πειράω: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πειράω''': Ἰλ. Θ. 8, Ἀττ.· παρατ. ἐπείρων Θουκ. 4. 25· μέλλ. -άσσω [ᾱ] [[αὐτόθι]] 9 καὶ 43· ἀόρ. ἐπείρᾱσα Σοφ. Ο. Κ. 1276, Ἀριστοφ., Θουκ.· πρκμ. πεπείρᾱκα Λουκ. Ἔρωτ. 20. - Παθ., ἀόρ. ἐπειράθην [ᾱ] Θουκ. 6. 54· πρβλ. [[πειράζω]], [[πειρητίζω]]. Β. συνηθέστερον ὡς ἀποθ., πειράομαι, Ἰλ., Ἀττ.: μέλλ. -ᾱσομαι Σοφ., κτλ. Δωρ. β΄ πληθ. πειρασεῖσθε Ἀριστοφ. Ἀχ. 743· παρὰ μεταγεν. συγγραφ., πειρᾱθήσομαι Διόδ. 2. 18, κλ.: - ἀόρ. ἐπειρᾱσάμην, Ἰων. ἐπειρησάμην, [[ὅπερ]] συχνότερον ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Θουκ. ἢ ὁ παθ. ἀόρ. ἐπειρήθην, Ἀττ. ἐπειράθην [ᾱ], ἐνῶ ὁ [[δεύτερος]] [[οὗτος]] [[τύπος]] εὕρηται τρὶς παρὰ Θουκ. (2. 5, 33) καὶ σχεδὸν ἀποκλειστικῶς παρὰ τοῖς λοιποῖς Ἀττικοῖς συγγραφεῦσι· πρκμ. πεπείρᾱμαι, Ἰων. -ημαι, Ὀδ. Γ. 23, Ἡρόδ., Ἀττ.· γ΄ πληθ. ὑπερσ. ἐπεπειρέατο Ἡρόδ. 7. 125· -πρβλ. ἀπο-, δια-, [[ἐκπειράομαι]]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. [[περάω]].) Α. ἐνεργ., ἐπιχειρῶ, προσπαθῶ, μετ’ ἀπαρ., [[μήτε]] τις .. πειράτω διαρκέσαι ἐμὸν [[ἔπος]] Ἰλ. Θ. 8· π. ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλέειν Ἡρόδ. 6. 84, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1025, κ. ἀλλ.· -ἑπομένου τοῦ ὡς .. , Ἰλ. Δ. 66, 71, Ὀδ. Β. 316, κτλ.· τοῦ [[ὅπως]] ..., Ὀδ. Δ. 545· μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., π. πολλὰ Θουκ. 6. 38· πάντα Πλούτ. 2. 1122Α. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν. προσ., [[δοκιμάζω]] τινά, πειρᾷ ἐμεῖο Ἰλ. Ω. 390· μὴ μευ πειράτω, ἐπὶ σκοπῷ [[ὅπως]] μὲ καταπείσῃ, Ι. 345, πρβλ. Ω. 433· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, ἐπιχειρῶ [[ἐναντίον]] τινός, ἐπιτίθεμαι κατά τινος, μήλων πειρήσοντα «πεῖραν ληψόμενον» (Σχόλ.) Μ. 301, Ὀδ. Ζ. 134· [[οὕτως]], οὐ πειρᾶν τῆς πόλιος, πρὶν ... Ἡρόδ. 6. 82· π. τοῦ χωρίου Θουκ. 1. 61· τῆς Νυσαίας ὁ αὐτ. 6. 54· [[ἀλλήλων]] ὁ αὐτ. 7. 38· νυμφείας εὐνᾶς Πινδ. Ν. 5. 55· - ἴδε κατωτ. Β. 11. ΙΙΙ. ἀπολ., [[δοκιμάζω]] τὴν τύχην μου, τὴν ἐμπειρίαν περὶ τὸ κλέπτειν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 175· ([[ὅθεν]] [[πειρατής]], πρβλ. [[πεῖρα]] ἐν τέλει)· ναυσὶ π., [[κάμνω]] ἀπόπειραν κατὰ θάλασσαν, Θουκ. 4. 25· π. ἐπὶ τὴν κώμην [[αὐτόθι]] 43. IV. μετ’ αἰτ. πράγμ., [[δοκιμάζω]], πεῖραν [[λαμβάνω]], τύχης ἐπήρειαν Λουκ. Ἔρωτ. 46· [[δοκιμάζω]] τι, τόδε [[τόξον]] Ἀνακρεόντ. 24. 3. 2) μετ’ αἰτ. προσ., [[κάμνω]] ἀπόπειραν κατὰ τῆς [[τιμῆς]] γυναικός, (ὡς τὸ Λατ. tentare, Ὁρατ. ᾨδαὶ 3. 4, 71), ἐπιτίθεται κατὰ γυναικός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 517 ([[ἔνθα]] ἴδε Ἑρμηνευτ.), Πλ. 150, 1067, Λυσίας 92. 40, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 28, κτλ. - Παθ., πειραθεὶς ὁ Ἁρμόδιος ὑπὸ Ἱππάρχου Θουκ. 6. 54· ἴδε κατωτ. Β. IV. 2, πρβλ. [[πεῖρα]] ΙΙ. Β. πολλῷ συνηθέστερον ὡς ἀποθ. (ἴδε ἐν ἀρχ.) ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ὅμ.· - μετ’ ἀπαρ., προσπαθῶ νὰ πράξω τι, Ἰλ. Δ. 5. καὶ 12. Ἡρόδ. 5. 71., 6. 138, κ. ἀλλ.· σπάν. παρ’ Ἀττ., Πλάτ. Θεαίτ. 190Ε· τὸ ἀπαρ. [[ἐνίοτε]] παραλείπεται ὡς δυνάμενον νὰ νοηθῇ, πειρήσεται (ἐξυπ. ἀλύξαι) Ὀδ. Δ. 417· -[[ὡσαύτως]] ἑπομένου τοῦ εἰ, Ἰλ. Ν. 807, Πλάτ. Φαίδων 95Β· πειρήσεται αἴ κε θέῃσιν Ἰλ. Σ. 601· ἑπομένου τοῦ ἐάν, Αἰσχύλ. Πρ. 325, Πλάτ.