φλέδων: Difference between revisions

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
(c2)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fledon
|Transliteration C=fledon
|Beta Code=fle/dwn
|Beta Code=fle/dwn
|Definition=ονος, ὁ, ἡ, (φλέω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">idle talker, babbler</b>, Timo <span class="bibl">28</span> (pl.), <span class="bibl">37</span>; of a woman, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1195</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> φλεδών, όνος, ἡ, <b class="b2">idle talk</b>, Anon. ap.Gal.16.733 (pl.), Plu.2.420c (pl.).</span>
|Definition=-ονος, ὁ, ἡ, ([[φλέω]])<br><span class="bld">A</span> [[idle talker]], [[babbler]], Timo 28 (pl.), 37; of a woman, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1195.<br><span class="bld">II</span> φλεδών, όνος, ἡ, [[idle talk]], Anon. ap.Gal.16.733 (pl.), Plu.2.420c (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1291.png Seite 1291]] ονος, u. [[φλεδών]], ῶνος, ὁ, ein unnützer Schwätzer; auch fem., Aesch. Ag. 1168; D. L. 6, 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1291.png Seite 1291]] ονος, u. [[φλεδών]], ῶνος, ὁ, ein unnützer Schwätzer; auch fem., Aesch. Ag. 1168; D. L. 6, 18.
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />[[bavard]].<br />'''Étymologie:''' [[φλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φλέδων:''' ονος ὁ и ἡ [[пустомеля]] Aesch., Diog. L.
}}
{{ls
|lstext='''φλέδων''': -ονος, ὁ, ἡ, ([[φλέω]]) [[φλύαρος]], [[λάλος]], Τίμων παρὰ Διογέν. Λαερτ. 6. 18· ἐν τῇ γεν. πληθ. -δόνων· ἐπὶ γυναικός, ψευδόμαντίς εἰμι [[θυροκόπος]] [[φλέδων]]; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1195. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φλέδων]], ὁ ἀλαζών, [[εὐήθης]]». ΙΙ. φλεδών, όνος, ἡ, [[ματαιολογία]], [[φλυαρία]], Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 462F, Πλουτ. 2. 420Β. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 127.
}}
{{grml
|mltxt=-όνος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φλύαρος]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀλαζών]], [[εὐήθης]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>φλέδ</i>-<i>ων</i> ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bhled</i>- «[[αναβλύζω]]», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με οδοντικό -<i>d</i>-, [[μορφή]] της ρίζας <i>bhel</i>- «[[φυσώ]], [[φουσκώνω]], πρήζομαι, [[αναβλύζω]]» (<b>βλ.</b>και λ. [[φλέω]], [[φλύω]]) και η οποία έχει χρησιμοποιηθεί μτφ. για να δηλώσει τη [[φλυαρία]], την [[κενολογία]] (<b>πρβλ.</b> και τις σχετικές σημ. τών τ. [[φλέω]], [[φλήναφος]], [[φλύω]]). Σ' αυτήν τη [[μορφή]] της ρίζας ανάγονται πιθ. και οι τ. <i>φλαδεῖν</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φλάζω]]), [[παφλάζω]]. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία το -<i>δ</i>- του τ. <i>φλέ</i>-<i>δ</i>-<i>ων</i> δεν ανήκει στη [[ρίζα]], [[αλλά]] στο [[επίθημα]] (<b>πρβλ.</b> το [[επίθημα]] -<i>δών</i> σε τ. όπως <i>σηπ</i>-<i>ε</i>-<i>δών</i>, <i>τυφ</i>-<i>ε</i>-<i>δών</i> κ.λπ., το οποίο, σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, μπορεί να αναγνωρισθεί στον τ. <i>φλε</i>-<i>δών</i>), προσκρούει στην [[παρουσία]] του οδοντικού και στον τ. <i>φληδῶ</i> και πιθ. στον τ. <i>φλαδεῖν</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φλάζω]]), όπου δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως [[στοιχείο]] του επιθήματος].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φλέδων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φλέω]]), [[φλύαρος]], λέγεται για [[γυναίκα]], σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φλέδων]], ονος, ὁ, ἡ, [[φλέω]]<br />a [[babbler]]; of a [[woman]], Aesch.
