ἀφανής: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφανής''': -ές, (φαίνομαι, φανῆναι) μὴ φαινόμενος, [[ἀόρατος]], ἀθέατος, Λατ. caecus, ιδίως ἐπὶ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, [[Τάρταρος]] Πινδ. Ἀποσπ. 223, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 860· οὕτω, [[χάσμα]] ἀφανές, μὴ ὁρώμενον, Ἡρόδ. 6. 76· ἡ ἀφ. [[θεός]], ἐπί τῆς Περσεφόνης, Σοφ. Ο.Κ. 1556· ὁ ἀφ. [[πόλος]], δηλ. ὁ [[νότιος]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 2, 15, π. Κόσμ. 4. 14· περὶ τοῦ ἐν Θουκ. 4. 67, ἴδε φυλακὴ Ι. 1. 2) ἀφ. γίγνεσθαι, ἀφανίζεσθαι, ἐξαφανίζεσθαι, Ἡρόδ. 3. 104, Εὐρ. Ι. Τ. 757, Πλάτ. Πόλ. 359Ε· οὕτω, ἀφ. ἧν, ἐξηφανίσθη, Ἡρόδ. 7. 37, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 4, 7· ἐπί στρατιωτῶν μὴ ἀνευρισκομένων [[μετὰ]] τὴν μάχην, Θουκ. 2. 34. 3) [[ἀόρατος]], κεκρυμμένος, [[ἀκατάληπτος]], ἀφ. [[νόος]] ἀθανάτων Σόλων 10· ἀφ. [[νεῦμα]], κρυπτόν, μυστικὸν σημειον, Θουκ. 1. 134· ἀφ. [[χωρίον]], ὅ δὲν δύναταί τις νὰ ἴδῃ ,ὁ αὐτ. 4.29· ἀφ. [[ξιφίδιον]], κεκρυμμένον, ὁ αὐτ. 8.69· [[μετὰ]] μετοχ., ἀφ. εἰμι ποιῶν τι, [[πράττω]] τι [[χωρίς]] νά με ἴδῃ τις, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 4· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἀφ. ὤν ποιῶ τι Θουκ. 1. 68· μαντικῇ χρώμενος οὐκ ἀφανὴς ἦν, ἦτο [[πασίγνωστος]] ὅτι, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2. β) ὁ [[ἄγνωστος]], [[ἀβέβαιος]], [[ἀμφίβολος]], [[σκοτεινός]], [[ἀσαφής]], ἀφ. [[νόσος]] Ἡρόδ. 2. 84· σὺν ἀφανεῖ λόγῳ, ἐπί κατηγορίᾳ μὴ φανερᾷ, μὴ βεβαίᾳ, Σοφ. Ο. Τ. 657· ἐν ἀφανεῖ λ. Ἀντιφῶν 136. 18· [[μόρος]] Σοφ. Ο. Κ. 1683· [[ὄνομα]] Εὐρ. Τρῳ. 1322· [[ἐλπίς]] Θουκ.5. 103· [[πρόφασις]] ἀφανεστάτῃ λόγῳ ὁ αὐτ. 1. 23· οὐκ ἀφ. τεκμήρια Ξεν. Ἀγησ. 6. 1· μεθέντας τἀφανῆ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τά [[πρός]] ποσίν, Σοφ. Ο. Τ. 131, πρβλ. [[ἑτοῖμος]] Ι. 2, ἐν τέλει· ἀφ. [[χάρις]], [[χάρις]] παρ’ ἀγνώστου προσώπου, Δημ. 416, 4· ἰδίως ἐπί μελλόντων πραγμάτων, τὸ ἀφανές, ἡ [[ἀβεβαιότης]], Ἡρόδ. 2. 23· μισῶ μὲν [[ὅστις]] τἀφανῆ περισκοπεῖ Σοφ. Ἀποσπ. 