ἐξέργω: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksergo | |Transliteration C=eksergo | ||
|Beta Code=e)ce/rgw | |Beta Code=e)ce/rgw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> Att. [[ἐξείργω]], fut. ἐξείρξω [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''825:—[[shut out from]] a place, [[debar]], ἐξέργειν τινά [[Herodotus|Hdt.]]3.51, etc.; <b class="b3">ἐξείργειν τινὰ χθονός, γῆς</b>, E.''Heracl.''20, 25; <b class="b3">ἐξ ἀγορᾶς, ἐκ τοῦ ἄστεος</b>, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''936c; ἀπὸ τοῦ βήματος Aeschin.1.32; ἐκ τῶν ἱερῶν Lys.6.16; ἐκ τοῦ θεάτρου D.21.178; <b class="b3">ἐ. θύραζε</b> [[drive away and shut]] him [[out]] of doors, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''825, cf. D.18.169:—Pass., ἐξείργεσθαι πάντων Th.2.13; ἐξειργόμενοι δίκης Plu.''Rom.'' 23.<br><span class="bld">2</span> [[prevent]], [[preclude]], καιρὸν ἐ. λόγος S.''El.''1292; τῶνδ' οὐδὲν ἐξείργει νόμος [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''176; ἐ. δέει τὸ δίκην [[λαμβάνειν]] D.21.124: abs., ὅταν μὴ ἡ ὥρα τοῦ ἔτους ἐξείργῃ X.''Oec.''4.13:—Pass., πολέμοις ἐξειργόμενοι Th.1.118; ἐὰν μὴ χρόνῳ ἐξείργηται [[Aristotle|Arist.]]''[[Categories|Cat.]]''13a31: c. inf., to [[be hindered from]] doing, D.H.''Th.''15.<br><span class="bld">3</span> [[constrain]], [[compel]], τινὰ πληγαῖς [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''935c:—Pass., <b class="b3">ἀναγκαίῃ ἐξέργεσθαι ἔς τι</b> to [[be constrained]] by [[necessity]] to [[undertake]] a thing, [[Herodotus|Hdt.]]7.96: c. inf., <b class="b3">ἀναγκαίῃ ἐ. γνώμην ἀποδέξασθαι</b> ib.139; ὑπὸ τοῦ νόμου ἐξεργόμενος Id.9.111; νόμῳ Th.3.70. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0877.png Seite 877]] ion. = [[ἐξείργω]], w. m. s. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0877.png Seite 877]] ion. = [[ἐξείργω]], w. m. s. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion. c.</i> [[ἐξείργω]]. | |btext=<i>ion. c.</i> [[ἐξείργω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξέργω:''' ион. = [[ἐξείργω]] II. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐξέργω''': Ἀττ. [[ἐξείργω]], [[ἀποκλείω]] τινὰ ἔκ τινος, ἐξέργειν κελεύοντος Ἡρόδ. 3. 31, κτλ.· ἐξείργειν τινὰ χθονός, γῆς Εὐρ. Ἡρακλ. 20, 25· τῆς ἀγορᾶς Πλάτ. Νόμοι 936C· τοῦ βήματος Αἰσχίν. 5. 15· ἐκ τῶν ἱερῶν Λυσίας, 104. 37· ἐκ τοῦ θεάτρου Δημ. 572. 12· ἐξ. [[θύραζε]], ἀποδιώκειν τινὰ καὶ κλείειν αὐτὸν ἔξω τῆς θύρας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 825: - Παθ., ἐξείργεσθαι πάντων Θουκ. 2. 13· ἐξειργμένοι δίκης Πλουτ. Ρωμ. 23. 2) [[κωλύω]], χρόνου γὰρ ἄν σοι καιρὸν ἐξείργοι [[λόγος]] Σοφ. Ἠλ. 1292· τῶν δ’ οὐδὲν ἐξείργει [[νόμος]] Εὐρ. Ἀνδρ. 176· ἐξ. δέει τὸ δίκην λαμβάνειν Δημ. 555. 15· ἀπολ., Ξεν. Οἰκ. 4, 13: - Παθ., πολέμοις ἐξείργεσθαι Θουκ. 1. 118· ἐὰν μὴ χρόνῳ ἐξείργηται Ἀριστ. Κατηγ. 