· ἢ τοῦ μή ..., [[μήπως]] ..., πειρώμενος ... μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν ἀποιχομένοιο ἄνακτος Ὀδ. Φ. 395· τοῦ [[ὅπως]] ..., Ξεν. Ἀν. 3. 2, 3· - παρ’ Ἡροδ. [[μετὰ]] μετοχ., βίῃ ἐπειρᾶτο ἐπιὼν 1. 77· προσβαίνων [[αὐτόθι]] 84· π. βιώμενοι 4. 139· π. ἀποσχίζων 6. 9, πρβλ. 6. 5, 50., 7. 139, κ. ἀλλ.· - μετ’ οὐδ. ἐπιθ., τὰ μεγάλα καὶ τὰ μικρὰ π. Ξεν. Κύρ. 1. 5, 14. ΙΙ. συνηθέστατα (ἴδε Α. ΙΙ), [[μετὰ]] γεν. 1) [[μετὰ]] γεν. προσ., [[δοκιμάζω]] τινά, ὡς [[ὅταν]] ἔχω ὑποψίαν, [[ὅπως]] ἴδω ἂν [[εἶναι]] [[ἀξιόπιστος]], Ἰλ. Κ. 444, Ὀδ. Ν. 336, κτλ.· νῦν σεῦ, ξεῖνε, ὀΐω πειρήσεσθαι, εἰ ... Τ. 215· ([[οὕτως]], ἐν σοὶ πειρώμεθα, ἂς κάμωμεν τὸ [[πείραμα]] εἰς σέ, Πλάτ. Φίληβ. 21Α.· - π. θεοῦ, [[δοκιμάζω]] θεόν, Ἡρόδ. 6. 86, 3, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1663· -[[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, [[δοκιμάζω]], [[πράττω]] τι [[ὅπως]] δοκιμάσω ..., πρὶν πειρήσαιτ’ Ἀχιλῆος Ἰλ. Φ. 580, πρβλ. 225 - συχνὸν παρ’ Ἡροδ., [[ὅστις]] ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συνάπτει, [[ἀλλήλων]] πειρᾶσθαι, ὡς ἐπειρῶντο κατὰ τὸ ἰσχυρὸν [[ἀλλήλων]] 1. 76· οὕτω παρ’ Ἀττ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1401, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], π. τῆς Πελοποννήσου, ἐνεργῶ ἀπόπειραν κατ’ αὐτῆς, Ἡρόδ. 8. 100· π. τοῦ τείχους Θουκ. 2. 81. 2) [[μετὰ]] γεν., [[δοκιμάζω]] τι ..., σθένεος Ἰλ. Ο. 359· ἥβης Ψ. 431· χειρῶν καὶ σθένεος Ὀδ. Φ. 282· - [[δοκιμάζω]] τὴν τύχην μου εἴς τι [[ἔργον]] ἢ ἀγῶνα, ἔργου Σ. 369· ἀέθλου Ἰλ. Ψ. 707, Ὀδ. Θ. 100, κτλ.· παλαισμοσύνης Θ. 126· - [[ὡσαύτως]], [[δοκιμάζω]] τι, [[ἐξετάζω]] τι [[ὅπως]] ἴδω εἰς τί δύναται νὰ χρησιμεύσῃ, τόξου Φ. 159, 180, 184· νευρῆς ἀυτόθι 410, πρβλ. 394· ὀϊστοί, τῶν τάχ’ ἔμελλον πειρήσεσθαι, ὧν τὴν δύναμιν [[ταχέως]] θὰ ἐδοκίμαζον, δηλ. θὰ ᾐσθάνοντο, [[αὐτόθι]] 418· καὶ οὕτω καθὼς τὸ γεύεσθαι, μετά τινος σκώμματος καὶ ἐμπαιγμοῦ - οὕτω καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, [[δοκιμάζω]] τι, [[λαμβάνω]] πεῖράν τινος, [[μάλιστα]] ἐν τῷ παθ. πρκμ. ([[ὅστις]] ἀπαντᾷ ἤδη παρ’ Ἡσ., πεπείρημαι [[νηῶν]] Ἔργ. κ. Ἡμ. 658), οὐ πεπειρημένοι πρότερον οἱ Αἰγύπτιοι Ἑλλήνων Ἡρόδ. 4. 159, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα ἐν τέλ.· πεπειραμένος ἀγαθῶν, δουλείας, Θουκ. 2. 44., 5. 69· πρβλ. Ἀντιφῶντα 129. 30, Λυσ. 178. 2· π. ὀρφανίας, δηλ. εἶμαι [[ὀρφανός]], Φαλάρ. Ἐπιστ. 129· [[ἀλλά]], π. τινος μετρίου, [[εὑρίσκω]] τινὰ μέτριον ἐκ πείρας ἢ [[μετὰ]] δοκιμήν, Πλουτ. Αἰμίλ. 8. 3) ἀπολ., [[δοκιμάζω]] τὴν τύχην μου, τὴν τύχην τοῦ πολέμου, αἴ κε θεὸς πειρώμενος ἐνθάδ’ ἵκηται Ἰλ. Ε. 129 πειρώμενος ἢ ἐν ἀέθλῳ ἠὲ καὶ ἐν πολέμῳ, δοκιμάζων τὴν ἐν ἑαυτῷ δύναμιν, Π. 590 καὶ Ἕκτορι πειρηθῆναι [[ἀντιβίην]], καὶ πρὶν δοκιμάσῃ τὴν [[ἑαυτοῦ]] ἰσχὺν ἐν τῇ μάχῃ κατὰ τοῦ Ἕκτορος, Φ. 225· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ἀέθλους ... ἐπειρήσαντ’ Ὀδ. Θ. 33· [[ὡσαύτως]], περὶ δ’ αὐτῆς πειρηθήτω (δηλ. τῆς ἵππου) Ἰλ. Ψ. 553. ΙΙΙ. [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, [[δοκιμάζω]] ἢ ἐπιχειρῶ διά τινος, ἔπεσιν περήσομαι Ἰλ. Β. 73· ἐγχείῃ πειρήσομαι Ε. 279· ἐπειρήσαντο πόδεσσι, ἐδοκίμασαν τὴν τύχην των ἐν τῷ ἀγῶνι τοῦ δρόμου, Ὀδ. Θ. 120, πρβλ. 205· [[ἐπειδὴ]] σφαίρῃ.. πειρήσαντο Θ. 377· [[ὡσαύτως]], π. σὺν ἔντεσι, σὺν τεύχεσι πειρηθῆναι Ἰλ. Ε. 220, κτλ.