εἴσω: Difference between revisions

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἴσω''': ἔσω, ἐν χρήσει παρ’ Ἐπ., Λυρ. καὶ Τραγ. ποιηταῖς κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, ἐὰν ἀπαιτῆται [[σπονδεῖος]] ἢ [[ἴαμβος]]· τὸ δὲ ἔσω ([[ὅπως]] ἡ ἐς πρόθ. ἀντὶ τῆς εἰς) ἐπεκράτησε παρὰ τοῖς Ἴωσι καὶ παλ. Ἀττ. πεζογράφοις· ἀλλὰ παρὰ τοῖς λοιποῖς πεζοῖς καὶ παρὰ τοῖς κωμ. ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει [[τύπος]] ἦτο τὸ [[εἴσω]], ἐνῷ τὸ ἐπίρρ. [[ἔσωθεν]] καὶ τὰ συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἐσώτερος, [[ἐσώτατος]], [[ἐσωτέρω]], ἐσωτάτω φαίνεται ὅτι ἦσαν οἱ μόνοι ἐν χρήσει τύποι: - Ἐπίρρ. ἐκ τῆς προθ. εἰς ἢ ἐς, μέσα εἰς, εἰς τὰ [[ἐντός]], Λατ. intro· ἀπολ., μή πού τις ἀπαγγείλῃσι καὶ [[εἴσω]], [[μήπως]] τις φέρῃ τὰ νέα καὶ εἰς τὴν οἰκίαν, Ὀδ. Δ. 775· οὕτω, εἴπατε δ’ [[εἴσω]] Γ. 427· [[ὡσαύτως]], [[εἴσω]] δ’ ἀσπίδ’ ἔαξε βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ, «ἐντὸς δὲ τὴν ἀσπίδα κατέαξε πλήξας πέτρᾳ μυλοειδεῖ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 270· [[οὕτως]], ὀστέα δ’ [[εἴσω]] ἔθλασεν Ὀδ. Σ. 96· [[εἴσω]] ἐπιγράψαι τέρενα [[χρόα]] Ἰλ. Ν. 553· - οὕτω βραδύτερον, ἐσσύμενοι δ’ [[εἴσω]] κατέσταν Πίνδ. Π. 4. 240· [[εἴσω]] κομίζου Αἰσχύλ. Ἀγ. 1035· πέπληγμαι... ἔσω [[αὐτόθι]] 1343· [[εἴσω]] μετ’ ἐμοῦ δεῦρ’ εἴσιθ’ Ἀριστοφ. Πλ. 231· ἡγεῖσθαι [[εἴσω]], φεύγειν [[εἴσω]] Ξεν. Κύρ. 2. 3, 21., 7. 5, 26· παρακαλεῖν [[εἴσω]] ὁ αὐτ. Ἀν. 1. 6, 5. β) [[ὅταν]] ἀκολουθῇ [[πτῶσις]], ὁ [[Ὅμηρος]] προτιμᾷ τὴν αἰτιατ., δῦναι δόμον Ἄϊδος [[εἴσω]] Ἰλ. Γ. 322· πέρησε δὲ [[ὀστέον]] [[εἴσω]] αἰχμὴ Ζ. 10, Δ. 460, κτλ.