συγκομιδή: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
(Bailly1_4)
mNo edit summary
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkomidi
|Transliteration C=sygkomidi
|Beta Code=sugkomidh/
|Beta Code=sugkomidh/
|Definition=ἡ, of harvest, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">gathering in</b>, ἐν καρποῦ ξυγκομιδῇ ἦσαν <span class="bibl">Th.3.15</span>; σ. τῶν ἐκ γῆς καρπῶν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>149e</span>, etc.; τῶν ὡραίων <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>845e</span>; σίτου <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>7.5.14</span>: abs., <b class="b2">ingathering, harvest, PCair. Zen</b>.<span class="bibl">225.9</span> (iii B.C.), <span class="title">IG</span>22.1100.28 (ii A.D.), <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>175.25</span> (iii A.D.), etc.: cf. συγκομίζω <span class="bibl">1.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> in pass. sense, <b class="b2">being gathered together, crowding</b>, ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ <span class="bibl">Th.2.52</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">σ. ἱστορίας</b> <b class="b2">compiling</b> of history, <span class="bibl">Hdn.1.1.1</span>.</span>
|Definition=ἡ, of [[harvest]],<br><span class="bld">A</span> [[gathering in]], ἐν καρποῦ ξυγκομιδῇ ἦσαν Th.3.15; συγκομιδή τῶν ἐκ γῆς καρπῶν [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''149e, etc.; τῶν ὡραίων Id.''Lg.''845e; σίτου X.''HG''7.5.14: abs., [[ingathering]], [[harvest]], PCair. Zen.225.9 (iii B.C.), ''IG''22.1100.28 (ii A.D.), ''PFlor.''175.25 (iii A.D.), etc.: cf. [[συγκομίζω]] 1.2.<br><span class="bld">2</span> in pass. sense, [[being gathered together]], [[crowding]], ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ Th.2.52.<br><span class="bld">3</span> συγκομιδή [[ἱστορία]]ς = [[compiling]] of [[history]], Hdn.1.1.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ἡ, das Zusammentragen, -bringen, bes. das Einerndten, Thuc. 2, 52. 3, 15; τῶν ὡραίων, Plat. Legg. VIII, 845 e; Theaet. 149 e; σίτου, Xen. Hell. 7, 5, 14; Sp., wie Pol. 13, 100, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ἡ, das [[Zusammentragen]], [[Zusammenbringen]], bes. das [[Einerndten]], Thuc. 2, 52. 3, 15; τῶν ὡραίων, Plat. Legg. VIII, 845 e; Theaet. 149 e; σίτου, Xen. Hell. 7, 5, 14; Sp., wie Pol. 13, 100, 8.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />[[collection]], [[approvisionnement]], [[récolte]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κομιδή]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγκομιδή -ῆς, ἡ, Att. ook [[ξυγκομιδή]] [συγκομίζω] [[het verzamelen]], [[het binnenbrengen]]:. τῶν ἐκ γῆς καρπῶν van de vruchten van de aarde Plat. Tht. 149e. van personen [[instroom]], [[toevloed]]. Thuc. 2.52.1.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκομῐδή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[сбор]], [[уборка]] (τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Plat., Arst.; σίτου Xen., Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[переселение]], [[наплыв]] (ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ [[ἄστυ]] Thuc.).
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκομιδή Α [[συγκομίζω]]<br />[[συλλογή]] και [[μεταφορά]] γεωργικού προϊόντος από τον [[τόπο]] καλλιέργειας στον [[τόπο]] επεξεργασίας ή αποθήκευσης («συγκομιδὴ τῶν ἐκ τῆς γῆς καρπῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[σύνολο]] τών καρπών που συγκομίζονται<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[είδος]] συσσώρευσης («[[συγκομιδή]] χρημάτων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) [[συσσώρευση]] στον ίδιο [[τόπο]] («ἐπίεσε δ' αὐτοὺς καὶ ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὸ [[ἄστυ]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συγκομιδὴ ἱστορίας» — [[συγγραφή]], [[συρραφή]] ιστορίας [[μετά]] από [[συγκέντρωση]] στοιχείων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκομῐδή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[μάζεμα]], [[συλλογή]] καρπών, σοδειάς, [[θερισμός]], [[τρύγος]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με Παθ. [[σημασία]], το να έχει μαζευτεί, συγκεντρωθεί, συσσωρευθεί [[κάτι]] σε κάποιον [[τόπο]], σε Θουκ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκομῐδή''': ἡ, τὸ συγκομίζειν τοὺς καρποὺς ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὰς ἀποθήκας, ἐν καρποῦ ξυγκομιδῇ [[εἶναι]], εἶμαι ἠσχολημένος εἰς τὴν συγκομιδήν, Θουκ. 3. 15· ξ. τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Πλάτ. Θεαίτ. 149Ε, κτλ.· τῶν ὡραίων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 845Ε· σίτου Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 14· ἀπολ., [[θερισμός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 355, 12· πρβλ. [[συγκομίζω]] Ι. 2 2) ἐπὶ παθ, σημασ., τὸ συγκομίζεσθαι, συνέρχεσθαι ἢ συσσωρεύεσθαι εἰς τὸν αὐτὸν τόπον, ἐξ ἀγρῶν ἐς ἄστυ Θουκ. 2. 52. 3) σ. ἱστορίας, συγγραφὴ ἱστορίας, Ἡρῳδιαν. ἐν ἀρχ.
|lstext='''συγκομῐδή''': ἡ, τὸ συγκομίζειν τοὺς καρποὺς ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὰς ἀποθήκας, ἐν καρποῦ ξυγκομιδῇ [[εἶναι]], εἶμαι ἠσχολημένος εἰς τὴν συγκομιδήν, Θουκ. 3. 15· ξ. τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Πλάτ. Θεαίτ. 149Ε, κτλ.· τῶν ὡραίων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 845Ε· σίτου Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 14· ἀπολ., [[θερισμός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 355, 12· πρβλ. [[συγκομίζω]] Ι. 2 2) ἐπὶ παθ, σημασ., τὸ συγκομίζεσθαι, συνέρχεσθαι ἢ συσσωρεύεσθαι εἰς τὸν αὐτὸν τόπον, ἐξ ἀγρῶν ἐς ἄστυ Θουκ. 2. 52. 3) σ. ἱστορίας, συγγραφὴ ἱστορίας, Ἡρῳδιαν. ἐν ἀρχ.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ῆς () :<br />collection, approvisionnement, récolte.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κομιδή]].
|mdlsjtxt=συγ-κομῐδή, ,<br /><b class="num">1.</b> a [[gathering]] in of [[harvest]], Thuc., Xen.<br /><b class="num">2.</b> in [[pass]]. [[sense]], a [[being]] gathered [[together]], [[crowding]] [[into]] a [[place]], Thuc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[in gathering]], [[of the harvest]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[συγκομίζω]] (=[[συγκεντρώνω]], [[μαζεύω]]) → σύν + [[κομίζω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 14:42, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκομῐδή Medium diacritics: συγκομιδή Low diacritics: συγκομιδή Capitals: ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ
Transliteration A: synkomidḗ Transliteration B: synkomidē Transliteration C: sygkomidi Beta Code: sugkomidh/

