ἄθυμος: Difference between revisions

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0048.png Seite 48]] 1) [[mutlos]], Od. 10, 463 ([[ἅπαξ]] εἰρημ.) Her. 7, 11 u. a.; dah. [[verdrossen]], [[mißmütig]], Soph. O. R. 319; πρὸς τὴν ἀνάβασιν Xen. An. 1, 4, 9. – 2) Bei Plat. dem [[θυμοειδής]] [[entgegengesetzt]], nicht [[zornmütig]], Rep. V, 456 a. – Adv. [[ἀθὐμως]] διάγειν, [[mutlos sei]]n, Xen. Cvr. 3, 1, 24; [[mißmütig sein]], Isocr. 4, 44; ἀθυμοτέρως Arist. H. A. 9, 40; ἀθύμως ἔχειν [[πρός]] τι Xen. Hell. 4, 5, 4; Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0048.png Seite 48]] 1) [[mutlos]], Od. 10, 463 ([[ἅπαξ]] εἰρημ.) Her. 7, 11 u. a.; dah. [[verdrossen]], [[mißmütig]], Soph. O. R. 319; πρὸς τὴν ἀνάβασιν Xen. An. 1, 4, 9. – 2) Bei Plat. dem [[θυμοειδής]] [[entgegengesetzt]], nicht [[zornmütig]], Rep. V, 456 a. – Adv. [[ἀθύμως]] διάγειν, [[mutlos sei]]n, Xen. Cvr. 3, 1, 24; [[mißmütig sein]], Isocr. 4, 44; ἀθυμοτέρως Arist. H. A. 9, 40; ἀθύμως ἔχειν [[πρός]] τι Xen. Hell. 4, 5, 4; Plut.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:30, 17 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄθῡμος Medium diacritics: ἄθυμος Low diacritics: άθυμος Capitals: ΑΘΥΜΟΣ
Transliteration A: áthymos Transliteration B: athymos Transliteration C: athymos Beta Code: a)/qumos

English (LSJ)

ἄθυμον,
A fainthearted, spiritless, once in Hom., ἀσκελέες καὶ ἄ. Od.10.463; κακὸς καὶ ἄθυμος Hdt.7.11; οὐ τοῖς ἀ. ἡ τύχη ξυλλαμβάνει S.Fr. 927, cf. OT319; of nations, opp. ἔνθυμος, Arist.Pol.1327b28: Comp. ἀθυμότερος Men.405.2; ἄθυμος εἶναι πρός τι to have little heart for it, X.An.1.4.9. Adv. ἀθύμως, ἔχειν πρός τι Id.HG4.5.4, cf. Isoc.3.58; ἀθύμως διάγειν X.Cyr.3.1.24; ἀθύμως πονεῖν to work without spirit, Id.Oec. 21.5; ὁδοὺς ἀ. τιθέντες discouraging their marches, A.Eu.770.
2 without anger or without passion, Pl.R. 411b, Lg.888a.

Spanish (DGE)

(ἄθῡμος) -ον
I 1desanimado, desalentado, decaído ἀσκελέες καὶ ἄ. Od.10.463, ὡς ἄ. εἰσελήλυθας S.OT 319, ποεῖ μ' ἄθυμον Ar.Lys.709, στράτευμα Aen.Tact.26.8, εἴ τις ἄθυμότερος ἦν πρὸς τὴν ἀνάβασιν X.An.1.4.9, cf. Hp.Epid.3.17.2, Men.Fr.336.2, Philostr.Im.1.4.1.
2 pusilánime, sin valor guerrero κακὸς καὶ ἄθυμος Hdt.7.11, οὐ τοῖς ἀθύμοις ἡ τύχη ξυλλαμβάνει S.Fr.927, cf. A.Th.616, Pl.R.456a, de pueblos asiáticos, Arist.Pol.1327b28.
II que acaba con el valor, desalentador ὁδοὺς ἀθύμους ... τιθέντες A.Eu.770.
III adv. ἀθύμως = desanimadamente, sin ánimos, ἀθύμως πρὸς τὸ δεῖπνον ἔχειν X.HG 4.5.4, cf. Isoc.3.58, ἀθύμως διάγειν X.Cyr.3.1.24, compar. ἀθυμοτέρως διάγειν Isoc.4.116, πρὸς τὴν ἐπιβολὴν ἀθύμως διέκειτο Plb.4.81.8.

