ἀποπίμπλημι: Difference between revisions

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
(CSV import)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apopimplimi
|Transliteration C=apopimplimi
|Beta Code=a)popi/mplhmi
|Beta Code=a)popi/mplhmi
|Definition=later ἀπο-πιμπλάω· poet. also ἀποπίπλημι, ἀπο-άω:— <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fill up]] a number, τὰς τετρακοσίας μυριάδας <span class="bibl">Hdt.7.29</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[satisfy]], [[fulfil]], in Pass., ἀποπλησθῆναι τὸν χρησμόν <span class="bibl">Id.8.96</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[satisfy]], [[appease]], ἀ. αὐτοῦ τὸν θυμόν <span class="bibl">Id.2.129</span>, cf. <span class="bibl">Th.7.68</span>; ἀ. τὰς ἐπιθυμίας <span class="bibl">Pl. <span class="title">Grg.</span>492a</span>,al. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[satisfy]] an inquirer, τινά <span class="bibl">Id.<span class="title">Cra.</span>413b</span>.</span>
|Definition=later [[ἀποπιμπλάω]]· ''poet.'' also [[ἀποπίπλημι]], [[ἀποπιμπλάω]]: poet. also [[ἀποπίπλημι]], [[ἀποπιπλάω]]:—<br><span class="bld">A</span> [[fill up]] a number, τὰς τετρακοσίας μυριάδας [[Herodotus|Hdt.]]7.29.<br><span class="bld">II</span> [[satisfy]], [[fulfil]], in Pass., ἀποπλησθῆναι τὸν χρησμόν Id.8.96.<br><span class="bld">2</span> [[satisfy]], [[appease]], ἀ. αὐτοῦ τὸν θυμόν Id.2.129, cf. Th.7.68; ἀ. τὰς ἐπιθυμίας Pl. ''Grg.''492a,al.<br><span class="bld">3</span> [[satisfy]] an inquirer, τινά Id.''Cra.''413b.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπίμπλημι''': καὶ (ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ.) -πιμπλάω: ποιητ. [[ὡσαύτως]] ἀποπίπλημι, -άω: μέλλ. -πλήσω, συμπληρῶ ἀριθμόν, τὰς τετρακοσίας μυριάδας τοι τῶν στατήρων ἀποπλήσω Ἡρόδ. 7. 29. ΙΙ. ἐκπληρῶ, [[ἐπαληθεύω]], [[ὥστε]] ἀποπλῆσαι τὸν χρησμὸν ὁ αὐτ. 8. 96. 2) ἱκανοποιῶ, [[καταπραΰνω]], ἀποπιμπλάναι [[αὐτοῦ]] τὸν θυμὸν (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου explere animum) ὁ αὐτ. 2. 129, πρβλ. Θουκ. 7. 68, καὶ ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[πληρόω]] 3) Ι. 2· ἀπ. τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 492Α, κ. ἀλλ. 3) ἱκανοποιῶ τινὰ ἐρωτῶντα, ἐρευνῶντα, τινὰ ὁ αὐτ. Κρατ. 413Β.
|lstext='''ἀποπίμπλημι''': καὶ (ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ.) -πιμπλάω: ποιητ. [[ὡσαύτως]] ἀποπίπλημι, -άω: μέλλ. -πλήσω, συμπληρῶ ἀριθμόν, τὰς τετρακοσίας μυριάδας τοι τῶν στατήρων ἀποπλήσω Ἡρόδ. 7. 29. ΙΙ. ἐκπληρῶ, [[ἐπαληθεύω]], [[ὥστε]] ἀποπλῆσαι τὸν χρησμὸν ὁ αὐτ. 8. 96. 2) ἱκανοποιῶ, [[καταπραΰνω]], ἀποπιμπλάναι αὐτοῦ τὸν θυμὸν (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου explere animum) ὁ αὐτ. 2. 129, πρβλ. Θουκ. 7. 68, καὶ ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[πληρόω]] 3) Ι. 2· ἀπ. τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 492Α, κ. ἀλλ. 3) ἱκανοποιῶ τινὰ ἐρωτῶντα, ἐρευνῶντα, τινὰ ὁ αὐτ. Κρατ. 413Β.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπίμπλημι:''' ποιητ. -[[πίμπλημι]], μέλ. <i>-πλήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[συμπληρώνω]] έναν αριθμό, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ικανοποιώ]], [[εκπληρώνω]], [[επαληθεύω]], <i>χρησμόν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ικανοποιώ]], καταπραΰνω, [[κατευνάζω]], <i>θυμόν</i>, <i>ἐπιθυμίαν</i>, στον ίδ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἀποπίμπλημι:''' ποιητ. -[[πίμπλημι]], μέλ. <i>-πλήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[συμπληρώνω]] έναν αριθμό, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ικανοποιώ]], [[εκπληρώνω]], [[επαληθεύω]], <i>χρησμόν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ικανοποιώ]], καταπραΰνω, [[κατευνάζω]], <i>θυμόν</i>, <i>ἐπιθυμίαν</i>, στον ίδ., Πλάτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[fill]] up a [[number]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to [[satisfy]], [[fulfil]], χρησμόν Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[satisfy]], [[appease]], θυμόν, ἐπιθυμίαν Hdt., Plat.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to [[fill]] up a [[number]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to [[satisfy]], [[fulfil]], χρησμόν Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[satisfy]], [[appease]], θυμόν, ἐπιθυμίαν Hdt., Plat.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[explere]]'', to [[fill up]], [[complete]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.68.1/ 7.68.1].
}}
}}