· ἐν ἔντεσι Τ. 384· - ἀλλ’ ἐν τῷ πρκμ., [[οὐδέ]] τὶ πω μύθοισι πεπείρημαι πυκινοῖσιν, «οὐκ. ἤσκημαι λόγοις συνετοῖς» (Σχόλ.), Ὀδ. Γ. 23· - ἀπολ., ὁ πειραθεὶς πιστεύει Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 16, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Ἱέρ. 2, 6. IV. μετ’ αἰτ. πράγμ., ἢ πρῶτ’ ἐξερέοιτο ἕκαστά τε πειρήσαιτο, ἢ πρῶτα να ἐπερωτήσῃ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν δοκιμάσῃ εἰς ἑκάστην λέξιν, Ὀδ. Δ. 119, Ω. 238 ([[ἔνθα]] τινὲς τῶν παλαιῶν γραμμ. ἀνεγίνωσκον μυθήσαιτο). 2) μετ’ αἰτ. προσ., [[κάμνω]] ἀπόπειραν [[ἐναντίον]] τινὸς (ἴδε Α. IV. 2), Διὸς ἄκοιτιν Πινδ. Π. 2. 62. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474.
|lstext='''πειράω''': Ἰλ. Θ. 8, Ἀττ.· παρατ. ἐπείρων Θουκ. 4. 25· μέλλ. -άσσω [ᾱ] [[αὐτόθι]] 9 καὶ 43· ἀόρ. ἐπείρᾱσα Σοφ. Ο. Κ. 1276, Ἀριστοφ., Θουκ.· πρκμ. πεπείρᾱκα Λουκ. Ἔρωτ. 20. - Παθ., ἀόρ. ἐπειράθην [ᾱ] Θουκ. 6. 54· πρβλ. [[πειράζω]], [[πειρητίζω]]. Β. συνηθέστερον ὡς ἀποθ., πειράομαι, Ἰλ., Ἀττ.: μέλλ. -ᾱσομαι Σοφ., κτλ. Δωρ. β΄ πληθ. πειρασεῖσθε Ἀριστοφ. Ἀχ. 743· παρὰ μεταγεν. συγγραφ., πειρᾱθήσομαι Διόδ. 2. 18, κλ.: - ἀόρ. ἐπειρᾱσάμην, Ἰων. ἐπειρησάμην, [[ὅπερ]] συχνότερον ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Θουκ. ἢ ὁ παθ. ἀόρ. ἐπειρήθην, Ἀττ. ἐπειράθην [ᾱ], ἐνῶ ὁ [[δεύτερος]] [[οὗτος]] [[τύπος]] εὕρηται τρὶς παρὰ Θουκ. (2. 5, 33) καὶ σχεδὸν ἀποκλειστικῶς παρὰ τοῖς λοιποῖς Ἀττικοῖς συγγραφεῦσι· πρκμ. πεπείρᾱμαι, Ἰων. -ημαι, Ὀδ. Γ. 23, Ἡρόδ., Ἀττ.· γ΄ πληθ. ὑπερσ. ἐπεπειρέατο Ἡρόδ. 7. 125· -πρβλ. ἀπο-, δια-, [[ἐκπειράομαι]]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. [[περάω]].) Α. ἐνεργ., ἐπιχειρῶ, προσπαθῶ, μετ’ ἀπαρ., [[μήτε]] τις .. πειράτω διαρκέσαι ἐμὸν [[ἔπος]] Ἰλ. Θ. 8· π. ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλέειν Ἡρόδ. 6. 84, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1025, κ. ἀλλ.· -ἑπομένου τοῦ ὡς .. , Ἰλ. Δ. 66, 71, Ὀδ. Β. 316, κτλ.· τοῦ [[ὅπως]] ..., Ὀδ. Δ. 545· μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., π. πολλὰ Θουκ. 6. 38· πάντα Πλούτ. 2. 1122Α. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν. προσ., [[δοκιμάζω]] τινά, πειρᾷ ἐμεῖο Ἰλ. Ω. 390· μὴ μευ πειράτω, ἐπὶ σκοπῷ [[ὅπως]] μὲ καταπείσῃ, Ι. 345, πρβλ. Ω. 433· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, ἐπιχειρῶ [[ἐναντίον]] τινός, ἐπιτίθεμαι κατά τινος, μήλων πειρήσοντα «πεῖραν ληψόμενον» (Σχόλ.) Μ. 301, Ὀδ. Ζ. 134· [[οὕτως]], οὐ πειρᾶν τῆς πόλιος, πρὶν ... Ἡρόδ. 6. 82· π. τοῦ χωρίου Θουκ. 1. 61· τῆς Νυσαίας ὁ αὐτ. 6. 54· [[ἀλλήλων]] ὁ αὐτ. 7. 38· νυμφείας εὐνᾶς Πινδ. Ν. 5. 55· - ἴδε κατωτ. Β. 11. ΙΙΙ. ἀπολ., [[δοκιμάζω]] τὴν τύχην μου, τὴν ἐμπειρίαν περὶ τὸ κλέπτειν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 175· ([[ὅθεν]] [[πειρατής]], πρβλ. [[πεῖρα]] ἐν τέλει)· ναυσὶ π., [[κάμνω]] ἀπόπειραν κατὰ θάλασσαν, Θουκ. 4. 25· π. ἐπὶ τὴν κώμην [[αὐτόθι]] 43. IV. μετ’ αἰτ. πράγμ., [[δοκιμάζω]], πεῖραν [[λαμβάνω]], τύχης ἐπήρειαν Λουκ. Ἔρωτ. 46· [[δοκιμάζω]] τι, τόδε [[τόξον]] Ἀνακρεόντ. 24. 3. 2) μετ’ αἰτ. προσ., [[κάμνω]] ἀπόπειραν κατὰ τῆς [[τιμῆς]] γυναικός, (ὡς τὸ Λατ. tentare, Ὁρατ. ᾨδαὶ 3. 