συγκομιδή: Difference between revisions
ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos
(nl) |
mNo edit summary |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkomidi | |Transliteration C=sygkomidi | ||
|Beta Code=sugkomidh/ | |Beta Code=sugkomidh/ | ||
|Definition=ἡ, of harvest, < | |Definition=ἡ, of [[harvest]],<br><span class="bld">A</span> [[gathering in]], ἐν καρποῦ ξυγκομιδῇ ἦσαν Th.3.15; συγκομιδή τῶν ἐκ γῆς καρπῶν [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''149e, etc.; τῶν ὡραίων Id.''Lg.''845e; σίτου X.''HG''7.5.14: abs., [[ingathering]], [[harvest]], PCair. Zen.225.9 (iii B.C.), ''IG''22.1100.28 (ii A.D.), ''PFlor.''175.25 (iii A.D.), etc.: cf. [[συγκομίζω]] 1.2.<br><span class="bld">2</span> in pass. sense, [[being gathered together]], [[crowding]], ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ Th.2.52.<br><span class="bld">3</span> συγκομιδή [[ἱστορία]]ς = [[compiling]] of [[history]], Hdn.1.1.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ἡ, das Zusammentragen, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ἡ, das [[Zusammentragen]], [[Zusammenbringen]], bes. das [[Einerndten]], Thuc. 2, 52. 3, 15; τῶν ὡραίων, Plat. Legg. VIII, 845 e; Theaet. 149 e; σίτου, Xen. Hell. 7, 5, 14; Sp., wie Pol. 13, 100, 8. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ῆς (ἡ) :<br />[[collection]], [[approvisionnement]], [[récolte]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κομιδή]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συγκομιδή -ῆς, ἡ, Att. ook [[ξυγκομιδή]] [συγκομίζω] [[het verzamelen]], [[het binnenbrengen]]:. τῶν ἐκ γῆς καρπῶν van de vruchten van de aarde Plat. Tht. 149e. van personen [[instroom]], [[toevloed]]. Thuc. 2.52.1. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''συγκομῐδή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[сбор]], [[уборка]] (τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Plat., Arst.; σίτου Xen., Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[переселение]], [[наплыв]] (ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ [[ἄστυ]] Thuc.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συγκομῐδή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[μάζεμα]], [[συλλογή]] καρπών, σοδειάς, [[θερισμός]], [[τρύγος]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με Παθ. [[σημασία]], το να έχει μαζευτεί, συγκεντρωθεί, συσσωρευθεί [[κάτι]] σε κάποιον [[τόπο]], σε Θουκ. | |lsmtext='''συγκομῐδή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[μάζεμα]], [[συλλογή]] καρπών, σοδειάς, [[θερισμός]], [[τρύγος]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με Παθ. [[σημασία]], το να έχει μαζευτεί, συγκεντρωθεί, συσσωρευθεί [[κάτι]] σε κάποιον [[τόπο]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συγκομῐδή''': ἡ, τὸ συγκομίζειν τοὺς καρποὺς ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὰς ἀποθήκας, ἐν καρποῦ ξυγκομιδῇ [[εἶναι]], εἶμαι ἠσχολημένος εἰς τὴν συγκομιδήν, Θουκ. 3. 15· ξ. τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Πλάτ. Θεαίτ. 149Ε, κτλ.· τῶν ὡραίων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 845Ε· σίτου Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 14· ἀπολ., [[θερισμός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 355, 12· πρβλ. [[συγκομίζω]] Ι. 2 2) ἐπὶ παθ, σημασ., τὸ συγκομίζεσθαι, συνέρχεσθαι ἢ συσσωρεύεσθαι εἰς τὸν αὐτὸν τόπον, ἐξ ἀγρῶν ἐς ἄστυ Θουκ. 2. 52. 3) σ. ἱστορίας, συγγραφὴ ἱστορίας, Ἡρῳδιαν. ἐν ἀρχ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=συγ-κομῐδή, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> a [[gathering]] in of [[harvest]], Thuc., Xen.<br /><b class="num">2.</b> in [[pass]]. [[sense]], a [[being]] gathered [[together]], [[crowding]] [[into]] a [[place]], Thuc. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[in gathering]], [[of the harvest]] | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=Ἀπό τό [[συγκομίζω]] (=[[συγκεντρώνω]], [[μαζεύω]]) → σύν + [[κομίζω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:42, 13 November 2024
English (LSJ)
ἡ, of harvest,
A gathering in, ἐν καρποῦ ξυγκομιδῇ ἦσαν Th.3.15; συγκομιδή τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Pl.Tht.149e, etc.; τῶν ὡραίων Id.Lg.845e; σίτου X.HG7.5.14: abs., ingathering, harvest, PCair. Zen.225.9 (iii B.C.), IG22.1100.28 (ii A.D.), PFlor.175.25 (iii A.D.), etc.: cf. συγκομίζω 1.2.