770· τά ἀφανῆ μεριμνᾶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. Ἄδηλ. 61, Meineke· [[ὑπὲρ]] τῶν ἀφανῶν φανεροῖς μαρτυρίοις χρῆσθαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 2, 6· τό τῆς τύχης ἀφ. Εὐρ. Ἄλκ. 785· τό ἀφ. τοῦ κατορθώσειν Θουκ. 2. 42· ἐν ἀφανεῖ κεῖσθαι, ἐν τῷ ἀφανεῖ [[εἶναι]] ὁ αὐτ. 1.42, κτλ.· ἐν ἀφ. κεκτῆσθαί τι, κρυφίως, μυστικῶς, Πλάτ. Νόμ. 954D· [[οὕτως]], ἐκ τοῦ ἀφανοῦς Θουκ. 1. 51., 4. 96, κτλ.· καὶ ἐξ ἀφανοῦς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] οὐδ. πληθ. ἀφανῆ, ὡς ἐπίρρ., Εὐρ. Ἱππ. 1289· καὶ κανονικὸν ἐπίρρ. ἀφανῶς Θουκ. 3. 43, κτλ.· ὑπερθ. ἀφανέστατα Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 27. 4) ἐπί προσώπων, [[ἀπαρατήρητος]], ἄσημος, Εὐρ. Τρω. 1244, 1322, Θουκ. 3. 57. 5) ἀφανὴς [[οὐσία]], κινητὴ [[περιουσία]], [[οἷον]] χρήματα, τὰ ὁποῖα δύναταί τις νὰ καταστήσῃ ἀφανῆ (πρβλ. [[ἀφανίζω]] Ι. 7), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ φανερὰ ([[ἀκίνητος]] [[περιουσία]]), [[οἷον]] εἰς κτήματα, Λυσ. Ἀποσπ. 47· ἀφανῆ καταστῆσαι τὴν οὐσίαν, μετατρέψαι αὐτὴν εἰς χρήματα, ὁ αὐτ. 160. 8· [[οὕτως]], ἀφ. [[πλοῦτος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γῆ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 602· ἀλλ’ ἐν κυριολεκτικῇ σημαασίᾳ [[πλοῦτος]] ἀφ. ὃν σὺ κατορύξας ἔχεις Μένανδ. ἐν «Δυσκόλῳ» 2. 16.
|lstext='''ἀφανής''': -ές, (φαίνομαι, φανῆναι) μὴ φαινόμενος, [[ἀόρατος]], ἀθέατος, Λατ. caecus, ιδίως ἐπὶ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, [[Τάρταρος]] Πινδ. Ἀποσπ. 223, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 860· οὕτω, [[χάσμα]] ἀφανές, μὴ ὁρώμενον, Ἡρόδ. 6. 76· ἡ ἀφ. [[θεός]], ἐπί τῆς Περσεφόνης, Σοφ. Ο.Κ. 1556· ὁ ἀφ. [[πόλος]], δηλ. ὁ [[νότιος]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 2, 15, π. Κόσμ. 4. 14· περὶ τοῦ ἐν Θουκ. 4. 67, ἴδε φυλακὴ Ι. 1. 2) ἀφ. γίγνεσθαι, ἀφανίζεσθαι, ἐξαφανίζεσθαι, Ἡρόδ. 3. 104, Εὐρ. Ι. Τ. 757, Πλάτ. Πόλ. 359Ε· οὕτω, ἀφ. ἧν, ἐξηφανίσθη, Ἡρόδ. 7. 37, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 4, 7· ἐπί στρατιωτῶν μὴ ἀνευρισκομένων [[μετὰ]] τὴν μάχην, Θουκ. 2. 34. 3) [[ἀόρατος]], κεκρυμμένος, [[ἀκατάληπτος]], ἀφ. [[νόος]] ἀθανάτων Σόλων 10· ἀφ. [[νεῦμα]], κρυπτόν, μυστικὸν σημειον, Θουκ. 1. 