4, 71), ἐπιτίθεται κατὰ γυναικός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 517 ([[ἔνθα]] ἴδε Ἑρμηνευτ.), Πλ. 150, 1067, Λυσίας 92. 40, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 28, κτλ. - Παθ., πειραθεὶς ὁ Ἁρμόδιος ὑπὸ Ἱππάρχου Θουκ. 6. 54· ἴδε κατωτ. Β. IV. 2, πρβλ. [[πεῖρα]] ΙΙ. Β. πολλῷ συνηθέστερον ὡς ἀποθ. (ἴδε ἐν ἀρχ.) ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ὅμ.· - μετ’ ἀπαρ., προσπαθῶ νὰ πράξω τι, Ἰλ. Δ. 5. καὶ 12. Ἡρόδ. 5. 71., 6. 138, κ. ἀλλ.· σπάν. παρ’ Ἀττ., Πλάτ. Θεαίτ. 190Ε· τὸ ἀπαρ. [[ἐνίοτε]] παραλείπεται ὡς δυνάμενον νὰ νοηθῇ, πειρήσεται (ἐξυπ. ἀλύξαι) Ὀδ. Δ. 417· -[[ὡσαύτως]] ἑπομένου τοῦ εἰ, Ἰλ. Ν. 807, Πλάτ. Φαίδων 95Β· πειρήσεται αἴ κε θέῃσιν Ἰλ. Σ. 601· ἑπομένου τοῦ ἐάν, Αἰσχύλ. Πρ. 325, Πλάτ.· ἢ τοῦ μή ..., [[μήπως]] ..., πειρώμενος ... μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν ἀποιχομένοιο ἄνακτος Ὀδ. Φ. 395· τοῦ [[ὅπως]] ..., Ξεν. Ἀν. 3. 2, 3· - παρ’ Ἡροδ. [[μετὰ]] μετοχ., βίῃ ἐπειρᾶτο ἐπιὼν 1. 77· προσβαίνων [[αὐτόθι]] 84· π. βιώμενοι 4. 139· π. ἀποσχίζων 6. 9, πρβλ. 6. 5, 50., 7. 139, κ. ἀλλ.· - μετ’ οὐδ. ἐπιθ., τὰ μεγάλα καὶ τὰ μικρὰ π. Ξεν. Κύρ. 1. 5, 14. ΙΙ. συνηθέστατα (ἴδε Α. ΙΙ), [[μετὰ]] γεν. 1) [[μετὰ]] γεν. προσ., [[δοκιμάζω]] τινά, ὡς [[ὅταν]] ἔχω ὑποψίαν, [[ὅπως]] ἴδω ἂν [[εἶναι]] [[ἀξιόπιστος]], Ἰλ. Κ. 444, Ὀδ. Ν. 336, κτλ.· νῦν σεῦ, ξεῖνε, ὀΐω πειρήσεσθαι, εἰ ... Τ. 215· ([[οὕτως]], ἐν σοὶ πειρώμεθα, ἂς κάμωμεν τὸ [[πείραμα]] εἰς σέ, Πλάτ. Φίληβ. 21Α.· - π. θεοῦ, [[δοκιμάζω]] θεόν, Ἡρόδ. 6. 86, 3, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1663· -[[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, [[δοκιμάζω]], [[πράττω]] τι [[ὅπως]] δοκιμάσω ..., πρὶν πειρήσαιτ’ Ἀχιλῆος Ἰλ. Φ. 580, πρβλ. 225 - συχνὸν παρ’ Ἡροδ., [[ὅστις]] ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συνάπτει, [[ἀλλήλων]] πειρᾶσθαι, ὡς ἐπειρῶντο κατὰ τὸ ἰσχυρὸν [[ἀλλήλων]] 1. 76· οὕτω παρ’ Ἀττ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1401, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], π. τῆς Πελοποννήσου, ἐνεργῶ ἀπόπειραν κατ’ αὐτῆς, Ἡρόδ. 8. 100· π. τοῦ τείχους Θουκ. 2. 81. 2) [[μετὰ]] γεν., [[δοκιμάζω]] τι ..., σθένεος Ἰλ. Ο. 359· ἥβης Ψ. 431· χειρῶν καὶ σθένεος Ὀδ. Φ. 282· - [[δοκιμάζω]] τὴν τύχην μου εἴς τι [[ἔργον]] ἢ ἀγῶνα, ἔργου Σ. 369· ἀέθλου Ἰλ. Ψ. 707, Ὀδ. Θ. 100, κτλ.· παλαισμοσύνης Θ. 126· - [[ὡσαύτως]], [[δοκιμάζω]] τι, [[ἐξετάζω]] τι [[ὅπως]] ἴδω εἰς τί δύναται νὰ χρησιμεύσῃ, τόξου Φ. 159, 180, 184· νευρῆς ἀυτόθι 410, πρβλ. 394· ὀϊστοί, τῶν τάχ’ ἔμελλον πειρήσεσθαι, ὧν τὴν δύναμιν [[ταχέως]] θὰ ἐδοκίμαζον, δηλ. θὰ ᾐσθάνοντο, [[αὐτόθι]] 418· καὶ οὕτω καθὼς τὸ γεύεσθαι, μετά τινος σκώμματος καὶ ἐμπαιγμοῦ - οὕτω καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, [[δοκιμάζω]] τι, [[λαμβάνω]] πεῖράν τινος, [[μάλιστα]] ἐν τῷ παθ. πρκμ. ([[ὅστις]] ἀπαντᾷ ἤδη παρ’ Ἡσ., πεπείρημαι [[νηῶν]] Ἔργ. κ. Ἡμ. 658), οὐ πεπειρημένοι πρότερον οἱ Αἰγύπτιοι Ἑλλήνων Ἡρόδ. 4. 159, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα ἐν τέλ.· πεπειραμένος ἀγαθῶν, δουλείας, Θουκ. 2. 44., 5. 69· πρβλ. Ἀντιφῶντα 129. 30, Λυσ. 178. 2· π. ὀρφανίας, δηλ. εἶμαι [[ὀρφανός]], Φαλάρ. Ἐπιστ. 129· [[ἀλλά]], π. τινος μετρίου, [[εὑρίσκω]] τινὰ μέτριον ἐκ πείρας ἢ [[μετὰ]] δοκιμήν, Πλουτ. Αἰμίλ. 8. 