διαμπάξ: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diampaks | |Transliteration C=diampaks | ||
|Beta Code=diampa/c | |Beta Code=diampa/c | ||
|Definition=(for | |Definition=(for [[διαναπάξ]]), Adv. [[right through]], [[through and through]], c. gen., στέρνων δ. [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''65, cf. ''Supp.''945, E.''Ba.''994 (lyr.); δι' αἴας Φρυγίας δ. A.''Supp.''548(lyr.); ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. X.''HG''7.4.23; δ. ἄχρις Luc.''DMort.''27.4; πόδες δ. προσεληλαμένοι πρὸς τοὔδαφος Plu. ''Crass.''25. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> adv. <br /><b class="num">1</b> [[de parte a parte]], [[completamente]] ἰάπτει δ' Ἀσίδος δι' αἴας μηλοβότου Φρυγίας δ. se lanza a través de la tierra de Asia, de una a otra parte de Frigia criadora de ovejas</i> A.<i>Supp</i>.548, ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. X.<i>HG</i> 7.4.23, πόδες δ. προσεληλαμένοι πρὸς τοὔδαφος Plu.<i>Crass</i>.25, παίω δ. ἐς τὸν στέρνον Luc.<i>DMeretr</i>.13.3, βάλλεται καταπέλτῃ διὰ τῆς ἀσπίδος δ. Arr.<i>An</i>.2.27.2, τρύπησον τρυπάνῳ τὸ στέλεχος δ. <i>Gp</i>.9.8, cf. S.<i>Fr</i>.10g.43.10, Luc.<i>DMort</i>.22.4, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[directamente]] εὐθυβόλως καὶ δ. περαιωθῆναι τὸ πέλαγος Hld.5.22.8, δ. ἐπὶ τὸν θάλαμον ἵεται Hld.7.9.2.<br /><b class="num">II</b> prep. de gen. [[a través de]] στέρνων A.<i>Pr</i>.65, τῶνδ' ἐφήλωται ... γόμφος δ. A.<i>Supp</i>.945, φονεύουσα λαιμῶν δ. E.<i>Ba</i>.994, 1014. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0590.png Seite 590]] (VLL. [[διαπαντός]], [[διόλου]], von [[πήγνυμι]]?), durch und durch, ganz und gar; δι' αἴας ἰάπτει δ. Aesch. Suppl. 540; vgl. Prom. 65; λαιμῶν δ. ἴτω Eur. Bacch. 992. Oefter bei Sp., bes. διά τινος δ., z. B. Arr. An. 2, 27, 3; Luc. D. Mort. 27, 4. Auch ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν [[διαμπάξ]], Xen. Hell. 7, 4, 23. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0590.png Seite 590]] (VLL. [[διαπαντός]], [[διόλου]], von [[πήγνυμι]]?), durch und durch, ganz und gar; δι' αἴας ἰάπτει δ. Aesch. Suppl. 540; vgl. Prom. 65; λαιμῶν δ. ἴτω Eur. Bacch. 992. Oefter bei Sp., bes. διά τινος δ., z. B. Arr. An. 2, 27, 3; Luc. D. Mort. 27, 4. Auch ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν [[διαμπάξ]], Xen. Hell. 7, 4, 23. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> [[de part en part]] : στέρνων [[διαμπάξ]] ESCHL de part en part à travers la poitrine;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'un pays</i> d'un bout à l'autre.<br />'''Étymologie:''' DELG [[διά]], [[ἀνά]] et *[[πάξ]] de [[ἅπαξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=διαμπάξ [διά, ἀνά, ~ πήγνυμι] adv., dwars erdoorheen, dwars doormidden:; ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν διαμπάξ hij had een wond in zijn dijbeen opgelopen, er dwars doorheen Xen. Hell. 7.3.24; πόδας διαμπὰξ προσεληλαμένους πρὸς τοὔδαφος de voeten waren dwars door het midden aan de grond gespijkerd Plut. Crass. 25.6; met gen.: στέρνων δ. dwars door de borst Aeschl. PV 65; Φρυγίας διαμπάξ dwars door Frygië heen Aeschl. Suppl. 548. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''διαμπάξ:'''<br /><b class="num">I</b> adv. [[насквозь]], [[сквозь]], [[навылет]] (τετρῶσθαι τὸν μηρὸν δ. Xen.; δ. διελαύνεσθαι Luc.).<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen.<br /><b class="num">1</b> [[через]] (ἰάπτειν Ἀσίδος δι᾽ αἴας Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[навылет]] (στέρνων δ. Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαμπάξ]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πέρα]] ώς [[πέρα]], από τη μια ώς την [[άλλη]] [[πλευρά]] ή [[άκρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πάξ</i> που μαρτυρείται στο <i>ά</i>-<i>παξ</i> ( | |mltxt=[[διαμπάξ]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πέρα]] ώς [[πέρα]], από τη μια ώς την [[άλλη]] [[πλευρά]] ή [[άκρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πάξ</i> που μαρτυρείται στο <i>ά</i>-<i>παξ</i> ([[πρβλ]]. [[πήγνυμι]], [[αλλά]] και [[διαμπερές]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαμπάξ:''' επίρρ., επιτετ. [[τύπος]] του [[διά]], πέρα ως πέρα, απ' [[άκρη]] σε [[άκρη]], εντελώς δια μέσου, με γεν., σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ., σε Ξεν. | |lsmtext='''διαμπάξ:''' επίρρ., επιτετ. [[τύπος]] του [[διά]], πέρα ως πέρα, απ' [[άκρη]] σε [[άκρη]], εντελώς δια μέσου, με γεν., σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ., σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διαμπάξ''': ἐπίρρ., [[πέρα]] [[πέρα]], ἀπ’ ἄκρου εἰς [[ἄκρον]], μετὰ γεν., στέρνων δ. Αἰσχύλ. Πρ. 65, πρβλ. Ἱκέτ. 945, Εὐρ. Βάκχ. 994· δι’ αἴας Φρυγίας δ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548· ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 23· δ. ἄχρις Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 4. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<i>adverb</i>[ | |mdlsjtxt=<i>adverb</i>[strengthened for διά]<br />[[right]] [[through]], [[through]] and [[through]], c. gen., Aesch., Eur.; also c. acc., Xen. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[completely]], [[right through]], [[through and through]] | |woodrun=[[completely]], [[right through]], [[through and through]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:24, 12 October 2024
English (LSJ)
(for διαναπάξ), Adv. right through, through and through, c. gen., στέρνων δ. A.Pr.65, cf. Supp.945, E.Ba.994 (lyr.); δι' αἴας Φρυγίας δ. A.Supp.548(lyr.); ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. X.HG7.4.23; δ. ἄχρις Luc.DMort.27.4; πόδες δ. προσεληλαμένοι πρὸς τοὔδαφος Plu. Crass.25.