}}
{{FriskDe
|ftr='''φλέδων''': -ονος<br />{phlédōn}<br />'''Grammar''': m. f.<br />'''Meaning''': ‘Schwätzer(in)’ (A. ''Ag''. 1195, Timo); φλεδόνες f. pl. [[Geschwätz]] (Plu., Anon. ap. Gal.).<br />'''Derivative''': Davon [[φλεδονώδης]] [[geschwätzig]] (Hp. [codd. φλεβο(δο)νώδης], Erot.), -εῖ· ἀναισθητεῖ, φλυαρεῖ H., -εύομαι, -εύω ib. (H., ''EM'') mit -εία (''EM'').<br />'''Etymology''': Das Nomen act. wie [[σπαδών]], [[πρηδών]] u.a.; dazu das Nom. ag. wie [[σπάδων]], [[τέκτων]], [[γείτων]] u.a. (vgl. Schwyzer 530). Dazu mit Dehnstufe φληδῶντα· ληροῦντα H. Expressives Wort; am ehesten zu [[φλέω]] mit δον-Suffix. Daneben aber mit α-Vokal [[παφλάζω]] (s.d.) mit παφλάσματα auch [[schwülstige Worte]]; vgl. noch [[φληναφάω]]. Genealogie somit etwas zweifelhaft, was den Wert außergriechischer Vergleiche stark beeinträchtigt: zu toch. B ''plāce'', A ''plāc'' [[Rede]], [[Gespräch]], [[Wort]] aus idg. *''bhlōd''-''en''- (v. Windekens Orbis 11, 180; 15, 259 u. 439); zu aksl. ''blędǫ'', ''blęsti'' [[irren]], [[schwatzen]] (Machek Studia in hon. Dečev 53 f.; anders darüber Vasmer s. ''bl''’''ady''); φληδῶντα zu ags. ''blætan'', ahd. ''blāzan'' [[blöken]] (Holthausen KZ 47, 310). Vgl. WP. 2, 216, Pok. 155.<br />'''Page''' 2,1024-1025
}}
{{trml
|trtx====[[chatterbox]]===
Arabic: ثَرْثَار; Belarusian: лапатун, лапатуха, лапатушка, ласкатун, ласкатуха, ласкатушка; Bulgarian: бъбрица, кречетало; Catalan: xerraire; Chinese Mandarin: [[話匣子]], [[话匣子]], [[喋喋不休者]], [[話癆]], [[话痨]]; Czech: kecal; Danish: sladretaske, sludrechatol; Dutch: [[kletskous]]; Esperanto: babilemulo; Finnish: lörppö, lörpöttelijä, hölösuu; French: [[moulin à paroles]], [[bavard comme une pie]]; Galician: charlatán; German: [[Dampfplauderer]], [[Plaudertasche]], [[Quasselstrippe]], [[Schwätzer]], [[Schwätzerin]]; Alemannic German: Chlepfe; Greek: [[πολυλογάς]], [[φαφλατάς]]; Ancient Greek: [[ἀδέλεσχος]], [[ἀδολέσχης]], [[ἀδόλεσχος]], [[ἀείλαλος]], [[ἀθυρόγλωσσος]], [[ἀθυρόγλωττος]], [[ἀθυρόστομος]], [[ἀπεριλάλητος]], [[βάβαξ]], [[γλώσσαλγος]], [[γλώσσαργος]], [[γλωσσώδης]], [[Δωδωναῖον χαλκεῖον]], [[ἑτοιμολόγος]], [[κωτίλος]], [[λακερός]], [[λάληθρος]], [[λάλημα]], [[λαλητρίς]], [[λάλος]], [[λεσχήν]], [[λεσχηνευτής]], [[λογολέσχης]], [[μακρολόγος]], [[πανθρύλιος]], [[πάνθρυλος]], [[περίλαλος]], [[περισσολόγος]], [[πολύλαλος]], [[πολυλόγος]], [[πολύλογος]], [[πολύφωνος]], [[πρόγλωσσος]], [[ῥαχίας λαλίστερος]], [[ῥεολόγος]], [[ῥειολόγος]], [[ῥωποπερπερήθρας]], [[σπερμολόγος]], [[στωμυλήθρας]], [[στωμύληθρος]], [[στώμυλμα]], [[στωμύλος]], [[φάτης]], [[φιλόλογος]], [[φλέδων]], [[φλήναφος]], [[φλῆφος]], [[φλύαρος]]; Hungarian: locsi-fecsi, szélkelep; Irish: cabaire; Italian: [[chiacchierone]], [[ciancione]], [[linguacciuto]]; Japanese: おしゃべり; Kazakh: сумақай; Latin: [[lingulaca]]; Latvian: pļāpa; Macedonian: кречетало, брборко, алапача; Maori: kohe, komarero, pane kākā, ngutu kotete; Norman: bailleux d'goule, caqu'teux; Occitan: barjacaire, charraire; Plautdietsch: Plaupamul; Polish: gaduła; Portuguese: [[tagarela]], [[falador]], [[gralha]], [[grafonola]]; Russian: [[болтун]], [[болтунья]], [[болтушка]], [[лопотун]], [[лопотуха]], [[лопотунья]]; Serbo-Croatian: brbljavac, brbljavica; Spanish: [[loro]], [[lora]], [[charlatán]], [[cotorra]], [[parlanchín]]; Tangut: 𗀁𗢯; Turkish: geveze, şapır; Ukrainian: балакун, балакуха, лепетун, лепетуха; Walloon: tchafiåd, tchafete, berdeleu, Mareye-tarame
}}
}}