3) ἀπολ., [[δοκιμάζω]] τὴν τύχην μου, τὴν τύχην τοῦ πολέμου, αἴ κε θεὸς πειρώμενος ἐνθάδ’ ἵκηται Ἰλ. Ε. 129 πειρώμενος ἢ ἐν ἀέθλῳ ἠὲ καὶ ἐν πολέμῳ, δοκιμάζων τὴν ἐν ἑαυτῷ δύναμιν, Π. 590 καὶ Ἕκτορι πειρηθῆναι [[ἀντιβίην]], καὶ πρὶν δοκιμάσῃ τὴν [[ἑαυτοῦ]] ἰσχὺν ἐν τῇ μάχῃ κατὰ τοῦ Ἕκτορος, Φ. 225· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ἀέθλους ... ἐπειρήσαντ’ Ὀδ. Θ. 33· [[ὡσαύτως]], περὶ δ’ αὐτῆς πειρηθήτω (δηλ. τῆς ἵππου) Ἰλ. Ψ. 553. ΙΙΙ. [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, [[δοκιμάζω]] ἢ ἐπιχειρῶ διά τινος, ἔπεσιν περήσομαι Ἰλ. Β. 73· ἐγχείῃ πειρήσομαι Ε. 279· ἐπειρήσαντο πόδεσσι, ἐδοκίμασαν τὴν τύχην των ἐν τῷ ἀγῶνι τοῦ δρόμου, Ὀδ. Θ. 120, πρβλ. 205· [[ἐπειδὴ]] σφαίρῃ.. πειρήσαντο Θ. 377· [[ὡσαύτως]], π. σὺν ἔντεσι, σὺν τεύχεσι πειρηθῆναι Ἰλ. Ε. 220, κτλ.· ἐν ἔντεσι Τ. 384· - ἀλλ’ ἐν τῷ πρκμ., [[οὐδέ]] τὶ πω μύθοισι πεπείρημαι πυκινοῖσιν, «οὐκ. ἤσκημαι λόγοις συνετοῖς» (Σχόλ.), Ὀδ. Γ. 23· - ἀπολ., ὁ πειραθεὶς πιστεύει Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 16, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Ἱέρ. 2, 6. IV. μετ’ αἰτ. πράγμ., ἢ πρῶτ’ ἐξερέοιτο ἕκαστά τε πειρήσαιτο, ἢ πρῶτα να ἐπερωτήσῃ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν δοκιμάσῃ εἰς ἑκάστην λέξιν, Ὀδ. Δ. 119, Ω. 238 ([[ἔνθα]] τινὲς τῶν παλαιῶν γραμμ. ἀνεγίνωσκον μυθήσαιτο). 2) μετ’ αἰτ. προσ., [[κάμνω]] ἀπόπειραν [[ἐναντίον]] τινὸς (ἴδε Α. IV. 2), Διὸς ἄκοιτιν Πινδ. Π. 2. 62. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐπείρων, <i>f.</i> πειράσω, <i>ao.</i> ἐπείρασα, <i>pf.</i> πεπείρακα;<br /><i>Pass. f.</i> πειραθήσομαι, <i>ao.</i> ἐπειράθην, <i>pf.</i> [[πεπείραμαι]];<br /><b>A.</b> <i>tr.</i><br /><b>I.</b> essayer, tenter, s’efforcer, avec l’inf., avec [[ὡς]], [[ὅπως]];<br /><b>II.</b> <i>avec un gén. de <i>pers.</i> ou de chose</i> : faire un essai <i>ou</i> une expérience sur qqn, mettre à l’épreuve, chercher à, engager à ; <i>avec idée d’hostilité</i> s’essayer contre qqn se mesurer avec qqn ; πόλιος [[πειρᾶν]] HDT tâter une ville pour s’en emparer <i>ou</i> la surprendre ; χωρίου THC faire une tentative sur une place forte;<br /><b>III.</b> <i>après Hom. avec</i> l’acc.;<br /><b>1</b> <i>avec un acc. de pers.</i> : tenter, induire en tentation : τοὺς φίλους ἐπὶ Καίσαρα PLUT éprouver les sentiments des amis à l’égard de César, les exciter contre lui ; <i>particul.</i> essayer de corrompre, de séduire;<br /><b>2</b> <i>avec un acc. de chose</i> : πάντα [[πειρᾶν]] PLUT tenter tout, employer tous les moyens;<br /><i><b>Moy.</b></i> πειράομαι-ῶμαι (<i>f.</i> πειράσομαι, <i>ao.</i> ἐπειρασάμην);<br /><b>I.</b> <i>abs.</i> tenter pour soi, faire un essai, faire une épreuve ; s’essayer, s’exercer : [[περί]] τινος tenter l’épreuve pour le prix du combat, s’efforcer d’obtenir le prix;<br /><b>II.</b> <i>en gén.</i> éprouver, tenter, entreprendre ; <i>avec</i> [[μή]], dans la crainte que ; <i>avec un gén. de pers.</i> :<br /><b>1</b> tenter qqn, mettre qqn à l’épreuve ; pressentir, interroger ; <i>au sens phys.</i> s’essayer <i>ou</i> se mesurer avec;<br /><b>2</b> faire l’expérience que, reconnaître par expérience que : πειρώμενος ἀνδρὸς ἀγαθοῦ καὶ [[νοῦν]] ἔχοντος PLUT reconnaissant après expérience que l’homme était honnête et sensé;<br /><b>III.