καταμύω: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(Bailly1_3) |
|||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katamyo | |Transliteration C=katamyo | ||
|Beta Code=katamu/w | |Beta Code=katamu/w | ||
|Definition=Ep. aor. inf. | |Definition=Ep. aor. inf. [[καμμῦσαι]] [[varia lectio|v.l.]] in Batr.191; [[καμμύειν]], aor. ἐκάμμυσα, etc., also in later Gr., v. [[καμμύω]]:—[[close the eyes]], κ. τὰ βλέφαρα [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''5.11; τὰ ὄμματα Hp.''Epid.''7.83; τοὺς ὀφθαλμούς LXX(v. [[καμμύω]]); τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα Ph.1.645, cf. 2.414; κ. τῷ νοερῷ ὄμματι M.Ant.4.29: more freq. alone, [[close the eyes]], Str.6.1.14; κ. ὑπ' ἐκπλήξεως Philostr.''VA''6.11: hence, [[drop asleep]], [[doze]], Batr. l. c., Ar.''V.''92: euphemism for [[καταθνῄσκειν]], Luc.''DMeretr.''7.2, D.L.4.49. [ῡ in pres., Hedyl. ap. Ath.8.345a: in aor., Batr. l. c.; v. [[μύω]].] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1364.png Seite 1364]] (s. μύω), die Augen schließen, bes. um zu schlafen, einnicken; Hippocr.; Ar. Vesp. 92; καταμύομεν [υ abweichend] Hedyl. bei Ath. VIII, 345 a; καταμύει τὰ βλέφαρα, im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1364.png Seite 1364]] (s. μύω), die Augen schließen, bes. um zu schlafen, einnicken; Hippocr.; Ar. Vesp. 92; καταμύομεν [υ abweichend] Hedyl. bei Ath. VIII, 345 a; καταμύει τὰ βλέφαρα, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von τὰ βλέφαρα ἀναπέπταται, Xen. Cyn. 5, 11; von sich Fürchtenden, Philostr.; von Sterbenden, entschlafen, Luc. D. meretr. 7, 2 D. L. 4, 49; – p. auch [[καμμύω]], Batrach. 191 καμμῦσαι, Alexis bei Phryn. 339, wo bemerkt wird, daß Spätere es nachlässiger Weise auch in Prosa brauchten; so findet sich ἐκάμμυσαν τοὺς ὀφθαλμούς im [[NT|N.T.]], Act. Ap. 28, 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> [[cligner des yeux]];<br /><b>2</b> [[fermer les yeux]], [[avoir les yeux fermés]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μύω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταμύω:''' (в praes. и impf. ῡ, в fut. и aor. ῠ; эп. и NT inf. aor. ναμμῦσαι)<br /><b class="num">1</b> (о веках и глазах), [[смыкать]], [[закрывать]], (τὰ βλέφαρα Xen.; τοὺς ὀφθαλμούς NT);<br /><b class="num">2</b> [[смыкать глаза]], [[засыпать]] ([[ὀλίγον]] [[καμμῦσαι]] Batr.);<br /><b class="num">3</b> [[закрывать глаза]], [[умирать]] (ἢν ὁ [[γέρων]] καταμύσῃ Luc., [[εὔκολον]] τὴν εἰς ᾄδου ὁδὸν καταμύοντας [[ἀπιέναι]] Diog. L.