· ἡγήσατο... Ἴλιον [[εἴσω]] Α. 71· τὸν δ’ οὐχ ὑποδέξομαι... δόμον Πηλήϊον [[εἴσω]] Σ. 441· ἐπὴν ἀγάγῃσιν ἔσω κλισίην Ω. 155· ἐπὶ νῆας ἔσω στρατὸν [[αὐτόθι]] 198· σπανιώτερον [[μετὰ]] γεν., κατελθόντ’ Ἄϊδος [[εἴσω]] Ζ. 284, πρβλ. Χ. 425· ἐβήσετο δώματος [[εἴσω]] Ὀδ. Η 135, πρβλ. Θ. 290 (ἀείποτε ἕπεται τῇ [[ἑαυτοῦ]] πτώσει, πλὴν ἐν Ἰλ. Φ. 125, [[εἴσω]] ἁλὸς εὐρέα κόλπον)· - ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, ἡ παρακολουθοῦσα τὸ [[εἴσω]] [[πτῶσις]] [[εἶναι]] γεν., [[οἷον]], Κύκλωπος ἔσω βλεφάρων ὤσας Εὐρ. Κύκλ. 485. 2) τὸ [[εἴσω]] [[πολλάκις]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[μετὰ]] ῥημάτων στάσεως σημαντικῶν (ὡς ἡ πρόθ. εἰς Ι. 2), [[ἔνθα]] ἔπρεπε νὰ περιμένωμεν τὸ [[ἔνδον]], Λατ. intus, [[εἴσω]] [[δόρπον]] ἐκόσμει Ὀδ. Η. 13· [[ἄντρον]] ἔσω ναίουσα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 6· ἔσω καθῆσθαι Αἰσχύλ. Χο. 919· θακεῖν Σοφ. Αἴ. 105· τὸ ἔσω [[μέτωπον]], τὸ ἐσωτερικόν, Θουκ. 3. 21· [[εἴσω]] τὴν χεῖρα ἔχειν ἀναβεβλημένον Δημ. 420. 10. β) [[μετὰ]] γεν., μένειν [[εἴσω]] δόμων Αἰσχύλ. Θήβ. 232· ἔσω πυλῶν [[αὐτόθι]] 557· [[εἴσω]] στέγης Σοφ. Τρ. 202· [[εἴσω]] ξίφους, ἐντὸς ἀποστάσεως ξίφους, Εὐρ. Ὀρ. 1531· [[εἴσω]] τῶν ὅπλων, ἐντὸς τῶν [[βαρέως]] ὡπλισμένων στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 7., 3. 4, 26· [[εἴσω]] τῶν ὀρέων, ἐντὸς τῶν ὀρέων, [[αὐτόθι]] 1. 2, 21· ἔσω δὲ τούτων ἐς τὴν Βοττιαίαν καὶ Πιερίαν οὐκ ἀφίκοντο Θουκ. 2. 100· [[εἴσω]] βέλους, ἐντὸς τοξεύματος. Ἀρρ. Ἀν. 1. 6· - [[ὡσαύτως]] [[ἐνίοτε]] [[ὅπου]] ἦτο δυνατὸν νὰ τεθῇ ἔξω, ὡς, τὰ δένδρα τῆς ὁδοῦ ποιεῖν [[εἴσω]], ἀπὸ τὸ μέσα [[μέρος]], δηλ. παρὰ τὴν ὁδόν, Δημ. 1278. 4· [[εἴσω]] τῆς εἰρωνείας ὁ αὐτ. 1428. 4. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἐπὶ χρόνου, [[ἐντός]], Ἑρμογέν., Ὑπόθεσις εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. ΙΙΙ. περὶ συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἴδε ἐν λ. ἔσω.