134· ἀφ. [[χωρίον]], ὅ δὲν δύναταί τις νὰ ἴδῃ ,ὁ αὐτ. 4.29· ἀφ. [[ξιφίδιον]], κεκρυμμένον, ὁ αὐτ. 8.69· [[μετὰ]] μετοχ., ἀφ. εἰμι ποιῶν τι, [[πράττω]] τι [[χωρίς]] νά με ἴδῃ τις, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 4· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἀφ. ὤν ποιῶ τι Θουκ. 1. 68· μαντικῇ χρώμενος οὐκ ἀφανὴς ἦν, ἦτο [[πασίγνωστος]] ὅτι, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2. β) ὁ [[ἄγνωστος]], [[ἀβέβαιος]], [[ἀμφίβολος]], [[σκοτεινός]], [[ἀσαφής]], ἀφ. [[νόσος]] Ἡρόδ. 2. 84· σὺν ἀφανεῖ λόγῳ, ἐπί κατηγορίᾳ μὴ φανερᾷ, μὴ βεβαίᾳ, Σοφ. Ο. Τ. 657· ἐν ἀφανεῖ λ. Ἀντιφῶν 136. 18· [[μόρος]] Σοφ. Ο. Κ. 1683· [[ὄνομα]] Εὐρ. Τρῳ. 1322· [[ἐλπίς]] Θουκ.5. 103· [[πρόφασις]] ἀφανεστάτῃ λόγῳ ὁ αὐτ. 1. 23· οὐκ ἀφ. τεκμήρια Ξεν. Ἀγησ. 6. 1· μεθέντας τἀφανῆ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τά [[πρός]] ποσίν, Σοφ. Ο. Τ. 131, πρβλ. [[ἑτοῖμος]] Ι. 2, ἐν τέλει· ἀφ. [[χάρις]], [[χάρις]] παρ’ ἀγνώστου προσώπου, Δημ. 416, 4· ἰδίως ἐπί μελλόντων πραγμάτων, τὸ ἀφανές, ἡ [[ἀβεβαιότης]], Ἡρόδ. 2. 23· μισῶ μὲν [[ὅστις]] τἀφανῆ περισκοπεῖ Σοφ. Ἀποσπ. 770· τά ἀφανῆ μεριμνᾶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. Ἄδηλ. 61, Meineke· [[ὑπὲρ]] τῶν ἀφανῶν φανεροῖς μαρτυρίοις χρῆσθαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 2, 6· τό τῆς τύχης ἀφ. Εὐρ. Ἄλκ. 785· τό ἀφ. τοῦ κατορθώσειν Θουκ. 2. 42· ἐν ἀφανεῖ κεῖσθαι, ἐν τῷ ἀφανεῖ [[εἶναι]] ὁ αὐτ. 1.42, κτλ.· ἐν ἀφ. κεκτῆσθαί τι, κρυφίως, μυστικῶς, Πλάτ. Νόμ. 954D· [[οὕτως]], ἐκ τοῦ ἀφανοῦς Θουκ. 1. 51., 4. 96, κτλ.· καὶ ἐξ ἀφανοῦς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] οὐδ. πληθ. ἀφανῆ, ὡς ἐπίρρ., Εὐρ. Ἱππ. 1289· καὶ κανονικὸν ἐπίρρ. ἀφανῶς Θουκ. 3. 43, κτλ.· ὑπερθ. ἀφανέστατα Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 27. 4) ἐπί προσώπων, [[ἀπαρατήρητος]], ἄσημος, Εὐρ. Τρω. 1244, 1322, Θουκ. 3. 57. 5) ἀφανὴς [[οὐσία]], κινητὴ [[περιουσία]], [[οἷον]] χρήματα, τὰ ὁποῖα δύναταί τις νὰ καταστήσῃ ἀφανῆ (πρβλ. [[ἀφανίζω]] Ι. 7), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ φανερὰ ([[ἀκίνητος]] [[περιουσία]]), [[οἷον]] εἰς κτήματα, Λυσ. Ἀποσπ. 