German (Pape)

[Seite 48] 1) mutlos, Od. 10, 463 (ἅπαξ εἰρημ.) Her. 7, 11 u. a.; dah. verdrossen, mißmütig, Soph. O. R. 319; πρὸς τὴν ἀνάβασιν Xen. An. 1, 4, 9. – 2) Bei Plat. dem θυμοειδής entgegengesetzt, nicht zornmütig, Rep. V, 456 a. – Adv. ἀθύμως διάγειν, mutlos sein, Xen. Cvr. 3, 1, 24; mißmütig sein, Isocr. 4, 44; ἀθυμοτέρως Arist. H. A. 9, 40; ἀθύμως ἔχειν πρός τι Xen. Hell. 4, 5, 4; Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
découragé, abattu, mal disposé.
Étymologie: , θυμός.

Russian (Dvoretsky)

ἄθυμος:
1 павший духом, пришедший в отчаяние, подавленный (ὡς ἄ. εἰσελήλυθας Soph.);
2 заставляющий пасть духом, наводящий уныние, страшный (ὁδοί Aesch.);
3 малодушный, робкий (ἀσκελέες καὶ ἄθυμοι Hom.; κακὸς καὶ ἄ. Her.): ἄ. εἶναι πρός τι Xen. бояться чего-л.;
4 невозмутимый, бесстрастный (φύσις Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄθῡμος: -ον, στερούμενος θυμοῦ, θάρρους, ἀμβλὺς τὴν ψυχήν, «χωρὶς καρδιά», ἅπαξ παρ’ Ὁμ. ἀσκελέες καὶ ἄθ., Ὀδ. Κ. 463· κακὸς καὶ ἄθ., Ἡρόδ. 7. 11· οὐ τοῖς ἀθ. ἡ τύχη ξυλλαμβάνει, Σοφ. Ἀποσπ. 666· πρβλ. Ο. Τ. 319· ἐπὶ ἐθνῶν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἔνθυμος, Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2· ἄθ. εἶναι πρός τι, δὲν ἔχω διάθεσιν, «καρδίαν» δι’ αὐτό, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 9· οὕτως: ἀθύμως ἔχειν πρός τι, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 5, 4· ἀθύμως διάγειν, ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 1, 24· ἀθύμως πονεῖν, ἐργάζομαι ἄνευ προθυμίας, «χωρὶς καρδιά», ὁ αὐτ. Οἰκ. 21. 5. 2) ἄνευ θυμοῦ, ἤτοι ὀργῆς ἢ πάθους, Πλάτ. Πολ. 411Β, Νόμ. 888Α. ΙΙ. ἐνεργ. μὴ ἐπιθαρρυντικὸς ἢ εὐχάριστος, ὁδοὺς ἀθύμους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 770 (ἐὰν ὁ στίχος εἶναι γνήσιος).

Greek Monotonic

ἄθῡμος: -ον, 1. άτολμος, λιπόψυχος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἄθυμος εἶναι πρός τι, δεν έχω το σθένος, τη δύναμη, την ψυχή, την «καρδιά» για κάτι, σε Ξεν.· παρομοίως και επίρρ.· ἀθύμως ἔχειν πρός τι, στον ίδ.
2. χωρίς πάθη, σε Πλάτ.

Middle Liddell

1. without heart, fainthearted, Od., Hdt., etc.; ἄθ. εἶναι πρός τι to have no heart for a thing, Xen.; so adv., ἀθύμως ἔχειν πρός τι Xen.
2. without passion, Plat.

English (Woodhouse)

dejected, despairing, despondent, melancholy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού δέν ἔχει θάρρος, λιπόψυχος). Ἀπό τό α στερητ. + θυμός. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀθυμέω -ῶ (=δέν ἔχω θάρρος), ἀθυμία (=λιγοψυχία), ἀθυμητέον.