|lstext='''εἴσω''': ἔσω, ἐν χρήσει παρ’ Ἐπ., Λυρ. καὶ Τραγ. ποιηταῖς κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, ἐὰν ἀπαιτῆται [[σπονδεῖος]] ἢ [[ἴαμβος]]· τὸ δὲ ἔσω ([[ὅπως]] ἡ ἐς πρόθ. ἀντὶ τῆς εἰς) ἐπεκράτησε παρὰ τοῖς Ἴωσι καὶ παλ. Ἀττ. πεζογράφοις· ἀλλὰ παρὰ τοῖς λοιποῖς πεζοῖς καὶ παρὰ τοῖς κωμ. ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει [[τύπος]] ἦτο τὸ [[εἴσω]], ἐνῷ τὸ ἐπίρρ. [[ἔσωθεν]] καὶ τὰ συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἐσώτερος, [[ἐσώτατος]], [[ἐσωτέρω]], ἐσωτάτω φαίνεται ὅτι ἦσαν οἱ μόνοι ἐν χρήσει τύποι: - Ἐπίρρ. ἐκ τῆς προθ. εἰς ἢ ἐς, μέσα εἰς, εἰς τὰ [[ἐντός]], Λατ. intro· ἀπολ., μή πού τις ἀπαγγείλῃσι καὶ [[εἴσω]], [[μήπως]] τις φέρῃ τὰ νέα καὶ εἰς τὴν οἰκίαν, Ὀδ. Δ. 775· οὕτω, εἴπατε δ’ [[εἴσω]] Γ. 427· [[ὡσαύτως]], [[εἴσω]] δ’ ἀσπίδ’ ἔαξε βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ, «ἐντὸς δὲ τὴν ἀσπίδα κατέαξε πλήξας πέτρᾳ μυλοειδεῖ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 270· [[οὕτως]], ὀστέα δ’ [[εἴσω]] ἔθλασεν Ὀδ. Σ. 96· [[εἴσω]] ἐπιγράψαι τέρενα [[χρόα]] Ἰλ. Ν. 553· - οὕτω βραδύτερον, ἐσσύμενοι δ’ [[εἴσω]] κατέσταν Πίνδ. Π. 4. 240· [[εἴσω]] κομίζου Αἰσχύλ. Ἀγ. 1035· πέπληγμαι... ἔσω [[αὐτόθι]] 1343· [[εἴσω]] μετ’ ἐμοῦ δεῦρ’ εἴσιθ’ Ἀριστοφ. Πλ. 231· ἡγεῖσθαι [[εἴσω]], φεύγειν [[εἴσω]] Ξεν. Κύρ. 2. 3, 21., 7. 5, 26· παρακαλεῖν [[εἴσω]] ὁ αὐτ. Ἀν. 1. 6, 5. β) [[ὅταν]] ἀκολουθῇ [[πτῶσις]], ὁ [[Ὅμηρος]] προτιμᾷ τὴν αἰτιατ., δῦναι δόμον Ἄϊδος [[εἴσω]] Ἰλ. Γ. 322· πέρησε δὲ [[ὀστέον]] [[εἴσω]] αἰχμὴ Ζ. 10, Δ. 460, κτλ.· ἡγήσατο... Ἴλιον [[εἴσω]] Α. 71· τὸν δ’ οὐχ ὑποδέξομαι... δόμον Πηλήϊον [[εἴσω]] Σ. 441· ἐπὴν ἀγάγῃσιν ἔσω κλισίην Ω. 155· ἐπὶ νῆας ἔσω στρατὸν [[αὐτόθι]] 198· σπανιώτερον [[μετὰ]] γεν., κατελθόντ’ Ἄϊδος [[εἴσω]] Ζ. 284, πρβλ. Χ. 425· ἐβήσετο δώματος [[εἴσω]] Ὀδ. Η 135, πρβλ. Θ. 290 (ἀείποτε ἕπεται τῇ [[ἑαυτοῦ]] πτώσει, πλὴν ἐν Ἰλ. Φ. 125, [[εἴσω]] ἁλὸς εὐρέα κόλπον)· - ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, ἡ παρακολουθοῦσα τὸ [[εἴσω]] [[πτῶσις]] [[εἶναι]] γεν., [[οἷον]], Κύκλωπος ἔσω βλεφάρων ὤσας Εὐρ. Κύκλ. 485. 2) τὸ [[εἴσω]] [[πολλάκις]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[μετὰ]] ῥημάτων στάσεως σημαντικῶν (ὡς ἡ πρόθ. εἰς Ι. 2), [[ἔνθα]] ἔπρεπε νὰ περιμένωμεν τὸ [[ἔνδον]], Λατ. intus, [[εἴσω]] [[δόρπον]] ἐκόσμει Ὀδ. Η. 13· [[ἄντρον]] ἔσω ναίουσα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 6· ἔσω καθῆσθαι Αἰσχύλ. Χο. 919· θακεῖν Σοφ. Αἴ. 105· τὸ ἔσω [[μέτωπον]], τὸ ἐσωτερικόν, Θουκ. 3. 