47· ἀφανῆ καταστῆσαι τὴν οὐσίαν, μετατρέψαι αὐτὴν εἰς χρήματα, ὁ αὐτ. 160. 8· [[οὕτως]], ἀφ. [[πλοῦτος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γῆ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 602· ἀλλ’ ἐν κυριολεκτικῇ σημαασίᾳ [[πλοῦτος]] ἀφ. ὃν σὺ κατορύξας ἔχεις Μένανδ. ἐν «Δυσκόλῳ» 2. 16.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />non apparent, <i>d’où</i><br /><b>I.</b> qu’on ne voit pas :<br /><b>1</b> invisible : ἡ ἀφανὴς [[θεός]] SOPH la déesse invisible (Perséphone);<br /><b>2</b> qui n’est pas en vue : ἀφανὲς [[χωρίον]] THC place hors de portée de la vue;<br /><b>3</b> caché, secret : ἀφανὲς [[ξιφίδιον]] THC poignard caché ; ἀφανὲς [[νεῦμα]] THC signe secret ; avec un part. μαντικῇ χρώμενος [[οὐκ]] ἀφανὴς [[ἦν]] XÉN on savait bien qu’il s’occupait de divination ; <i>adv.</i> • [[ἐν]] ἀφανεῖ THC dans l’obscurité <i>ou</i> dans le secret ; • [[ἐκ]] [[τοῦ]] ἀφανοῦς THC en secret;<br /><b>4</b> inconnu, obscur : ἀφανὴς [[νόσος]] HDT maladie inconnue <i>ou</i> obscure ; ἀφανὴς [[ἐλπίς]] THC espérance incertaine ; ἀφανὴς [[λόγος]] SOPH assertion sans preuves ; τὸ τῆς τύχης ἀφανές EUR l’incertitude de la fortune;<br /><b>II.</b> qu’on ne voit plus : ἀφανῆ γίγνεσθαι HDT, EUR devenir invisible, disparaître ; ἀφανὴς [[ἦν]] HDT il était disparu ; [[οἱ]] ἀφανεῖς THC les soldats disparus (dans une bataille);<br /><i>Cp.</i> ἀφανέστερος, <i>Sp.</i> ἀφανέστατος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[φαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφᾰνής Medium diacritics: ἀφανής Low diacritics: αφανής Capitals: ΑΦΑΝΗΣ
Transliteration A: aphanḗs Transliteration B: aphanēs Transliteration C: afanis Beta Code: a)fanh/s

English (LSJ)

ές, (φαίνομαι)

   A unseen, esp. of the nether world, Ταρτάρου πυθμήν Pi.Fr.207, cf. A.Th.860 (lyr.); ἀ. κἀν Ἀΐδα δόμῳ φοιτάσῃς Sapph.68; χάσμα ἀ. a blind pit, Hdt.6.76; ἡ ἀ. θεός, of Persephone, S.OC1556 (lyr.); ὁ ἀ. πόλος, i. e. the south pole, Arist.Cael.285b21, Mu.394b31 (but ἀ. κόσμος starless, Vett.Val.6.22).    