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταμύω''': μέλλ. -ύσω, ἐν ἀπαρ. ἀορ. καμμῦσαι Βατραχομυομ. 192· αἰολ. καὶ ποιτ. τύπ.· ἐν κοινοτέρᾳ γλώσσῃ, [[ὡσαύτως]] ἐκάμμυσσα Ἄλεξ. (Ἄδηλ. 71) παρὰ Φρυν. (339, [[ἔνθα]], ὁ [[τύπος]] ἀποδοκιμάζεται), [[ὡσαύτως]] καὶ οἱ Ἐκκλ., Ἑβδ. Κ.Δ. Κλείω τοὺς ὀφθαλμοὺς, τὰ βλέφαρα, [[ὅταν]] μὲν ἐγρηγόρῃ, καταμύει τὰ βλέφαρα, [[ὅταν]] δὲ καθεύδῃ, ἀναπέπταται τὰ βλέφαρα Ξεν. Κυν. 5, 11· τοὺς ὀφθαλμοὺς Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 5, Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 27· τὸ τῆς ψυχῆς [[ὄμμα]] Φίλων 1, 645· [[ὡσαύτως]], κ. τῷ νοερῷ ὄμματι Μ. Ἀντων. 4, 29· ἀλλὰ συνηθέστερον [[ἄνευ]] ἀντικειμ., [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμούς, καταμύειν δοκῶν ἀνέβλεψεν ἀθρόον Φιλόστρ. σ. 147· θᾶττον ἢ καταμύσαι ὁ αὐτ. 675· Στράβ. 264· κ. ὑπ’ ἐκπλήξεως Φιλόστρ. 242· (διὸ καὶ ὁ Ἡσύχ. καταμεμυκέναι, ὑποπτῆξαι)· [[ἐντεῦθεν]], ἀποκοιμῶμαι ἢ μισοκοιμῶμαι, Βατραχομ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὐκ εἴασαν ἡμᾶς θορυβοῦντες οὐδ’ ὀλίγον καμμῦσαι Ἀριστοφ. Σφῆκ. 92, Ἱππ. 1230, κτλ.· εὐφημ. ἀντὶ τοῦ καταθνήσκειν, ἢν ὁ [[γέρων]] μόνον καταμύσῃ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 7, 2, Διογ. Λ. 4, 49. ῠ φύσει ἐν ἅπασι τοῖς χρόνοις· ῡ [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν τῷ ἐνεστ., Ἡδύλ. παρ’ Ἀθην. 345Α, καὶ ἐν τῷ ἀορ., Βατραχομ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 3, 525 καὶ ἴδε μύω. | |lstext='''καταμύω''': μέλλ. -ύσω, ἐν ἀπαρ. ἀορ. καμμῦσαι Βατραχομυομ. 192· αἰολ. καὶ ποιτ. τύπ.· ἐν κοινοτέρᾳ γλώσσῃ, [[ὡσαύτως]] ἐκάμμυσσα Ἄλεξ. (Ἄδηλ. 71) παρὰ Φρυν. (339, [[ἔνθα]], ὁ [[τύπος]] ἀποδοκιμάζεται), [[ὡσαύτως]] καὶ οἱ Ἐκκλ., Ἑβδ. Κ.Δ. Κλείω τοὺς ὀφθαλμοὺς, τὰ βλέφαρα, [[ὅταν]] μὲν ἐγρηγόρῃ, καταμύει τὰ βλέφαρα, [[ὅταν]] δὲ καθεύδῃ, ἀναπέπταται τὰ βλέφαρα Ξεν. Κυν. 5, 11· τοὺς ὀφθαλμοὺς Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 5, Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 27· τὸ τῆς ψυχῆς [[ὄμμα]] Φίλων 1, 645· [[ὡσαύτως]], κ. τῷ νοερῷ ὄμματι Μ. Ἀντων. 4, 29· ἀλλὰ συνηθέστερον [[ἄνευ]] ἀντικειμ., [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμούς, καταμύειν δοκῶν ἀνέβλεψεν ἀθρόον Φιλόστρ. σ. 147· θᾶττον ἢ καταμύσαι ὁ αὐτ. 675· Στράβ. 264· κ. ὑπ’ ἐκπλήξεως Φιλόστρ. 242· (διὸ καὶ ὁ Ἡσύχ. καταμεμυκέναι, ὑποπτῆξαι)· [[ἐντεῦθεν]], ἀποκοιμῶμαι ἢ μισοκοιμῶμαι, Βατραχομ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὐκ εἴασαν ἡμᾶς θορυβοῦντες οὐδ’ ὀλίγον καμμῦσαι Ἀριστοφ. Σφῆκ. 92, Ἱππ. 1230, κτλ.