21· [[εἴσω]] τὴν χεῖρα ἔχειν ἀναβεβλημένον Δημ. 420. 10. β) [[μετὰ]] γεν., μένειν [[εἴσω]] δόμων Αἰσχύλ. Θήβ. 232· ἔσω πυλῶν [[αὐτόθι]] 557· [[εἴσω]] στέγης Σοφ. Τρ. 202· [[εἴσω]] ξίφους, ἐντὸς ἀποστάσεως ξίφους, Εὐρ. Ὀρ. 1531· [[εἴσω]] τῶν ὅπλων, ἐντὸς τῶν [[βαρέως]] ὡπλισμένων στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 7., 3. 4, 26· [[εἴσω]] τῶν ὀρέων, ἐντὸς τῶν ὀρέων, [[αὐτόθι]] 1. 2, 21· ἔσω δὲ τούτων ἐς τὴν Βοττιαίαν καὶ Πιερίαν οὐκ ἀφίκοντο Θουκ. 2. 100· [[εἴσω]] βέλους, ἐντὸς τοξεύματος. Ἀρρ. Ἀν. 1. 6· - [[ὡσαύτως]] [[ἐνίοτε]] [[ὅπου]] ἦτο δυνατὸν νὰ τεθῇ ἔξω, ὡς, τὰ δένδρα τῆς ὁδοῦ ποιεῖν [[εἴσω]], ἀπὸ τὸ μέσα [[μέρος]], δηλ. παρὰ τὴν ὁδόν, Δημ. 1278. 4· [[εἴσω]] τῆς εἰρωνείας ὁ αὐτ. 1428. 4. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἐπὶ χρόνου, [[ἐντός]], Ἑρμογέν., Ὑπόθεσις εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. ΙΙΙ. περὶ συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἴδε ἐν λ. ἔσω.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv. et prép.</i><br />à l’intérieur, au dedans :<br /><b>1</b> <i>avec mouv.</i> ὀτρῦναι πόλιν [[εἴσω]] OD envoie-le à la ville ; ἡγήσατο [[Ἴλιον]] [[εἴσω]] IL il conduisit (les vaisseaux) jusqu’à Ilion ; [[δῦναι]] δόμον [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]] IL descendre au fond de la demeure d’Hadès ; avec le gén. : [[ἐβήσετο]] δώματος [[εἴσω]] OD il entra dans l’intérieur de la maison ; παρῆλθον [[εἴσω]] [[αὐτοῦ]] XÉN ils s’avancèrent dans l’intérieur, <i>càd</i> au delà (du retranchement) ; <i>abs.</i> φεύγειν [[εἴσω]] XÉN se réfugier à l’intérieur ; τὸ [[εἴσω]], τὰ [[εἴσω]] (ou [[ἔσω]]) ATT à l’intérieur;<br /><b>2</b> <i>sans mouv. avec le gén.</i> μένειν [[εἴσω]] δόμων ESCHL rester à l’intérieur de la maison ; [[αἱ]] [[εἴσω]] στέγης SOPH celles qui sont dans la maison ; <i>abs.</i> [[εἴσω]] [[δόρπον]] ἐκόσμει OD elle préparait le repas à l’intérieur (de la chambre) ; [[ἔσω]] καθῆσθαι ESCHL être à l’intérieur ; τὸ [[ἔσω]] [[μέτωπον]] THC le front (de l’armée) au centre;<br /><i>Cp.</i> ἐσώτερον.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴσω Medium diacritics: εἴσω Low diacritics: είσω Capitals: ΕΙΣΩ
Transliteration A: eísō Transliteration B: eisō Transliteration C: eiso Beta Code: ei)/sw

English (LSJ)