10, 29· μετ’ ἀπαρ., ἐμποδίζομαι ἀπὸ τοῦ νὰ πράξω τι, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 14. 6. 3) [[βιάζω]], [[ἀναγκάζω]], τινα Πλατ. Νόμοι 935C. Παθ., τῶν ἐγώ, οὐ γὰρ ἀναγκαίῃ ἐξέργομαι ἐς ἱστορίης λόγον, οὐ παραμέμνημαι, τούτων τὰ ὀνόματα δὲν [[μνημονεύω]], [[διότι]] δὲν εἶμαι ἐξ ἀνάγκης [[ὑπόχρεως]] νὰ πράξω τοῦτο [[χάριν]] τῆς ἱστορίας μου, Ἡρόδ. 7. 96· μετὰ ἀπαρ., [[ἐνταῦθα]] ἀναγκαίῃ ἐξέργομαι γνώμην [[ἀποδέξασθαι]], [[ἐνταῦθα]] κωλύομαι ἐξ ἀνάγκης, κτλ., [[αὐτόθι]] 139· ὑπὸ τοῦ νόμου ἐξεργόμενος, ὁ αὐτὸς 9. 111· νόμῳ Θουκ. 3. 70. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξέργω:''' Αττ. ἐξ-[[είργω]],<br /><b class="num">1.</b> [[κλείνω]] έξω από ένα [[μέρος]], [[αποκλείω]], [[αποστερώ]] κάποιον από [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἐξείργειν τινὰ χθονός</i>, σε Ευρ.· <i>ἐκ τοῦ θεάτρου</i>, σε Δημ. — Παθ., <i>ἐξείργεσθαι πάντων</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποκλείω]], [[αποστερώ]], [[εμποδίζω]], [[συγκρατώ]], [[αποτρέπω]], [[κωλύω]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[αναγκάζω]] — Παθ., είμαι αναγκασμένος, σε Ηρόδ., Θουκ. | |lsmtext='''ἐξέργω:''' Αττ. ἐξ-[[είργω]],<br /><b class="num">1.</b> [[κλείνω]] έξω από ένα [[μέρος]], [[αποκλείω]], [[αποστερώ]] κάποιον από [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἐξείργειν τινὰ χθονός</i>, σε Ευρ.· <i>ἐκ τοῦ θεάτρου</i>, σε Δημ. — Παθ., <i>ἐξείργεσθαι πάντων</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποκλείω]], [[αποστερώ]], [[εμποδίζω]], [[συγκρατώ]], [[αποτρέπω]], [[κωλύω]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[αναγκάζω]] — Παθ., είμαι αναγκασμένος, σε Ηρόδ., Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Attic ἐξ-είργω<br /><b class="num">1.</b> to [[shut]] out from a [[place]], [[debar]], Hdt., etc.; ἐξείργειν τινα χθονός Eur.; ἐκ τοῦ θεάτρου Dem.:—Pass., ἐξείργεσθαι πάντων Thuc.<br /><b class="num">2.</b> to [[debar]], [[hinder]], [[prevent]], preclude, Soph., Eur.<br /><b class="num">3.</b> to [[force]]:—Pass. to be constrained, Hdt., Thuc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:36, 19 October 2024
English (LSJ)
A Att. ἐξείργω, fut. ἐξείρξω Ar.Ach.825:—shut out from a place, debar, ἐξέργειν τινά Hdt.3.51, etc.; ἐξείργειν τινὰ χθονός, γῆς, E.Heracl.20, 25; ἐξ ἀγορᾶς, ἐκ τοῦ ἄστεος, Pl.Lg.936c; ἀπὸ τοῦ βήματος Aeschin.1.32; ἐκ τῶν ἱερῶν Lys.6.16; ἐκ τοῦ θεάτρου D.21.178; ἐ. θύραζε drive away and shut him out of doors, Ar.Ach.825, cf. D.18.169:—Pass., ἐξείργεσθαι πάντων Th.2.13; ἐξειργόμενοι δίκης Plu.Rom. 23.
2 prevent, preclude, καιρὸν ἐ. λόγος S.El.1292; τῶνδ' οὐδὲν ἐξείργει νόμος E.Andr.176; ἐ. δέει τὸ δίκην λαμβάνειν D.21.124: abs., ὅταν μὴ ἡ ὥρα τοῦ ἔτους ἐξείργῃ X.Oec.4.13:—Pass., πολέμοις ἐξειργόμενοι Th.1.118; ἐὰν μὴ χρόνῳ ἐξείργηται Arist.Cat.13a31: c. inf., to be hindered from doing, D.H.Th.15.