2 ἀ. γίγνεσθαι, = ἀφανίζεσθαι, disappear, ὑπὸ γῆν Hdt.3.104, cf. E.IT757, Pl.R.360a; so ἀ. ἦν disappeared, Hdt.7.37, cf. X.An.1.4.7; of soldiers missing after a battle, Th.2.34; runaway, absconded, PGen.5.4(ii A. D.).    b στήλας ἀ. ποιῆσαι obliterate, SIG38.38 (Teos).    3 unnoticed, secret, ἀ. νόος ἀθανἁτων Sol.17; ἀ. νεῦμα a secret sign, Th.1.134; ἀ. χωρίον out of sight, Id.4.29, cf. ib.67; ἀ. ξιφίδιον concealed, Id.8.69; δι' ἐπιστολῶν ἀφανῶν secret or invisible writings, Ph.Bel.102.29: c. part., ἀ. εἶναι ἀπιόντες depart without being noticed, X.An.4.2.4; ἀ. ὄντες ἠδίκουν Th.1.68; μαντικῇ χρώμενος οὐκ ἀ. ἦν he was well known to do... X.Mem.1.1.2.    b uncertain, doubtful, ἀ. νοῦσοι Hdt.2.84; σὺν ἀφανεῖ λόγῳ on an uncertain charge, S.OT657 (lyr.); ἐν ἀφανεῖ λ. Antipho 5.59; μόρος S.OC1682 (lyr.); ὄνομα E.Tr.1322 (lyr.); ἐλπίς Th.5.103; πρόφασις ἀφανεστάτη λόγῳ Id.1.23; οὐκ ἀ. τεκμήρια X. Ages.6.1; μεθέντας τἀφανῆ, opp. τὸ πρὸς ποσί, S.OT131; ἀ. χάρις a favour from an unknown hand, D.19.240; ἐς ἀφανὲς τὸν μῦθον ἀνενείκας Hdt.2.23; μισῶ μὲν ὅστις τἀφανῆ περισκοπῶν S.Fr.737; τὰ ἀ. μεριμνᾶν Ar.Fr.672; ὑπὲρ τῶν ἀ. φανεροῖς μαρτυρίοις χρῆσθαι Arist. EN1104a13; of what is beyond the evidence of sense, opp. φανερόν, ἁρμονίη ἀ. φανερῆς κρείττων Heraclit.54, cf. Phld.Sign.1, al.; τἀφανὲς διὰ τοῦ φαινομένου συλλογίζεσθαι Epicur.Nat.14.4; τὸ τῆς τύχης ἀ. οἷ προβήσεται E.Alc.785; τὸ ἀ. τοῦ κατορθώσειν Th.2.42; ἐν ἀφανεῖ ἔτι κεῖσθαι, ἐν τῷ ἀ. εἶναι, Id.1.42, 3.23; ἐν ἀ. κεκτῆσθαί τι secretly, Pl.Lg. 954e; ἐκ τοῦ ἀφανοῦς Th.1.51, 4.96, etc.; ἐξ ἀ. A.Fr.57.9, Ar.Ra. 1332: neut. pl. as Adv., E.Hipp.1289 (lyr.). Regul.Adv. ἀφανῶς Th. 3.43, etc.: Sup. -έστατα X.HG5.1.27.    4 of persons and things, unnoticed, obscure, E.Tr.1244; also οὐ γὰρ ἀ. κρινεῖτε τὴν δίκην Th.3.57; ἀ. καὶ ταπεινὴ φύσις D.61.35.    5 ἀ. οὐσία personal property, as money, which can be secreted and made away with (cf. ἀφανίζω 1.7), opp. φανερά (real), as land, Lys.32.4, cf. BCH27.219 (Crete); opp. ἐμφανής, IG12(2).15.8 (Mytil.), SIG554.17; but simply, concealed, ἀφανῆ καταστῆσαι τὴν οὐσίαν Lys.20.23: in lit. sense, ἀ. πλοῦτος Ar. Ec.602; πλοῦτος ἀ. ὃν σὺ κατορύξας ἔχεις Men.128.16.