ἔσω, used by Ep., Lyr., and Trag. Poets acc. as a spondee or iambus is required ; ἔσω (as ἐς for εἰς) prevailed in Ion. and old Att. Prose ; but in other Prose and in Com. εἴσω was the only form admitted, whereas ἔσωθεν with the Comp. and Sup. ἐσώτερος, ἐσώτατος, ἐσωτέρω, ἐσωτάτω, seem to have been the only forms in use :— Adv. of εἰς, ἐς,

   A to within, into : abs., μή πού τις ἐπαγγείιῃσι καὶ εἴσω lest some one may carry the news into the house, Od.4.775, cf. Hdt.1. III, al. ; so εἴπατε δ' εἴσω Od.3.427 ; also εἴσω δ' ἀσπίδ' ἔαξε he brake it through to the inside, Il. 7.270 ; so ὀστέα δ' εἴσω ἔθλασεν Od.18.96 ; εἴσω ἐπιγράψαι τέρενα χρόα Il.13.553 ; ἐσσύμενοι εἴσω Pi.P.4.135 ; εἴσω κομίζου A.Ag.1035 ; πέπληγμαι..ἔσω ib.1343 ; εἴσω.. δεῦρ' εἴσιθ' Ar. Pl.231 ; ἡγεῖσθαι εἴσω, φεύγειν εἴσω, X.Cyr.2.3.21, 7.5.26 ; παρακαλέσαι εἴσω Id.An.1.6.5.    b when a case follows, Hom. prefers the acc., δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω Il.3.322 ; πέρησε δ' ἄρ' ὀστέον εἴσω αἰχμή 6.10, etc. ; ἡγήσατο.. Ἴλιον εἴσω 1.71, etc. ; more rarely with gen., κατελθόντ' Ἄϊδος εἴσω 6.284, cf. 22.425 ; ἐβήσετο δώματος εἴσω Od.7.135, cf. 8.290 ; so in Prose and Trag., Κύκλωπος ἔσω βλεφάρων ὤσας E. Cyc.485 ; it generally follows its case, but precedes in Il.21.125, 24.155, Od.8.290.    2 with Verbs of Rest, = ἔνδον, inside, within, εἴσω δόρπον ἐκόσμει 7.13 ; ἄντρον ἔσω ναίουσα h.Merc.6 ; ἔσω καθῆσθαι A.Ch.919 ; θακεῖν S.Aj.105 ; οὔτε πύργος οὔτε ναῦς ἔρημος ἀνδρῶν μὴ ξυνοικούντων ἔσω Id.OT57 ; τὸ ἔσω μέτωπον the inner front, Th.3.21 ; τὰ εἴσω νενοσηκότα σώματα Pl.R.407d ; εἴσω τὴν χεῖρα ἔχειν ἀναβεβλημένον D.19.251.    b c. gen., μένειν εἴσω δόμων A. Th.232 ; γλῶσσαν εἴσω πυλῶν ῥέουσαν ib.557 ; εἴσω στέγης S.Tr.202 ; εἴσω ξίφους within reach of sword, E.Or.1531 ; εἴσω τῶν ὅπλων within the heavy-armed troops, i.e. encircled by them, X.An.3.3.7, 3.4.26 ; εἴσω τῶν ὀρέων within, i.e. on this side of, the mountains, ib. 1.2.21 ; ἔσω τούτων inside of these people, i.e. farther inland, Th.2.100 ; εἴσω βέλους within bow-shot, Arr.An.1.6.8 ; τὰ δένδρα τῆς ὁδοῦ ποιεῖν εἴσω, i.e. inside, i.e. by the side of, the road, D.55.22 ; εἴσω τῆς εἰρωνείας ἀφικνεῖσθαι Id.Prooem.14 ; πάντα εἴσω τῆς συμφορᾶς Lib.Or.61.18.    II later of Time, within, εἴσω ἡμερῶν εἴκοσι PGiss.34.6 (iii A.D.), Hermog.Stat.8,Arg.2 Ar.Eq.    III for Comp. and Sup., v. ἔσω.