Latest revision as of 13:56, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπίμπλημι Medium diacritics: ἀποπίμπλημι Low diacritics: αποπίμπλημι Capitals: ΑΠΟΠΙΜΠΛΗΜΙ
Transliteration A: apopímplēmi Transliteration B: apopimplēmi Transliteration C: apopimplimi Beta Code: a)popi/mplhmi

English (LSJ)

later ἀποπιμπλάω· poet. also ἀποπίπλημι, ἀποπιμπλάω: poet. also ἀποπίπλημι, ἀποπιπλάω:—
A fill up a number, τὰς τετρακοσίας μυριάδας Hdt.7.29.
II satisfy, fulfil, in Pass., ἀποπλησθῆναι τὸν χρησμόν Id.8.96.
2 satisfy, appease, ἀ. αὐτοῦ τὸν θυμόν Id.2.129, cf. Th.7.68; ἀ. τὰς ἐπιθυμίας Pl. Grg.492a,al.
3 satisfy an inquirer, τινά Id.Cra.413b.

Spanish (DGE)

1 completar τὰς τετρακοσίας μυριάδας τοι τῶν στατήρων ἀποπλήσω Hdt.7.29
cumplir, completar períodos de tiempo, Eus.HE 3.14.1
fig. colmar τὸ μέτρον τῆς ἀνοίας Gr.Thaum.Pan.Or.2.62, cf. 63.
2 satisfacer, colmar saciar τὸν ἔρωτα Gorg.B 11.5, θυμόν Hdt.2.129, Pl.Lg.717d, cf. Th.7.68, ἐπιθυμίας Pl.Grg.503c, 505a, R.554a, 579e, τὰ αὑτοῦ ἤθη Pl.R.571c, ὀργὰς καὶ βαρυθυμίας Plu.2.417d
c. ac. de pers. satisfacer, complacer βουλόμενοι ἀποπιμπλάναι με queriendo satisfacer (mi curiosidad) Pl.Cra.413b.
3 cumplir, llevar a cabo, realizar ἐπιμέλειαν Gr.Thaum.Pan.Or.5.117, cf. 3.47
pas. de un oráculo, Hdt.8.96
abs. ἀποπιμπλάς cumpliendo con su deber POxy.290.24 (I d.C.).

German (Pape)

[Seite 319] (s. πίμπλημι), ganz anfüllen, τινά Plat. Crat. 413 b; τὰς τετρακοσίας μυριάδας, voll machen, Her. 7, 29; χρησμὸν ἀποπλῆσαι, erfüllen, 8, 96: übertr., θυμόν, sättigen, stillen, 1, 129; Plat. Legg. IV, 717 d; ἐπιθυμίας Gorg. 503 c; Sp.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποπλήσω, etc.
remplir complètement : μυριάδας HDT parfaire un nombre de myriades ; χρησμόν HDT accomplir un oracle ; τὸ θυμούμενον THC assouvir sa colère.
Étymologie: ἀπό, πίμπλημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπίμπλημι:
1 пополнять: ἀ. τὰς τετρακοσίας μυριάδας Her. округлять до 4 миллионов;
2 приводить в исполнение, исполнять (χρησμόν Her.);
3 утолять (τὸ διψῶδές τινος Plut.; θυμόν Her., Plut.; τὸ θυμούμενον Thuc.);
4 удовлетворять (τὰς ἐπιθυμίας Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπίμπλημι: καὶ (ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ.) -πιμπλάω: ποιητ. ὡσαύτως ἀποπίπλημι, -άω: μέλλ. -πλήσω, συμπληρῶ ἀριθμόν, τὰς τετρακοσίας μυριάδας τοι τῶν στατήρων ἀποπλήσω Ἡρόδ. 7. 29. ΙΙ. ἐκπληρῶ, ἐπαληθεύω, ὥστε ἀποπλῆσαι τὸν χρησμὸν ὁ αὐτ. 8. 96. 2) ἱκανοποιῶ, καταπραΰνω, ἀποπιμπλάναι αὐτοῦ τὸν θυμὸν (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου explere animum) ὁ αὐτ. 2. 129, πρβλ. Θουκ. 7. 68, καὶ ἴδε τὸ ῥῆμα πληρόω 3) Ι. 2· ἀπ. τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 492Α, κ. ἀλλ. 3) ἱκανοποιῶ τινὰ ἐρωτῶντα, ἐρευνῶντα, τινὰ ὁ αὐτ. Κρατ. 413Β.

Greek Monolingual

ἀποπί(μ)πλημι κ. -άω (Α)
1. συμπληρώνω, ολοκληρώνω
2. επαληθεύω, εκπληρώνω
3. καταπραΰνω, κατευνάζω
4. ικανοποιώ κάποιον που ζητά κάτι.

Greek Monotonic

ἀποπίμπλημι: ποιητ. -πίμπλημι, μέλ. -πλήσω,
I. συμπληρώνω έναν αριθμό, σε Ηρόδ.
II. 1. ικανοποιώ, εκπληρώνω, επαληθεύω, χρησμόν, στον ίδ.
2. ικανοποιώ, καταπραΰνω, κατευνάζω, θυμόν, ἐπιθυμίαν, στον ίδ., Πλάτ.

Middle Liddell

I. to fill up a number, Hdt.
II. to satisfy, fulfil, χρησμόν Hdt.
2. to satisfy, appease, θυμόν, ἐπιθυμίαν Hdt., Plat.

Lexicon Thucydideum

explere, to fill up, complete, 7.68.1.