German (Pape)

[Seite 407] ές, unsicher, dunkel, Τάρταρος Pind. frg. 223; χέρσος Aesch. Spt. 842; θεός Soph. O. C. 1553; μόρος 1679; λόγοι O. R. 657; verborgen, χάσμα Her. 6, 76; heimlich, λόγος ἀφανής, der πρόνοια φανερά entgegengesetzt, Antipho 5, 59, wie οὐσία ἀφ. u. φανερά Lys. 32, 4, nach B. A. 468 ἡ ἐν χρήμασι καὶ σώμασι καὶ σκεύεσι; von einem Orte, dem καταφανής entgegengesetzt, Xen. Cyr. 3, 3, 28, wie dem ἐμφανής Men. Stob. Flor. 16, 13; ἐν ἀφανεῖ κεῖται, es ist noch verborgen, ungewiß, Thuc. 1, 42; τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν, die Unsicherheit des Erfolgs, 2, 42; ἐλπίς, unsichere Hoffnung, 5, 103; unbemerkt, Xen. Cyr. 5, 2, 32; vermißt, Thuc. 2, 43; verschwunden, fortgegangen, Xen. An. 1, 4, 7; mit partic., ᾤοντο ἀφανεῖς εἶναι ἀπιόντες, sie glaubten unbemerkt fortzugehen, 4, 2, 4; οὐκ ἀφανής εἰμι ποιῶν τι, = φανερός, Mem. 1, 1, 2; ποιῶ τι ἀφανὴς ὤν Thuc. 1, 68. – Adv. ἀφανῶς, auch ἐκ τοῦ ἀφανοῦς, heimlich, Thuc. 4, 96; ἐν ἀφανεῖ Plat. Legg. XII, 954 d. – Auch unberühmt, unangesehen, Eur. Tr. 1322; Thuc. 3, 57; καὶ ταπεινὴ φύσις Dem. 61, 35; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφανής: -ές, (φαίνομαι, φανῆναι) μὴ φαινόμενος, ἀόρατος, ἀθέατος, Λατ. caecus, ιδίως ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, Τάρταρος Πινδ. Ἀποσπ. 223, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 860· οὕτω, χάσμα ἀφανές, μὴ ὁρώμενον, Ἡρόδ. 6. 76· ἡ ἀφ. θεός, ἐπί τῆς Περσεφόνης, Σοφ. Ο.Κ. 1556· ὁ ἀφ. πόλος, δηλ. ὁ νότιος, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 2, 15, π. Κόσμ. 4. 14· περὶ τοῦ ἐν Θουκ. 4. 67, ἴδε φυλακὴ Ι. 1. 2) ἀφ. γίγνεσθαι, ἀφανίζεσθαι, ἐξαφανίζεσθαι, Ἡρόδ. 3. 104, Εὐρ. Ι. Τ. 757, Πλάτ. Πόλ. 359Ε· οὕτω, ἀφ. ἧν, ἐξηφανίσθη, Ἡρόδ. 7. 37, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 4, 7· ἐπί στρατιωτῶν μὴ ἀνευρισκομένων μετὰ τὴν μάχην, Θουκ. 2. 34. 3) ἀόρατος, κεκρυμμένος, ἀκατάληπτος, ἀφ. νόος ἀθανάτων Σόλων 10· ἀφ. νεῦμα, κρυπτόν, μυστικὸν σημειον, Θουκ. 1. 134· ἀφ. χωρίον, ὅ δὲν δύναταί τις νὰ ἴδῃ ,ὁ αὐτ. 4.29· ἀφ. ξιφίδιον, κεκρυμμένον, ὁ αὐτ. 8.69· μετὰ μετοχ., ἀφ. εἰμι ποιῶν τι, πράττω τι χωρίς νά με ἴδῃ τις, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 4· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἀφ. ὤν ποιῶ τι Θουκ. 1. 68· μαντικῇ χρώμενος οὐκ ἀφανὴς ἦν, ἦτο πασίγνωστος ὅτι, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2. β) ὁ ἄγνωστος, ἀβέβαιος, ἀμφίβολος, σκοτεινός, ἀσαφής, ἀφ. νόσος Ἡρόδ. 2. 84· σὺν ἀφανεῖ λόγῳ, ἐπί κατηγορίᾳ μὴ φανερᾷ, μὴ βεβαίᾳ, Σοφ. Ο. Τ. 657· ἐν ἀφανεῖ λ. Ἀντιφῶν 136. 18· μόρος Σοφ. Ο. Κ. 1683· ὄνομα Εὐρ. Τρῳ. 1322· ἐλπίς Θουκ.5. 