German (Pape)

[Seite 747] verwandt mit εἰς, seltener poet. ἔσω, bei den Tragg. nur wo es der Vers erfordert; die Komiker haben gar nicht ἔσω. – 1) hinein, bei Verbis der Bewegung, bei Hom. oft mit accus., dem acc. gew. nachgesetzt, δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω Il. 3, 322, u. so auch Ἄϊδος εἴσω, 6, 284; Ἴλιον εἴσω u. ähnl.; voran steht εἴσω 21, 125, wie ἔσω κλισίην, στρατόν Od. 24, 155. 199; – cum gen., ἐβήσατο δώματος εἴσω 7, 135, wo freilich ὑπὲρ οὐδόν vorangeht, u. ὁ δ' εἴσω δώματος ᾔει 8, 290, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 137; so oft bei Folgdn, ἔσω πυλῶν ῥέειν Aesch. Spt. 539; εἴσω στέγης χωροῦμεν Soph. Tr. 492; εἴσω τοῦ τείχους ἀπῄεις Xen. An. 7, 1, 40; – absolut, πέσε δὲ λίθος εἴσω Il. 12, 459; πᾶν δ' εἴσω ἔδυ ξίφος 16, 340; ἔςφερον εἴσω Od. 7, 6; εἴσω δ' ἀσπίδ' ἔαξε, nach innen hin, Il. 7, 270; ὀστέα δ' εἴσω ἔθλασεν 18, 96; ἐσσύμενοι δ' εἴσω κατέσταν Pind. P. 4, 135; Tragg., z. B. ἔξωθεν εἴσω φέρειν Aesch. Spt. 542; στείχειν ἔσω Soph. O. R. 92; in Prosa, στρέφειν εἴσω Plat. Rep. II, 360 a; ἡγεῖσθαι εἴσω, hineinführen, Xen. Cyr. 2, 3, 21; εἴσω παρακαλεῖν An. 1, 6, 5; εἴσω εἰς Φᾶσιν 5, 7, 7; τὴν χεῖρα εἴσω ἔχειν Dem. 19, 255, die Hand nach innen halten, in den κόλπος, um Nichts anzunehmen. – 2) bei Verbis der Ruhe, innerhalb, drinnen; dieser Sprachgebrauch, dem Homer fremd, entwickelte sich bei den Folgenden vielleicht aus Odyss. 7, 13 εἴσω δόρπον ἐκόσμει, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 134; ἄντρον ἔσω ναίουσα H. h. Merc. 6; ἔσω καθημένη Aesch. Ch. 906; ναῦς ἔρημος ἀνδρῶν μὴ ξυνοικούντων ἔσω Soph. O. R. 57, τὰ εἴσω νενοσηκότα σώματα Plat. Rep. III, 407 d; εἴσω νῶν ὀρέων εἶναι, innerhalb, d. i. diesseits, Xen. An. 1, 2, 21; so mit dem gen. bei den Tragg., μένειν εἴσω δόμων Aesch. Spt. 214; αἵ τ' εἴσω στέγης αἵ τ' ἐκτὸς αὐλῆς Soph. Tr. 201; εἴσω ξίφους, so weit man mit dem Schwerte reicht, Eur. Or. 1531; vgl. εἴσω βέλους Arr. An. 1, 6, 8; – εἴσω τῶν ὅπλων κατακεκλεῖσθαι, innerhalb der Schwerbewaffneten eingeschlossen sein, Xen. An. 3, 3, 7. Bei Plat. mit dem Artikel, δῦσα εἰς τὸ εἴσω τοῦ οὐρανοῦ Phaedr. 247 e, öfter; διήκειν ἐς τὸ ἔσω μέτωπον. Thuc. 3, 21. Bei Sp. εἴσω λογισμοῦ εἶναι, verständig sein, Philostr. u. A. – 3) von der Zeit, innerhalb, Hermogen. – Vgl. unten ἐσώτερος, ἐσώτατος.