Spanish (DGE)
I adv.
1 de parte a parte, completamente ἰάπτει δ' Ἀσίδος δι' αἴας μηλοβότου Φρυγίας δ. se lanza a través de la tierra de Asia, de una a otra parte de Frigia criadora de ovejas A.Supp.548, ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. X.HG 7.4.23, πόδες δ. προσεληλαμένοι πρὸς τοὔδαφος Plu.Crass.25, παίω δ. ἐς τὸν στέρνον Luc.DMeretr.13.3, βάλλεται καταπέλτῃ διὰ τῆς ἀσπίδος δ. Arr.An.2.27.2, τρύπησον τρυπάνῳ τὸ στέλεχος δ. Gp.9.8, cf. S.Fr.10g.43.10, Luc.DMort.22.4, Hsch.
2 directamente εὐθυβόλως καὶ δ. περαιωθῆναι τὸ πέλαγος Hld.5.22.8, δ. ἐπὶ τὸν θάλαμον ἵεται Hld.7.9.2.
II prep. de gen. a través de στέρνων A.Pr.65, τῶνδ' ἐφήλωται ... γόμφος δ. A.Supp.945, φονεύουσα λαιμῶν δ. E.Ba.994, 1014.
German (Pape)
[Seite 590] (VLL. διαπαντός, διόλου, von πήγνυμι?), durch und durch, ganz und gar; δι' αἴας ἰάπτει δ. Aesch. Suppl. 540; vgl. Prom. 65; λαιμῶν δ. ἴτω Eur. Bacch. 992. Oefter bei Sp., bes. διά τινος δ., z. B. Arr. An. 2, 27, 3; Luc. D. Mort. 27, 4. Auch ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν διαμπάξ, Xen. Hell. 7, 4, 23.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de part en part : στέρνων διαμπάξ ESCHL de part en part à travers la poitrine;
2 en parl. d'un pays d'un bout à l'autre.
Étymologie: DELG διά, ἀνά et *πάξ de ἅπαξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαμπάξ [διά, ἀνά, ~ πήγνυμι] adv., dwars erdoorheen, dwars doormidden:; ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν διαμπάξ hij had een wond in zijn dijbeen opgelopen, er dwars doorheen Xen. Hell. 7.3.24; πόδας διαμπὰξ προσεληλαμένους πρὸς τοὔδαφος de voeten waren dwars door het midden aan de grond gespijkerd Plut. Crass. 25.6; met gen.: στέρνων δ. dwars door de borst Aeschl. PV 65; Φρυγίας διαμπάξ dwars door Frygië heen Aeschl. Suppl. 548.
Russian (Dvoretsky)
διαμπάξ:
I adv. насквозь, сквозь, навылет (τετρῶσθαι τὸν μηρὸν δ. Xen.; δ. διελαύνεσθαι Luc.).
II praep. cum gen.
1 через (ἰάπτειν Ἀσίδος δι᾽ αἴας Aesch.);
2 навылет (στέρνων δ. Aesch.).
Greek Monolingual
διαμπάξ (Α)
1. πέρα ώς πέρα, από τη μια ώς την άλλη πλευρά ή άκρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + ανά + πάξ που μαρτυρείται στο ά-παξ (πρβλ. πήγνυμι, αλλά και διαμπερές)].
Greek Monotonic
διαμπάξ: επίρρ., επιτετ. τύπος του διά, πέρα ως πέρα, απ' άκρη σε άκρη, εντελώς δια μέσου, με γεν., σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ., σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
διαμπάξ: ἐπίρρ., πέρα πέρα, ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον, μετὰ γεν., στέρνων δ. Αἰσχύλ. Πρ. 65, πρβλ. Ἱκέτ. 945, Εὐρ. Βάκχ. 994· δι’ αἴας Φρυγίας δ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548· ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 23· δ. ἄχρις Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 4.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: right through, through and through (trag., X)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From διά, ἀνά and -πάξ in ἅπαξ; perhaps after διαπερες.
Middle Liddell
adverb[strengthened for διά]
right through, through and through, c. gen., Aesch., Eur.; also c. acc., Xen.