· εὐφημ. ἀντὶ τοῦ καταθνήσκειν, ἢν ὁ [[γέρων]] μόνον καταμύσῃ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 7, 2, Διογ. Λ. 4, 49. ῠ φύσει ἐν ἅπασι τοῖς χρόνοις· ῡ [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν τῷ ἐνεστ., Ἡδύλ. παρ’ Ἀθην. 345Α, καὶ ἐν τῷ ἀορ., Βατραχομ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 3, 525 καὶ ἴδε μύω. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[καταμύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλείνω]] τα μάτια (α. «καταμύει τὰ βλέφαρα», <b>Ξεν.</b><br />β. «καταμύειν ὑπ' ἐκπλήξεως», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> [[αποκοιμιέμαι]]<br /><b>3.</b> (κατ' ευφημισμόν [[αντί]] του [[καταθνήσκω]]) [[πεθαίνω]] («ἢν ὁ [[γέρων]] μόνον καταμύση», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>μύω</i> «[[κλείνω]] τα μάτια»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταμύω:''' μέλ. <i>-ύσω</i> και αόρ. αʹ <i>ἐκάμμῠσα</i>, Επικ. απαρ. [[καμμῦσαι]]· [[κλείνω]] ή [[σφαλίζω]] τα μάτια, σε Ξεν., Κ.Δ.· απ' όπου, [[αποκοιμιέμαι]], μισοκοιμάμαι, σε Βατραχομ., σε Αριστοφ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ύσω aor1 ἐκάμμῠσα epic inf. [[καμμῦσαι]]<br />to [[shut]] or [[close]] the eyes, Xen., NTest.:—[[hence]] to [[drop]] [[asleep]], [[doze]], Batr., Ar. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:49, 7 November 2024
English (LSJ)
Ep. aor. inf. καμμῦσαι v.l. in Batr.191; καμμύειν, aor. ἐκάμμυσα, etc., also in later Gr., v. καμμύω:—close the eyes, κ. τὰ βλέφαρα X.Cyn.5.11; τὰ ὄμματα Hp.Epid.7.83; τοὺς ὀφθαλμούς LXX(v. καμμύω); τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα Ph.1.645, cf. 2.414; κ. τῷ νοερῷ ὄμματι M.Ant.4.29: more freq. alone, close the eyes, Str.6.1.14; κ. ὑπ' ἐκπλήξεως Philostr.VA6.11: hence, drop asleep, doze, Batr. l. c., Ar.V.92: euphemism for καταθνῄσκειν, Luc.DMeretr.7.2, D.L.4.49. [ῡ in pres., Hedyl. ap. Ath.8.345a: in aor., Batr. l. c.; v. μύω.]
German (Pape)
[Seite 1364] (s. μύω), die Augen schließen, bes. um zu schlafen, einnicken; Hippocr.; Ar. Vesp. 92; καταμύομεν [υ abweichend] Hedyl. bei Ath. VIII, 345 a; καταμύει τὰ βλέφαρα, im Gegensatz von τὰ βλέφαρα ἀναπέπταται, Xen. Cyn. 5, 11; von sich Fürchtenden, Philostr.; von Sterbenden, entschlafen, Luc. D. meretr. 7, 2 D. L. 4, 49; – p. auch καμμύω, Batrach. 191 καμμῦσαι, Alexis bei Phryn. 339, wo bemerkt wird, daß Spätere es nachlässiger Weise auch in Prosa brauchten; so findet sich ἐκάμμυσαν τοὺς ὀφθαλμούς im N.T., Act. Ap. 28, 27.
French (Bailly abrégé)
1 cligner des yeux;
2 fermer les yeux, avoir les yeux fermés.
Étymologie: κατά, μύω.