Greek (Liddell-Scott)

εἴσω: ἔσω, ἐν χρήσει παρ’ Ἐπ., Λυρ. καὶ Τραγ. ποιηταῖς κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, ἐὰν ἀπαιτῆται σπονδεῖοςἴαμβος· τὸ δὲ ἔσω (ὅπως ἡ ἐς πρόθ. ἀντὶ τῆς εἰς) ἐπεκράτησε παρὰ τοῖς Ἴωσι καὶ παλ. Ἀττ. πεζογράφοις· ἀλλὰ παρὰ τοῖς λοιποῖς πεζοῖς καὶ παρὰ τοῖς κωμ. ὁ μόνος ἐν χρήσει τύπος ἦτο τὸ εἴσω, ἐνῷ τὸ ἐπίρρ. ἔσωθεν καὶ τὰ συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἐσώτερος, ἐσώτατος, ἐσωτέρω, ἐσωτάτω φαίνεται ὅτι ἦσαν οἱ μόνοι ἐν χρήσει τύποι: - Ἐπίρρ. ἐκ τῆς προθ. εἰς ἢ ἐς, μέσα εἰς, εἰς τὰ ἐντός, Λατ. intro· ἀπολ., μή πού τις ἀπαγγείλῃσι καὶ εἴσω, μήπως τις φέρῃ τὰ νέα καὶ εἰς τὴν οἰκίαν, Ὀδ. Δ. 775· οὕτω, εἴπατε δ’ εἴσω Γ. 427· ὡσαύτως, εἴσω δ’ ἀσπίδ’ ἔαξε βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ, «ἐντὸς δὲ τὴν ἀσπίδα κατέαξε πλήξας πέτρᾳ μυλοειδεῖ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 270· οὕτως, ὀστέα δ’ εἴσω ἔθλασεν Ὀδ. Σ. 96· εἴσω ἐπιγράψαι τέρενα χρόα Ἰλ. Ν. 553· - οὕτω βραδύτερον, ἐσσύμενοι δ’ εἴσω κατέσταν Πίνδ. Π. 4. 240· εἴσω κομίζου Αἰσχύλ. Ἀγ. 1035· πέπληγμαι... ἔσω αὐτόθι 1343· εἴσω μετ’ ἐμοῦ δεῦρ’ εἴσιθ’ Ἀριστοφ. Πλ. 231· ἡγεῖσθαι εἴσω, φεύγειν εἴσω Ξεν. Κύρ. 2. 3, 21., 7. 5, 26· παρακαλεῖν εἴσω ὁ αὐτ. Ἀν. 1. 6, 5. β) ὅταν ἀκολουθῇ πτῶσις, ὁ Ὅμηρος προτιμᾷ τὴν αἰτιατ., δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω Ἰλ. Γ. 322· πέρησε δὲ ὀστέον εἴσω αἰχμὴ Ζ. 10, Δ. 460, κτλ.· ἡγήσατο... Ἴλιον εἴσω Α. 71· τὸν δ’ οὐχ ὑποδέξομαι... δόμον Πηλήϊον εἴσω Σ. 441· ἐπὴν ἀγάγῃσιν ἔσω κλισίην Ω. 155· ἐπὶ νῆας ἔσω στρατὸν αὐτόθι 198· σπανιώτερον μετὰ γεν., κατελθόντ’ Ἄϊδος εἴσω Ζ. 284, πρβλ. Χ. 425· ἐβήσετο δώματος εἴσω Ὀδ. Η 135, πρβλ. Θ. 290 (ἀείποτε ἕπεται τῇ ἑαυτοῦ πτώσει, πλὴν ἐν Ἰλ. Φ. 125, εἴσω ἁλὸς εὐρέα κόλπον)· - ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, ἡ παρακολουθοῦσα τὸ εἴσω πτῶσις εἶναι γεν., οἷον, Κύκλωπος ἔσω βλεφάρων ὤσας Εὐρ. Κύκλ. 485. 