3 constrain, compel, τινὰ πληγαῖς Pl.Lg.935c:—Pass., ἀναγκαίῃ ἐξέργεσθαι ἔς τι to be constrained by necessity to undertake a thing, Hdt.7.96: c. inf., ἀναγκαίῃ ἐ. γνώμην ἀποδέξασθαι ib.139; ὑπὸ τοῦ νόμου ἐξεργόμενος Id.9.111; νόμῳ Th.3.70.
German (Pape)
[Seite 877] ion. = ἐξείργω, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἐξείργω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξέργω: ион. = ἐξείργω II.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξέργω: Ἀττ. ἐξείργω, ἀποκλείω τινὰ ἔκ τινος, ἐξέργειν κελεύοντος Ἡρόδ. 3. 31, κτλ.· ἐξείργειν τινὰ χθονός, γῆς Εὐρ. Ἡρακλ. 20, 25· τῆς ἀγορᾶς Πλάτ. Νόμοι 936C· τοῦ βήματος Αἰσχίν. 5. 15· ἐκ τῶν ἱερῶν Λυσίας, 104. 37· ἐκ τοῦ θεάτρου Δημ. 572. 12· ἐξ. θύραζε, ἀποδιώκειν τινὰ καὶ κλείειν αὐτὸν ἔξω τῆς θύρας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 825: - Παθ., ἐξείργεσθαι πάντων Θουκ. 2. 13· ἐξειργμένοι δίκης Πλουτ. Ρωμ. 23. 2) κωλύω, χρόνου γὰρ ἄν σοι καιρὸν ἐξείργοι λόγος Σοφ. Ἠλ. 1292· τῶν δ’ οὐδὲν ἐξείργει νόμος Εὐρ. Ἀνδρ. 176· ἐξ. δέει τὸ δίκην λαμβάνειν Δημ. 555. 15· ἀπολ., Ξεν. Οἰκ. 4, 13: - Παθ., πολέμοις ἐξείργεσθαι Θουκ. 1. 118· ἐὰν μὴ χρόνῳ ἐξείργηται Ἀριστ. Κατηγ. 10, 29· μετ’ ἀπαρ., ἐμποδίζομαι ἀπὸ τοῦ νὰ πράξω τι, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 14. 6. 3) βιάζω, ἀναγκάζω, τινα Πλατ. Νόμοι 935C. Παθ., τῶν ἐγώ, οὐ γὰρ ἀναγκαίῃ ἐξέργομαι ἐς ἱστορίης λόγον, οὐ παραμέμνημαι, τούτων τὰ ὀνόματα δὲν μνημονεύω, διότι δὲν εἶμαι ἐξ ἀνάγκης ὑπόχρεως νὰ πράξω τοῦτο χάριν τῆς ἱστορίας μου, Ἡρόδ. 7. 96· μετὰ ἀπαρ., ἐνταῦθα ἀναγκαίῃ ἐξέργομαι γνώμην ἀποδέξασθαι, ἐνταῦθα κωλύομαι ἐξ ἀνάγκης, κτλ., αὐτόθι 139· ὑπὸ τοῦ νόμου ἐξεργόμενος, ὁ αὐτὸς 9. 111· νόμῳ Θουκ. 3. 70.
Greek Monolingual
ἐξέργω> αττ. τ. ἐξείργω (Α) έργω
1. αποκλείω
(«τούτους οὖν ἐξείργει ἀπὸ τοῦ βήματος», Αισχίν.)
2. διώχνω κάποιον, τον κλείνω έξω
(«τοὺς συκοφάντας οὐ θύραζ' ἐξείρξετε;», Αριστοφ.)
3. εμποδίζω («οὐδέν ἐξείργει νόμος», Ευρ.)
4. αναγκάζω, υποχρεώνω.
Greek Monotonic
ἐξέργω: Αττ. ἐξ-είργω,
1. κλείνω έξω από ένα μέρος, αποκλείω, αποστερώ κάποιον από κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐξείργειν τινὰ χθονός, σε Ευρ.· ἐκ τοῦ θεάτρου, σε Δημ. — Παθ., ἐξείργεσθαι πάντων, σε Θουκ.
2. αποκλείω, αποστερώ, εμποδίζω, συγκρατώ, αποτρέπω, κωλύω, σε Σοφ., Ευρ.
3. αναγκάζω — Παθ., είμαι αναγκασμένος, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
Attic ἐξ-είργω
1. to shut out from a place, debar, Hdt., etc.; ἐξείργειν τινα χθονός Eur.; ἐκ τοῦ θεάτρου Dem.:—Pass., ἐξείργεσθαι πάντων Thuc.
2. to debar, hinder, prevent, preclude, Soph., Eur.
3. to force:—Pass. to be constrained, Hdt., Thuc.