Latest revision as of 17:49, 11 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλέδων Medium diacritics: φλέδων Low diacritics: φλέδων Capitals: ΦΛΕΔΩΝ
Transliteration A: phlédōn Transliteration B: phledōn Transliteration C: fledon Beta Code: fle/dwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, (φλέω)
A idle talker, babbler, Timo 28 (pl.), 37; of a woman, A.Ag.1195.
II φλεδών, όνος, ἡ, idle talk, Anon. ap.Gal.16.733 (pl.), Plu.2.420c (pl.).

German (Pape)

[Seite 1291] ονος, u. φλεδών, ῶνος, ὁ, ein unnützer Schwätzer; auch fem., Aesch. Ag. 1168; D. L. 6, 18.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
bavard.
Étymologie: φλέω.

Russian (Dvoretsky)

φλέδων: ονος ὁ и ἡ пустомеля Aesch., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

φλέδων: -ονος, ὁ, ἡ, (φλέω) φλύαρος, λάλος, Τίμων παρὰ Διογέν. Λαερτ. 6. 18· ἐν τῇ γεν. πληθ. -δόνων· ἐπὶ γυναικός, ψευδόμαντίς εἰμι θυροκόπος φλέδων; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1195. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φλέδων, ὁ ἀλαζών, εὐήθης». ΙΙ. φλεδών, όνος, ἡ, ματαιολογία, φλυαρία, Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 462F, Πλουτ. 2. 420Β. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 127.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, ἡ, Α
1. φλύαρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀλαζών, εὐήθης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φλέδ-ων ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bhled- «αναβλύζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με οδοντικό -d-, μορφή της ρίζας bhel- «φυσώ, φουσκώνω, πρήζομαι, αναβλύζω» (βλ.και λ. φλέω, φλύω) και η οποία έχει χρησιμοποιηθεί μτφ. για να δηλώσει τη φλυαρία, την κενολογία (πρβλ. και τις σχετικές σημ. τών τ. φλέω, φλήναφος, φλύω). Σ' αυτήν τη μορφή της ρίζας ανάγονται πιθ. και οι τ. φλαδεῖν (βλ. λ. φλάζω), παφλάζω. Η άποψη κατά την οποία το -δ- του τ. φλέ-δ-ων δεν ανήκει στη ρίζα, αλλά στο επίθημα (πρβλ. το επίθημα -δών σε τ. όπως σηπ-ε-δών, τυφ-ε-δών κ.λπ., το οποίο, σύμφωνα με την άποψη αυτή, μπορεί να αναγνωρισθεί στον τ. φλε-δών), προσκρούει στην παρουσία του οδοντικού και στον τ. φληδῶ και πιθ. στον τ. φλαδεῖν (βλ. λ. φλάζω), όπου δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως στοιχείο του επιθήματος].

Greek Monotonic

φλέδων: -ονος, ὁ, ἡ (φλέω), φλύαρος, λέγεται για γυναίκα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φλέδων, ονος, ὁ, ἡ, φλέω
a babbler; of a woman, Aesch.