</b> <i>avec un gén. de chose</i> essayer sur soi-même, éprouver pour soi, gén. (σθένεος, sa force, <i>etc.</i>) ; τείχους THC donner l’assaut aux murs ; τόξου OD essayer un arc ; ὀϊστοὶ [[τῶν]] τάχ’ ἔμελλον πειρήσεσθαι OD traits dont ils devaient bientôt faire l’épreuve, <i>càd</i> dont ils devaient bientôt apprendre à connaître par leur propre expérience la force meurtrière ; <i>avec une nuance d’ironie</i> tâter (du pouvoir, de la servitude, <i>etc.) ; p. suite (au pf.)</i> avoir appris par expérience ; connaître <i>ou</i> savoir par expérience;<br /><b>IV.</b> <i>avec le dat.</i> ἔπεσι π. IL essayer par des paroles <i>ou</i> avec des paroles ; [[ποσί]] OD s’essayer avec les pieds, <i>càd</i> lutter de vitesse à la course ; πειρηθῆναι [[ἐν]] ἔντεσι IL essayer des armes pour voir si elles vont bien au corps ; <i>ou</i> σὺν ἔντεσι IL s’essayer dans les armes, <i>càd</i> montrer ce qu’on est capable de faire ; <i>p. suite (au pf.)</i> s’être essayé ; être exercé, expérimenté : μύθοις OD en paroles;<br /><b>V.</b> <i>avec l’acc.</i> ἕκαστα π. OD scruter chaque chose.<br />'''Étymologie:''' [[πεῖρα]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειράω Medium diacritics: πειράω Low diacritics: πειράω Capitals: ΠΕΙΡΑΩ
Transliteration A: peiráō Transliteration B: peiraō Transliteration C: peirao Beta Code: peira/w

English (LSJ)

Il.8.8, etc. : impf.

   A ἐπείρων Th.4.25 : fut. -άσω [ᾱ] ib.9, 43 : aor. ἐπείρᾱσα S.OC1276, Ar.Eq.517, Th.6.54 : pf. πεπείρᾱκα Luc.Am.26 :—Pass., aor. ἐπειράθην [ᾱ] Th.6.54; cf. πειράζω.    B more freq. in Med. πειράομαι, Il.2.193, 24.390, etc. : fut. -άσομαι [ᾱ] S.OC959, etc.; Dor. 2pl. πειρασεῖσθε Ar.Ach.743, cf. Hippod. ap. Stob.4.1.94; later πειρᾱθήσομαι Gp.12.13.12 : aor. ἐπειρᾱσάμην, Ion. ἐπειρησάμην, Od.8.120, Hdt.7.135, Th.2.44,al.; but aor. Pass. ἐπειρήθην, Att. ἐπειράθην [ᾱ], found in med. sense, Il.19.384, al., Hdt.3.152,al., Th.2.5 (v.l.), 33, 6.92, and in later Prose : pf. πεπείρᾱμαι, Ion. -ημαι, Od.3.23, Pi.Fr.110, Hdt.9.46, S.Fr.584, Antipho 5.1, etc. : 3pl. plpf. ἐπεπείραντο D.C.Fr.24.3, Ion. ἐπεπειρέατο Hdt. 7.125. (From πεῖρα.)    A Act., attempt, endeavour, try, c. inf., μήτε τις . . πειράτω διακέρσαι ἐμὸν ἔπος Il.8.8; πειρήσω (δύναμαι) φηλητέων ὄρχαμος εἶναι h.Merc. 175; π. ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβάλλειν Hdt.6.84, cf. Ar.V.1025, al. : folld. by ὡς... Il.4.66, Od.2.316, etc.; by ὅπως... 4.545 : c. Adj. neut., πολλὰ πειρῶντες Th.6.38; πάντα Plu. 2.1122b : with inf. understood, Th.7.32.    II c. gen. pers., make trial of one, μή μευ πειράτω, for the purpose of persuading, Il.9.345, cf. 24.433; of things, τευχέων A.R.3.1249 : in hostile sense, make an attempt on, μήλων πειρήσοντα Il.12.301, Od.6.134; οὐ πειρᾶν τῆς πόλιος, πρὶν . . Hdt.6.82; π. τοῦ χωρίου Th.1.61; Νισαίας Id.4.70; ἀλλήλων Id.7.38; νυμφείας εὐνᾶς Pi.N.5.30.    III abs., ναυσὶ π. make an attempt by sea, Th.4.25; π. ἐπὶ τὴν κώμην ib.43.    IV c. acc. rei, experience, τύχης ἐπήρειαν Luc.Am.46.    2 c. acc. pers., make an attempt on a woman's honour, Ar.Eq.517 (ubiv. Sch.), Pl. 150, 1067, Lys.1.12, X. Cyr.5.2.28, etc. :—Pass., πειραθεὶς ὁ Ἁρμόδιος ὑπὸ Ἱππάρχου Th.6.54, cf. Pl. Phdr.227c ; v. infr. B. IV, cf. πεῖρα 11.    