2 in pass. sense, being gathered together, crowding, ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ Th.2.52.
3 συγκομιδή ἱστορίας = compiling of history, Hdn.1.1.1.
German (Pape)
[Seite 969] ἡ, das Zusammentragen, Zusammenbringen, bes. das Einerndten, Thuc. 2, 52. 3, 15; τῶν ὡραίων, Plat. Legg. VIII, 845 e; Theaet. 149 e; σίτου, Xen. Hell. 7, 5, 14; Sp., wie Pol. 13, 100, 8.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
collection, approvisionnement, récolte.
Étymologie: σύν, κομιδή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκομιδή -ῆς, ἡ, Att. ook ξυγκομιδή [συγκομίζω] het verzamelen, het binnenbrengen:. τῶν ἐκ γῆς καρπῶν van de vruchten van de aarde Plat. Tht. 149e. van personen instroom, toevloed. Thuc. 2.52.1.
Russian (Dvoretsky)
συγκομῐδή: ἡ
1 сбор, уборка (τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Plat., Arst.; σίτου Xen., Polyb.);
2 переселение, наплыв (ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ Thuc.).
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκομιδή Α συγκομίζω
συλλογή και μεταφορά γεωργικού προϊόντος από τον τόπο καλλιέργειας στον τόπο επεξεργασίας ή αποθήκευσης («συγκομιδὴ τῶν ἐκ τῆς γῆς καρπῶν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. το σύνολο τών καρπών που συγκομίζονται
2. μτφ. κάθε είδος συσσώρευσης («συγκομιδή χρημάτων»)
αρχ.
1. (με παθ. σημ.) συσσώρευση στον ίδιο τόπο («ἐπίεσε δ' αὐτοὺς καὶ ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὸ ἄστυ», Θουκ.)
2. φρ. «συγκομιδὴ ἱστορίας» — συγγραφή, συρραφή ιστορίας μετά από συγκέντρωση στοιχείων.
Greek Monotonic
συγκομῐδή: ἡ,
1. μάζεμα, συλλογή καρπών, σοδειάς, θερισμός, τρύγος, σε Θουκ., Ξεν.
2. με Παθ. σημασία, το να έχει μαζευτεί, συγκεντρωθεί, συσσωρευθεί κάτι σε κάποιον τόπο, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκομῐδή: ἡ, τὸ συγκομίζειν τοὺς καρποὺς ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὰς ἀποθήκας, ἐν καρποῦ ξυγκομιδῇ εἶναι, εἶμαι ἠσχολημένος εἰς τὴν συγκομιδήν, Θουκ. 3. 15· ξ. τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Πλάτ. Θεαίτ. 149Ε, κτλ.· τῶν ὡραίων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 845Ε· σίτου Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 14· ἀπολ., θερισμός, Συλλ. Ἐπιγρ. 355, 12· πρβλ. συγκομίζω Ι. 2 2) ἐπὶ παθ, σημασ., τὸ συγκομίζεσθαι, συνέρχεσθαι ἢ συσσωρεύεσθαι εἰς τὸν αὐτὸν τόπον, ἐξ ἀγρῶν ἐς ἄστυ Θουκ. 2. 52. 3) σ. ἱστορίας, συγγραφὴ ἱστορίας, Ἡρῳδιαν. ἐν ἀρχ.
Middle Liddell
συγ-κομῐδή, ἡ,
1. a gathering in of harvest, Thuc., Xen.
2. in pass. sense, a being gathered together, crowding into a place, Thuc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό συγκομίζω (=συγκεντρώνω, μαζεύω) → σύν + κομίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.