Frisk Etymology German

φλέδων: -ονος
{phlédōn}
Grammar: m. f.
Meaning: ‘Schwätzer(in)’ (A. Ag. 1195, Timo); φλεδόνες f. pl. Geschwätz (Plu., Anon. ap. Gal.).
Derivative: Davon φλεδονώδης geschwätzig (Hp. [codd. φλεβο(δο)νώδης], Erot.), -εῖ· ἀναισθητεῖ, φλυαρεῖ H., -εύομαι, -εύω ib. (H., EM) mit -εία (EM).
Etymology: Das Nomen act. wie σπαδών, πρηδών u.a.; dazu das Nom. ag. wie σπάδων, τέκτων, γείτων u.a. (vgl. Schwyzer 530). Dazu mit Dehnstufe φληδῶντα· ληροῦντα H. Expressives Wort; am ehesten zu φλέω mit δον-Suffix. Daneben aber mit α-Vokal παφλάζω (s.d.) mit παφλάσματα auch schwülstige Worte; vgl. noch φληναφάω. Genealogie somit etwas zweifelhaft, was den Wert außergriechischer Vergleiche stark beeinträchtigt: zu toch. B plāce, A plāc Rede, Gespräch, Wort aus idg. *bhlōd-en- (v. Windekens Orbis 11, 180; 15, 259 u. 439); zu aksl. blędǫ, blęsti irren, schwatzen (Machek Studia in hon. Dečev 53 f.; anders darüber Vasmer s. blady); φληδῶντα zu ags. blætan, ahd. blāzan blöken (Holthausen KZ 47, 310). Vgl. WP. 2, 216, Pok. 155.
Page 2,1024-1025

Translations

chatterbox

Arabic: ثَرْثَار; Belarusian: лапатун, лапатуха, лапатушка, ласкатун, ласкатуха, ласкатушка; Bulgarian: бъбрица, кречетало; Catalan: xerraire; Chinese Mandarin: 話匣子, 话匣子, 喋喋不休者, 話癆, 话痨; Czech: kecal; Danish: sladretaske, sludrechatol; Dutch: kletskous; Esperanto: babilemulo; Finnish: lörppö, lörpöttelijä, hölösuu; French: moulin à paroles, bavard comme une pie; Galician: charlatán; German: Dampfplauderer, Plaudertasche, Quasselstrippe, Schwätzer, Schwätzerin; Alemannic German: Chlepfe; Greek: πολυλογάς, φαφλατάς; Ancient Greek: ἀδέλεσχος, ἀδολέσχης, ἀδόλεσχος, ἀείλαλος, ἀθυρόγλωσσος, ἀθυρόγλωττος, ἀθυρόστομος, ἀπεριλάλητος, βάβαξ, γλώσσαλγος, γλώσσαργος, γλωσσώδης, Δωδωναῖον χαλκεῖον, ἑτοιμολόγος, κωτίλος, λακερός, λάληθρος, λάλημα, λαλητρίς, λάλος, λεσχήν, λεσχηνευτής, λογολέσχης, μακρολόγος, πανθρύλιος, πάνθρυλος, περίλαλος, περισσολόγος, πολύλαλος, πολυλόγος, πολύλογος, πολύφωνος, πρόγλωσσος, ῥαχίας λαλίστερος, ῥεολόγος, ῥειολόγος, ῥωποπερπερήθρας, σπερμολόγος, στωμυλήθρας, στωμύληθρος, στώμυλμα, στωμύλος, φάτης, φιλόλογος, φλέδων, φλήναφος, φλῆφος, φλύαρος; Hungarian: locsi-fecsi, szélkelep; Irish: cabaire; Italian: chiacchierone, ciancione, linguacciuto; Japanese: おしゃべり; Kazakh: сумақай; Latin: lingulaca; Latvian: pļāpa; Macedonian: кречетало, брборко, алапача; Maori: kohe, komarero, pane kākā, ngutu kotete; Norman: bailleux d'goule, caqu'teux; Occitan: barjacaire, charraire; Plautdietsch: Plaupamul; Polish: gaduła; Portuguese: tagarela, falador, gralha, grafonola; Russian: болтун, болтунья, болтушка, лопотун, лопотуха, лопотунья; Serbo-Croatian: brbljavac, brbljavica; Spanish: loro, lora, charlatán, cotorra, parlanchín; Tangut: 𗀁𗢯; Turkish: geveze, şapır; Ukrainian: балакун, балакуха, лепетун, лепетуха; Walloon: tchafiåd, tchafete, berdeleu, Mareye-tarame