English (LSJ)

ἡ, of harvest,
A gathering in, ἐν καρποῦ ξυγκομιδῇ ἦσαν Th.3.15; συγκομιδή τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Pl.Tht.149e, etc.; τῶν ὡραίων Id.Lg.845e; σίτου X.HG7.5.14: abs., ingathering, harvest, PCair. Zen.225.9 (iii B.C.), IG22.1100.28 (ii A.D.), PFlor.175.25 (iii A.D.), etc.: cf. συγκομίζω 1.2.
2 in pass. sense, being gathered together, crowding, ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ Th.2.52.
3 συγκομιδή ἱστορίας = compiling of history, Hdn.1.1.1.

German (Pape)

[Seite 969] ἡ, das Zusammentragen, Zusammenbringen, bes. das Einerndten, Thuc. 2, 52. 3, 15; τῶν ὡραίων, Plat. Legg. VIII, 845 e; Theaet. 149 e; σίτου, Xen. Hell. 7, 5, 14; Sp., wie Pol. 13, 100, 8.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
collection, approvisionnement, récolte.
Étymologie: σύν, κομιδή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκομιδή -ῆς, ἡ, Att. ook ξυγκομιδή [συγκομίζω] het verzamelen, het binnenbrengen:. τῶν ἐκ γῆς καρπῶν van de vruchten van de aarde Plat. Tht. 149e. van personen instroom, toevloed. Thuc. 2.52.1.

Russian (Dvoretsky)

συγκομῐδή:
1 сбор, уборка (τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Plat., Arst.; σίτου Xen., Polyb.);
2 переселение, наплыв (ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ Thuc.).

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκομιδή Α συγκομίζω
συλλογή και μεταφορά γεωργικού προϊόντος από τον τόπο καλλιέργειας στον τόπο επεξεργασίας ή αποθήκευσης («συγκομιδὴ τῶν ἐκ τῆς γῆς καρπῶν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. το σύνολο τών καρπών που συγκομίζονται
2. μτφ. κάθε είδος συσσώρευσης («συγκομιδή χρημάτων»)
αρχ.
1. (με παθ. σημ.) συσσώρευση στον ίδιο τόπο («ἐπίεσε δ' αὐτοὺς καὶ ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὸ ἄστυ», Θουκ.)
2. φρ. «συγκομιδὴ ἱστορίας» — συγγραφή, συρραφή ιστορίας μετά από συγκέντρωση στοιχείων.

Greek Monotonic

συγκομῐδή: ἡ,
1. μάζεμα, συλλογή καρπών, σοδειάς, θερισμός, τρύγος, σε Θουκ., Ξεν.
2. με Παθ. σημασία, το να έχει μαζευτεί, συγκεντρωθεί, συσσωρευθεί κάτι σε κάποιον τόπο, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκομῐδή: ἡ, τὸ συγκομίζειν τοὺς καρποὺς ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὰς ἀποθήκας, ἐν καρποῦ ξυγκομιδῇ εἶναι, εἶμαι ἠσχολημένος εἰς τὴν συγκομιδήν, Θουκ. 3. 15· ξ. τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Πλάτ. Θεαίτ. 149Ε, κτλ.· τῶν ὡραίων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 845Ε· σίτου Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 14· ἀπολ., θερισμός, Συλλ. Ἐπιγρ. 355, 12· πρβλ. συγκομίζω Ι. 2 2) ἐπὶ παθ, σημασ., τὸ συγκομίζεσθαι, συνέρχεσθαι ἢ συσσωρεύεσθαι εἰς τὸν αὐτὸν τόπον, ἐξ ἀγρῶν ἐς ἄστυ Θουκ. 2. 52. 3) σ. ἱστορίας, συγγραφὴ ἱστορίας, Ἡρῳδιαν. ἐν ἀρχ.

Middle Liddell

συγ-κομῐδή, ἡ,
1. a gathering in of harvest, Thuc., Xen.
2. in pass. sense, a being gathered together, crowding into a place, Thuc.

English (Woodhouse)

in gathering, of the harvest

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό συγκομίζω (=συγκεντρώνω, μαζεύω) → σύν + κομίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.