en parl. de bavards bruyants et importuns.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολοιός -οῦ, ὁ Boeot. acc. plur. κολοιώς, kraai:; σε τὸν κολοιὸν ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσθαι dat jij, een kraai, pronkt met andermans veren Luc. 65.4; spreekw.: κολοιὸν ποτὶ κολοιόν kraai bij kraai (soort zoekt soort) Aristot. EN 1155a34.
Russian (Dvoretsky)
κολοιός: ὁ
1 галка: κ. ποτὶ или παρὰ κολοιόν погов. Arst. свой к своему тянется (досл. галка к галке); κ. ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται погов. Luc. галка рядится в чужие перья;
2 болтливый как галка, болтун Arph., Polyb.
English (Autenrieth)
jack-daw. (Il.)
English (Slater)
κολοιός jackdaw met. ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς . κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινὰ νέμονται i. e. the rivals of Pindar (N. 3.82)
Greek Monolingual
ο (Α κολοιός)
η καλοιακούδα (α. «πολλοί κολοιοί υψώθησαν πετώντες», Καλλιγ.
β. «χὠ κολοιὸς οὑτοσὶ ἄνω κέχηνεν ὡσπερεὶ δεικνὺς τί μοι», Αριστοφ.)
αρχ.
παροιμ. α) «πολλοί... σφε κατακρώζουσι κολοιοί» — για δημοκόπους και αναιδείς ρήτορες (Αριστοφ.)
β) «κολοιὸς ποτὶ κολοιόν» — λέγεται γι' αυτούς που συναναστρέφονται με τους ομοίους τους (Αριστοτ.)
γ) «κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται» — λέγεται γι' αυτούς που πετούν με ξένα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση κατά την οποία προέρχεται από ονοματοποιία είναι αβάσιμη].
Greek Monotonic
κολοιός: ὁ, καλιακούδα, κάργια, Λατ. graculus, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ., Αριστοφ.· παροιμ., κολοιὸς ποτὶ κολοιόν, όμοιος με όμοιο, σε Αριστ.· κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται, «χαίρεται με ξένα κόλλυβα», σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κολοιός: ὁ, ἡ «καλιακοῦδα», Ἰλ. Π. 583., Ρ. 755, ἔνθα (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις) οἱ κολοιοὶ μνημονεύονται μετὰ τῶν ψαρῶν («ψαρονίων») ὡς πτηνὰ θορυβώδη καὶ κατὰ σμήνη πορευόμενα (ἴδε κλάζω)· κολοιοὶ κραγέται Πινδ. Ν. 3. 143· ― ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 24, διακρίνει αὐτὸν εἰς τρία εἴδη· (1) τὸν κορακίαν, ὅστις ἔχει ἐρυθρὸν ῥάμφος, καὶ πρέπει νὰ εἶναι ἡ κορώνη εἰναλίη τοῦ Ὁμ.· (2) τὸν λύκον, ὅστις δὲν ἐξηκριβώθη ἔτι τί πτηνὸν εἶναι· (3) τὸ μικρὸν εἶδος καλούμενον, βωμολόχος, ὅπερ εἶναι ὁ κοινὸς κολοιὸς ἢ «καλιακοῦδα», Corvus monedula· ὡσαύτως μνημονεύει κολοιὸν στεγανόποδα εὑρισκόμενον ἐν Λυδίᾳ καὶ Φρυγίᾳ, καὶ ὅστις πιθανῶς εἶναι ὁ Craculus pugmaeus. ― Παροιμίαι: κολοιὸς ποτὶ κολοιόν, «ὅμοιος’ς τὸν ὅμοιον», Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 1, 6, κτλ. κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται Λουκ. Ἀπολ. 4· ἐπὶ ἀναιδῶς φωνασκούντων ἀγορητῶν, πολλοὶ... σφε κατακρώζουσι κολοιοὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1020· ἐπὶ τοῦ Ἀγαθοκλέους, Τίμαι. παρὰ Πολυβ. 12, 15, 2. (Συγγενὲς τῷ κολῳός, κολῳάω, ὃ ἴδε).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: jackdaw, Corvus monedula (Il., Pi., Ar., Arist.).
Derivatives: κολοιώδης j.-like (Plu.) and κολοιάω (Poll. 5, 89), -ῳάω (Β 212) cry (like a j.), κολῳέω id. (Antim. 37); as backformation κολῳός screeching (Α 575, A. R. 1, 1284), κολοιή φωνή H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation (after αἰγυπιός?) and origin unexplained. Onomatopoetic origin (Bq as supposition), though acceptable, cannot be substantiated (not to κέλαδος, καλέω). After Specht Ursprung 145 to OE hlyn noise with ablaut (o)i: u (?). Cf. κολοίφρυξ. - That κολῳάω, -ῳός should be separated from κολοιάω, -οιός (e. g. Bq), is very improbable. The special notation with -ῳ- (in ἐκολῴα Β 212) arose perhaps as (metrically lengthened) mixform of *ἐκολόα (with regular loss of the intervocalic ι as in Lesb. εὑνόαν a. o.; Schwyzer 236) and *ἐκολοία; cf. also κολουᾶν θορυβεῖν H. - The variation may be of Pre-Greek origin.
Middle Liddell
κολοιός, οῦ,
a jackdaw, daw, Lat. graculus, Il., Pind., Ar.: proverbs: κολοιὸς ποτὶ κολοιόν "birds of a feather flock together, " Arist.; κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται a jackdaw "in borrowed plumes, " Luc.
Frisk Etymology German
κολοιός: {koloiós}
Grammar: m.
Meaning: Dohle, Corvus monedula (Il., Pi., Ar., Arist. usw.) mit κολοιώδης dohlenartig (Plu.) und κολοιάω (Poll. 5, 89), -ῳάω (Β 212) ‘(wie eine Dohle) kreischen’, κολῳέω ib. (Antim. 37);
Derivative: dazu als Rückbildung κολῳός Gekreisch (Α 575, A. R. 1, 1284), κολοιή· φωνή H.
Etymology: Bildung (nach αἰγυπιός?) und Herkunft unerklärt. Onomatopoetischer Ursprung (Bq als Vermutung), an sich glaubhaft, ist wenig greifbar (etwa zu κέλαδος, καλέω?). Nach Specht Ursprung 145 zu ags. hlyn Lärm mit Stammwechsel (o)i: u (?). Vgl. κολοίφρυξ. — Daß κολῳάω, -ῳός von κολοιάω, -οιός zu trennen wäre (z. B. Bq), ist äußerst unwahrscheinlich. Die besondere Schreibung mit -ῳ- (in ἐκολῴα Β 212) entstand vielleicht als (metrisch gedehnte) Mischform von *ἐκολόα (mit regelmäßigem Schwund des intervokalischen ι wie in lesb. εὐνόαν u. a.; Schwyzer 236) und *ἐκολοία; vgl. auch κολουᾶν· θορυβεῖν H.
Page 1,901
Mantoulidis Etymological
ὁ (=καλιακούδα, πουλί πού κάνει πολύ θόρυβο). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Εἶναι ἴσως συγγενικό μέ τό κολῳός (=κραυγή) καί κολῳάω (=φωνάζω).