2) τὸ εἴσω πολλάκις εἶναι ἐν χρήσει μετὰ ῥημάτων στάσεως σημαντικῶν (ὡς ἡ πρόθ. εἰς Ι. 2), ἔνθα ἔπρεπε νὰ περιμένωμεν τὸ ἔνδον, Λατ. intus, εἴσω δόρπον ἐκόσμει Ὀδ. Η. 13· ἄντρον ἔσω ναίουσα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 6· ἔσω καθῆσθαι Αἰσχύλ. Χο. 919· θακεῖν Σοφ. Αἴ. 105· τὸ ἔσω μέτωπον, τὸ ἐσωτερικόν, Θουκ. 3. 21· εἴσω τὴν χεῖρα ἔχειν ἀναβεβλημένον Δημ. 420. 10. β) μετὰ γεν., μένειν εἴσω δόμων Αἰσχύλ. Θήβ. 232· ἔσω πυλῶν αὐτόθι 557· εἴσω στέγης Σοφ. Τρ. 202· εἴσω ξίφους, ἐντὸς ἀποστάσεως ξίφους, Εὐρ. Ὀρ. 1531· εἴσω τῶν ὅπλων, ἐντὸς τῶν βαρέως ὡπλισμένων στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 7., 3. 4, 26· εἴσω τῶν ὀρέων, ἐντὸς τῶν ὀρέων, αὐτόθι 1. 2, 21· ἔσω δὲ τούτων ἐς τὴν Βοττιαίαν καὶ Πιερίαν οὐκ ἀφίκοντο Θουκ. 2. 100· εἴσω βέλους, ἐντὸς τοξεύματος. Ἀρρ. Ἀν. 1. 6· - ὡσαύτως ἐνίοτε ὅπου ἦτο δυνατὸν νὰ τεθῇ ἔξω, ὡς, τὰ δένδρα τῆς ὁδοῦ ποιεῖν εἴσω, ἀπὸ τὸ μέσα μέρος, δηλ. παρὰ τὴν ὁδόν, Δημ. 1278. 4· εἴσω τῆς εἰρωνείας ὁ αὐτ. 1428. 4. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἐπὶ χρόνου, ἐντός, Ἑρμογέν., Ὑπόθεσις εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. ΙΙΙ. περὶ συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἴδε ἐν λ. ἔσω.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
à l’intérieur, au dedans :
1 avec mouv. ὀτρῦναι πόλιν εἴσω OD envoie-le à la ville ; ἡγήσατο Ἴλιον εἴσω IL il conduisit (les vaisseaux) jusqu’à Ilion ; δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω IL descendre au fond de la demeure d’Hadès ; avec le gén. : ἐβήσετο δώματος εἴσω OD il entra dans l’intérieur de la maison ; παρῆλθον εἴσω αὐτοῦ XÉN ils s’avancèrent dans l’intérieur, càd au delà (du retranchement) ; abs. φεύγειν εἴσω XÉN se réfugier à l’intérieur ; τὸ εἴσω, τὰ εἴσω (ou ἔσω) ATT à l’intérieur;
2 sans mouv. avec le gén. μένειν εἴσω δόμων ESCHL rester à l’intérieur de la maison ; αἱ εἴσω στέγης SOPH celles qui sont dans la maison ; abs. εἴσω δόρπον ἐκόσμει OD elle préparait le repas à l’intérieur (de la chambre) ; ἔσω καθῆσθαι ESCHL être à l’intérieur ; τὸ ἔσω μέτωπον THC le front (de l’armée) au centre;
Cp. ἐσώτερον.
Étymologie: εἰς.