Russian (Dvoretsky)
καταμύω: (в praes. и impf. ῡ, в fut. и aor. ῠ; эп. и NT inf. aor. ναμμῦσαι)
1 (о веках и глазах), смыкать, закрывать, (τὰ βλέφαρα Xen.; τοὺς ὀφθαλμούς NT);
2 смыкать глаза, засыпать (ὀλίγον καμμῦσαι Batr.);
3 закрывать глаза, умирать (ἢν ὁ γέρων καταμύσῃ Luc., εὔκολον τὴν εἰς ᾄδου ὁδὸν καταμύοντας ἀπιέναι Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
καταμύω: μέλλ. -ύσω, ἐν ἀπαρ. ἀορ. καμμῦσαι Βατραχομυομ. 192· αἰολ. καὶ ποιτ. τύπ.· ἐν κοινοτέρᾳ γλώσσῃ, ὡσαύτως ἐκάμμυσσα Ἄλεξ. (Ἄδηλ. 71) παρὰ Φρυν. (339, ἔνθα, ὁ τύπος ἀποδοκιμάζεται), ὡσαύτως καὶ οἱ Ἐκκλ., Ἑβδ. Κ.Δ. Κλείω τοὺς ὀφθαλμοὺς, τὰ βλέφαρα, ὅταν μὲν ἐγρηγόρῃ, καταμύει τὰ βλέφαρα, ὅταν δὲ καθεύδῃ, ἀναπέπταται τὰ βλέφαρα Ξεν. Κυν. 5, 11· τοὺς ὀφθαλμοὺς Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 5, Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 27· τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα Φίλων 1, 645· ὡσαύτως, κ. τῷ νοερῷ ὄμματι Μ. Ἀντων. 4, 29· ἀλλὰ συνηθέστερον ἄνευ ἀντικειμ., κλείω τοὺς ὀφθαλμούς, καταμύειν δοκῶν ἀνέβλεψεν ἀθρόον Φιλόστρ. σ. 147· θᾶττον ἢ καταμύσαι ὁ αὐτ. 675· Στράβ. 264· κ. ὑπ’ ἐκπλήξεως Φιλόστρ. 242· (διὸ καὶ ὁ Ἡσύχ. καταμεμυκέναι, ὑποπτῆξαι)· ἐντεῦθεν, ἀποκοιμῶμαι ἢ μισοκοιμῶμαι, Βατραχομ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὐκ εἴασαν ἡμᾶς θορυβοῦντες οὐδ’ ὀλίγον καμμῦσαι Ἀριστοφ. Σφῆκ. 92, Ἱππ. 1230, κτλ.· εὐφημ. ἀντὶ τοῦ καταθνήσκειν, ἢν ὁ γέρων μόνον καταμύσῃ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 7, 2, Διογ. Λ. 4, 49. ῠ φύσει ἐν ἅπασι τοῖς χρόνοις· ῡ χάριν τοῦ μέτρου ἐν τῷ ἐνεστ., Ἡδύλ. παρ’ Ἀθην. 345Α, καὶ ἐν τῷ ἀορ., Βατραχομ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 3, 525 καὶ ἴδε μύω.
Greek Monolingual
καταμύω (Α)
1. κλείνω τα μάτια (α. «καταμύει τὰ βλέφαρα», Ξεν.
β. «καταμύειν ὑπ' ἐκπλήξεως», Φιλόστρ.)
2. αποκοιμιέμαι
3. (κατ' ευφημισμόν αντί του καταθνήσκω) πεθαίνω («ἢν ὁ γέρων μόνον καταμύση», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μύω «κλείνω τα μάτια»].
Greek Monotonic
καταμύω: μέλ. -ύσω και αόρ. αʹ ἐκάμμῠσα, Επικ. απαρ. καμμῦσαι· κλείνω ή σφαλίζω τα μάτια, σε Ξεν., Κ.Δ.· απ' όπου, αποκοιμιέμαι, μισοκοιμάμαι, σε Βατραχομ., σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. ύσω aor1 ἐκάμμῠσα epic inf. καμμῦσαι
to shut or close the eyes, Xen., NTest.:—hence to drop asleep, doze, Batr., Ar.