στερνοτυπής: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(Bailly1_4)
m (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sternotypis
|Transliteration C=sternotypis
|Beta Code=sternotuph/s
|Beta Code=sternotuph/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">from beaten breasts</b>, κτύπος <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>604</span> (lyr.); σ. πάταγος <span class="title">AP</span>7.711 (Antip.); cf. στέρνον 1.1.</span>
|Definition=στερνοτυπές, of or from [[beaten breasts]], κτύπος [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''604 (lyr.); σ. πάταγος ''AP''7.711 (Antip.); cf. [[στέρνον]] 1.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0938.png Seite 938]] ές, [[ἰάλεμος]], Klagegeschrei, wobei man sich die Brust schlägt; κτύποι, Eur. Suppl 604; [[πάταγος]], Antp. Sid. 98 (VII, 711).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0938.png Seite 938]] ές, [[ἰάλεμος]], Klagegeschrei, wobei man sich die Brust schlägt; κτύποι, Eur. Suppl 604; [[πάταγος]], Antp. Sid. 98 (VII, 711).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qu'on fait en se frappant la poitrine]].<br />'''Étymologie:''' [[στέρνον]], [[τύπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στερνοτυπής -ές &#91;[[στέρνον]], [[τύπτω]]] [[voortgebracht door het slaan op de borst]]:. κτύπος het gedreun Eur. Suppl. 604.
}}
{{elru
|elrutext='''στερνοτῠπής:''' [[издаваемый ударами в грудь]] ([[κτύπος]] Eur.; [[πάταγος]] Anth.).
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στενοτυπία («[[πάταγος]] [[στερνοτυπής]]», Αντίπ. Θεσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέρνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), [[πρβλ]]. [[μηροτυπής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στερνοτῠπής:''' -ές ([[τύπτω]]), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από το στηθοκόπημα, από τα χτυπήματα που δίνει [[κάποιος]] στο [[στήθος]] του για να εκφράσει τη [[θλίψη]] και την [[οδύνη]] του, σε Ευρ., Ανθ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στερνοτῠπής''': -ές, ([[τύπτω]]) ὁ ἀνήκων εἰς τυπτόμενα στήθη ἢ ἐξ αὐτῶν προερχόμενος, [[κτύπος]] Εὐρ. Ἱκέτ. 604· [[πάταγος]] στ. Ἀνθ. Π. 7. 711· πρβλ. [[στέρνον]] Ι. 1. - Παρ’ Ἡσυχ. στερνοτύπτης. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 266.
|lstext='''στερνοτῠπής''': -ές, ([[τύπτω]]) ὁ ἀνήκων εἰς τυπτόμενα στήθη ἢ ἐξ αὐτῶν προερχόμενος, [[κτύπος]] Εὐρ. Ἱκέτ. 604· [[πάταγος]] στ. Ἀνθ. Π. 7. 711· πρβλ. [[στέρνον]] Ι. 1. - Παρ’ Ἡσυχ. στερνοτύπτης. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 266.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ής, ές :<br />qu’on fait en se frappant la poitrine.<br />'''Étymologie:''' [[στέρνον]], [[τύπτω]].
|mdlsjtxt=στερνο-τῠπής, ές [[τύπτω]]<br />of or from [[beaten]] breasts, Eur., Anth.
}}
}}

Latest revision as of 07:29, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερνοτῠπής Medium diacritics: στερνοτυπής Low diacritics: στερνοτυπής Capitals: ΣΤΕΡΝΟΤΥΠΗΣ
Transliteration A: sternotypḗs Transliteration B: sternotypēs Transliteration C: sternotypis Beta Code: sternotuph/s

English (LSJ)

στερνοτυπές, of or from beaten breasts, κτύπος E.Supp.604 (lyr.); σ. πάταγος AP7.711 (Antip.); cf. στέρνον 1.1.

German (Pape)

[Seite 938] ές, ἰάλεμος, Klagegeschrei, wobei man sich die Brust schlägt; κτύποι, Eur. Suppl 604; πάταγος, Antp. Sid. 98 (VII, 711).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qu'on fait en se frappant la poitrine.
Étymologie: στέρνον, τύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στερνοτυπής -ές [στέρνον, τύπτω] voortgebracht door het slaan op de borst:. κτύπος het gedreun Eur. Suppl. 604.

Russian (Dvoretsky)

στερνοτῠπής: издаваемый ударами в грудь (κτύπος Eur.; πάταγος Anth.).

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στενοτυπία («πάταγος στερνοτυπής», Αντίπ. Θεσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. μηροτυπής].

Greek Monotonic

στερνοτῠπής: -ές (τύπτω), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από το στηθοκόπημα, από τα χτυπήματα που δίνει κάποιος στο στήθος του για να εκφράσει τη θλίψη και την οδύνη του, σε Ευρ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

στερνοτῠπής: -ές, (τύπτω) ὁ ἀνήκων εἰς τυπτόμενα στήθη ἢ ἐξ αὐτῶν προερχόμενος, κτύπος Εὐρ. Ἱκέτ. 604· πάταγος στ. Ἀνθ. Π. 7. 711· πρβλ. στέρνον Ι. 1. - Παρ’ Ἡσυχ. στερνοτύπτης. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 266.

Middle Liddell

στερνο-τῠπής, ές τύπτω
of or from beaten breasts, Eur., Anth.