B more freq. in Med., c. inf., try to do, Il.4.5, Hdt.5.71, 6.138, al., Ar.Pl.459, X.Oec.6.2, Lys. 12.64, Isoc.3.41, Pl. Tht. 186b : c. fut. inf., J.AJ17.8.4 : the inf. is sts. understood, πειρήσεται (sc. ἀλύξαι) Od.4.417 : folld. by εἰ, Il.13.806, Pl.Phd.95b; πειρήσεται αἴ κε θέῃσιν Il.18.601; by ἐάν or ἄν, A.Pr.327, Pl.Lg.638e; by μὴ... lest... Od.21.394; by ὅπως... X.An.3.2.3 : c. part., freq. in Hdt., ἐπειρᾶτο ἐπιών 1.77; προσβαίνων ib.84; π. βιώμενοι 4.139; π. ἀποσχίζων 6.9, cf. 5,50, 7.139, al.; π. σκοπῶν Pl. Tht. 190e<*> c. neut. Adj., τὰ μεγάλα καὶ τὰ μικρὰ π. X.Cyr.1.5.14.    II most freq. (V.A. 11) c. gen.,    1 c. gen. pers., make trial of one, Il.10.444, Od.13.336, etc.; νῦν σεῦ, ξεῖνε, ὀΐω πειρήσεσθαι, εἰ . . 19.215; ἕο αὐτοῦ ἐν ἔντεσι . . εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε Il.19.384; with gen. not expressed, ἔπεσιν πειρήσομαι 2.73 ; ἦ πρῶτ' ἐξερέοιτο ἕκαστά τε πειρήσαιτο test him in each particular, Od.4.119 (v.l. μυθήσαιτο) ; π. θεοῦ make trial of, tempt a god, Hdt.6.86. γ, cf. A.Ag. 1663 (troch.) : in hostile sense, πρὶν πειρήσαιτ' Ἀχιλῆος Il.21.580 (with acc. cogn. added ἀέθλους . . ἐπειρήσαντ' Ὀδυσῆος Od.8.23) : freq. in Hdt., esp. ἀλλήλων πειρᾶσθαι, as ἐπειρῶντο κατὰ τὸ ἰσχυρὸν ἀλλήλων 1.76; πειρᾶσθέ μου γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος A.Ag. 1401, etc.; π. τῆς Πελοποννήσου make an attempt on it, Hdt.8.100; π. τοῦ τείχους Th.2.81.    2 c. gen. rei, make proof or trial of... σθένεος Il. 15.359; ἥβης 23.432; χειρῶν καὶ σθένεος π., ἢ . . ἦ . . Od. 21.282; try one's chance at or in a work or contest, ἔργου 18.369; ἀέθλου, ἀέθλων, Il.23.707, Od. 8.100, etc.; παλαιμοσύνης ib. 126; make proof of, try a weapon, τόξου 21.159,180; νευρῆς ib.410 (but [ὀϊστοί,] τῶν τάχ' ἔμελλον πειρήσεσθαι arrows whose force they were soon to make trial of, i. e.feel, ib. 418); also, make proof of, have experience of, esp. in pf. Pass., first in Hes., νηῶν Op.660 ; οὐ πεπειρημένοι πρότερον [οἱ] Αἰγύπτιοι Ἑλλήνων Hdt.4.159, cf. Pl.Phd.118; πειρασάμενος ἀγαθῶν, δουλείας, Th.2.44, 5.69, cf. Antipho 5.1; κακῶν D.18.253; ὀρφανίας π., i.e. to be an orphan, Phalar. Ep.49; but π. τινὸς μετρίου find him moderate by experience or on trial, Plu. Aem.8, cf. Arat.43; also, πεπείρανται ὅτι . . Lys.27.2.    3 abs., try one's fortune, try the chances of war, αἴ κε θεὸς πειρώμενος ἐνθάδ' ἵκηται Il.5.129 ; πειρώμενος ἢ ἐν ἀέθλῳ ἠὲ καὶ ἐν πολέμῳ making trial of one's powers, 16.590; Ἕκτορι πειρηθῆναι ἀντιβίην, ἢ . . ἦ . . to try one's fortune against him, 21.225; περὶ δ' αὐτῆς πειρηθήτω (sc. τῆς ἵππου) let him try for her, as a prize, 23.553.    III make a trial or put a matter to the test, ἐν σοὶ πειρώμεθα Pl.Phlb.21a : c. dat. modi, ἐγχείῃ πειρήσομαι Il.5.279; ἐπειρήσαντο πόδεσσι tried their luck in the foot-race, Od.8.120, cf. 205; σφαίρῃ 8.377; also π. σὺν ἔντεσι, σὺν τεύχεσι π., Il.5.220, 11.386 : but in pf., οὐδέ τί πω μύθοισι πεπείρημαι I have not tried myself, have not found my skill, in words, Od.3.23 : abs., ὁ πειραθεὶς πιστεύσει X.Eq.Mag.1.16 ; πεπειραμένος σαφῶς οἶδα by experience, Id.Hier.2.6.    IV c. acc. pers., make an attempt on (V.A.IV.2), Διὸς ἄκοιτιν Pi.P.2.34.