103· πρόφασις ἀφανεστάτῃ λόγῳ ὁ αὐτ. 1. 23· οὐκ ἀφ. τεκμήρια Ξεν. Ἀγησ. 6. 1· μεθέντας τἀφανῆ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τά πρός ποσίν, Σοφ. Ο. Τ. 131, πρβλ. ἑτοῖμος Ι. 2, ἐν τέλει· ἀφ. χάρις, χάρις παρ’ ἀγνώστου προσώπου, Δημ. 416, 4· ἰδίως ἐπί μελλόντων πραγμάτων, τὸ ἀφανές, ἡ ἀβεβαιότης, Ἡρόδ. 2. 23· μισῶ μὲν ὅστις τἀφανῆ περισκοπεῖ Σοφ. Ἀποσπ. 770· τά ἀφανῆ μεριμνᾶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. Ἄδηλ. 61, Meineke· ὑπὲρ τῶν ἀφανῶν φανεροῖς μαρτυρίοις χρῆσθαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 2, 6· τό τῆς τύχης ἀφ. Εὐρ. Ἄλκ. 785· τό ἀφ. τοῦ κατορθώσειν Θουκ. 2. 42· ἐν ἀφανεῖ κεῖσθαι, ἐν τῷ ἀφανεῖ εἶναι ὁ αὐτ. 1.42, κτλ.· ἐν ἀφ. κεκτῆσθαί τι, κρυφίως, μυστικῶς, Πλάτ. Νόμ. 954D· οὕτως, ἐκ τοῦ ἀφανοῦς Θουκ. 1. 51., 4. 96, κτλ.· καὶ ἐξ ἀφανοῦς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· ἀλλ’ ὡσαύτως οὐδ. πληθ. ἀφανῆ, ὡς ἐπίρρ., Εὐρ. Ἱππ. 1289· καὶ κανονικὸν ἐπίρρ. ἀφανῶς Θουκ. 3. 43, κτλ.· ὑπερθ. ἀφανέστατα Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 27. 4) ἐπί προσώπων, ἀπαρατήρητος, ἄσημος, Εὐρ. Τρω. 1244, 1322, Θουκ. 3. 57. 5) ἀφανὴς οὐσία, κινητὴ περιουσία, οἷον χρήματα, τὰ ὁποῖα δύναταί τις νὰ καταστήσῃ ἀφανῆ (πρβλ. ἀφανίζω Ι. 7), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ φανερὰ (ἀκίνητος περιουσία), οἷον εἰς κτήματα, Λυσ. Ἀποσπ. 47· ἀφανῆ καταστῆσαι τὴν οὐσίαν, μετατρέψαι αὐτὴν εἰς χρήματα, ὁ αὐτ. 160. 8· οὕτως, ἀφ. πλοῦτος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γῆ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 602· ἀλλ’ ἐν κυριολεκτικῇ σημαασίᾳ πλοῦτος ἀφ. ὃν σὺ κατορύξας ἔχεις Μένανδ. ἐν «Δυσκόλῳ» 2. 16.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non apparent, d’où
I. qu’on ne voit pas :
1 invisible : ἡ ἀφανὴς θεός SOPH la déesse invisible (Perséphone);
2 qui n’est pas en vue : ἀφανὲς χωρίον THC place hors de portée de la vue;
3 caché, secret : ἀφανὲς ξιφίδιον THC poignard caché ; ἀφανὲς νεῦμα THC signe secret ; avec un part. μαντικῇ χρώμενος οὐκ ἀφανὴς ἦν XÉN on savait bien qu’il s’occupait de divination ; adv. • ἐν ἀφανεῖ THC dans l’obscurité ou dans le secret ; • ἐκ τοῦ ἀφανοῦς THC en secret;
4 inconnu, obscur : ἀφανὴς νόσος HDT maladie inconnue ou obscure ; ἀφανὴς ἐλπίς THC espérance incertaine ; ἀφανὴς λόγος SOPH assertion sans preuves ; τὸ τῆς τύχης ἀφανές EUR l’incertitude de la fortune;
II. qu’on ne voit plus : ἀφανῆ γίγνεσθαι HDT, EUR devenir invisible, disparaître ; ἀφανὴς ἦν HDT il était disparu ; οἱ ἀφανεῖς THC les soldats disparus (dans une bataille);
Cp. ἀφανέστερος, Sp. ἀφανέστατος.
Étymologie: ἀ, φαίνω.