German (Pape)

[Seite 546] 1) im act., versuchen, sich bemühen, unternehmen, streben; πειρήσω, ὥς κ' ὔμμι κακὰς ἐπὶ Κῆρας ἰήλω, Od. 2, 316; so mit ὡς vrbdn Il. 4, 66. 71. 9, 181. 21, 459; τάχιστα πείρα, ὅπως κεν δὴ σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι, Od. 4, 545; – c. inf., τῷ μὲν ἐγὼ πειρήσω ἀλαλκεῖν μ υίας, Il. 19, 30, wie 8, 8; Soph. ὃν δὴ σὺ πειρᾷς ἐκβαλεῖν, O. R. 399, vgl. O. C. 1278; Ar. Equ. 515; Her. 6, 84; – c. gen., einen Versuch an Einem machen, ihn auf die Probe stellen, μή μευ πειράτω, Il. 9, 345, versuche mich nicht zu überreden, 24, 433; auch im feindlichen Sinne, es im Kampfe mit Einem aufnehmen, vom Löwen gesagt μήλων πειρήσοντα, Il. 12, 301 Od. 6, 134; ἐπείρα εὐνᾶς, Pind. N. 5, 30; eben so πόλιος πειρᾶν, sich an eine Stadt machen u. versuchen, ob man sie einnehmen kann, Her. 6, 82; χωρίου, einen Versuch, Angriff auf einen Platz machen, Thuc. 1, 61, vgl. 4, 70; τῶν τειχῶν πειρᾶν, 7, 12; auch ἐπὶ κώμην, einen Angriff machen auf, 4, 43; Eur. vrbdt auch εἰ Χάριτες πειρῶσί με, Cycl. 577. – Auch versuchen zu verführen, in Versuchung führen, setzen, κόρην, γυναῖκα πειρᾶν, zur Unzucht zu verführen suchen, Ar. Pax 747; vgl. Piers. Moeris p. 310; Ruhnk. zu Tim. p. 210; so τὴν παιδίσκην Lys. 1, 12; Xen. Cyr. 5, 2, 28; Pol. 10, 26, 3; auch pass., Ἁρμόδιος πειραθεὶς ὑπὸ Ἱππάρκου Thuc. 6, 54; γέγραφε πειρώμνόν τινα τῶν καλῶν, Plat. Phaedr. 227 c; – πειρᾶν τὴν θάλατταν, das Meer auf Seeräuberei versuchen, Seeräuberei betreiben, dafür führt Schneider Lys. 6, 19 an, wo jetzt ναυκληρίᾳ ἐπιθέμενος τὴν θάλατταν ἔπλει steht und man ἐπηλᾶτο vermuthet hat. – Sp. vrbdn es auch c. acc. der Sache, versuchen, πάντα πειρῶσι, Plut. adv. Col. 26. – 2) Häufiger im med., fut. πειράσομαι, dor. πειρασοῦμαι, Ar. Ach. 708, aor. ἐπειρασάμην, ion. u. ep. ἐπειρησάμην, u. bei Hom. häufig, in Prosa seltener, ἐπειράθην, ep. ἐπειρήθην, versuchen, einen Versuch, eine Probe machen, sich bemühen, sich versuchen; – a) absol., ἀλλ' ἄγ' ἐγὼν αὐτὸς πειρήσομαι ἠδὲ ἴδωμαι, Od. 6, 126, ich will selbst versuchen und sehen, nämlich ob Menschen in der Nähe sind, Il. 2, 193. 5, 129. 8, 18; τρὶς γὰρ τῇ γ' ἐλθόντες ἐπειρήσανθ' οἱ ἄριστοι, 6, 435; περί τινος, um Etwas sich bemühen, um einen Kampfpreis, περὶ αὐτῆς πειρηθήτω, 23, 553; εὖ δ' ἔξοισθα πειραθεῖσά που, Soph. El. 1236; u. in Prosa, πειρασόμεθα δὲ καὶ ἐροῦμεν, Plat. Phil. 13 c. – b) c. inf., ἐπειρᾶτο Κρονίδης ἐρεθιζέμεν Ἥρην, Il. 4, 5; πειρασόμεσθα πῆμ' ἀποστρέψαι νόσου, Aesch. Ag. 824. 1622; ἀντιδρᾶν πειράσομαι, Soph. O. C. 963, öfter; πειρῶ ἀνορθοῦν σῶμ' ἐμόν, Eur. Bacch. 364, öfter; Her. 6, 138. 8, 100. 108. 9, 33; πειραθέντες καταλαβεῖν, Thuc. 2, 5; πειρῶμαι καὶ τοὺς ἄλλους πείθειν, Plat. Conv. 212 b; Phaedr. 272 c u, oft; πειράσομαι ἐπιδεῖξαι Lys. 25, 7, u. sonst; selten in dieser Vrbdg der aor. med., wie Thuc. 4, 60; – auch das partic. steht, νέοι θάλποντες ἐπειρῶντο, Od. 21, 184, vgl. 4, 417, wo das partic. nur die Art, das Mittel des Versuchs andeutet; ἐπειρᾶτο ἐπιών, Her. 1, 77, vgl. 84; ἵνα μὴ πειρῴατο βιώμενοι, damit sie nicht Gewalt versuchten, 4, 139; so auch Plat. Theaet. 190 e; πειρασόμεθα ἐλέγχοντες, Antiph. 2 γ 1. – c) mit folgdm indirectem Fragesatz, ὡς ὅτε τις τροχὸν κεραμεὺς πειρήσεται, αἴ κε θέῃσιν, Il. 18, 601; πειράσομαι, ἐὰν δύνωμαι τῶνδε σ' ἐκλῦσαι πόνων, Aesch. Prom. 325; u. oft in Prosa, πειρώμεθα, εἰ ἄρα τι λέγεις, Plat. Phaed. 95 b, Folgde; πειρᾷ μου, εἰ μέμηνα, Luc. D. D. 8, 1. – d) am häufigsten c. gen. (dann gew. aor. med.), Einen auf die Probe stellen, um zu sehen, was man von ihm zu halten hat, ihn ausforschen, ausfragen, um seine Zuverlässigkeit, Wahrhaftigkeit u. dgl. zu erproben; πειρᾷ ἐμεῖο, γεραιέ, Il. 24, 390. 433; πόσιος, Od. 23, 181; ἀλόχου, 13, 336; Τρώων, Il. 19, 70. 20, 352, im Kampfe; Φαίηκες ἐπειρήσαντ' Ὀδυσῆος, Od. 8, 23, u. sonst; Tragg.; πειρᾶσθέ μου γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος, Aesch. Ag. 1374; δαίμονος, 1648; Ch. 506; so auch Her. πειρώμεθα τῆς Πελοποννήσο υ, wie im act., ἐπειρώατο κατὰ τὸ ἰσχυρὸν ἀλλήλων, 1, 76, wie πειρήσεσθαι ἔμελλον ἀλλήλων, 2, 163; τί δεῖ ἡμᾶς πειρηθῆναι ἀλλήλων; 4, 80 u. öfter, sich mit einander versuchen; πεπειραμένος Ἐράστου πλέονα ἢ σύ, da ich ihn besser kenne, als du, Plat. Ep. VI, 323 a, u. A.; oft bei sp. D., wie Ap. Rh. 3, 179. 185, ἀλλήλων ἀγανοῖς ἔπεσσι πείρηθεν, 3, 1147; – aber auch c. gen. der Sache, seine Kraft versuchen, erproben, um zu erfahren, was man selbst vermag, σθένεος, Il. 15, 359, χειρῶν καὶ σθένεος, Od. 21, 282, ἥβης, Il. 23, 432; – ἔργου, sich an einer Arbeit veruchen, Od. 18, 369, ἀέθλο υ, in einer Kampfübung sein Glück versuchen, Il. 23, 707. 753. 831 Od. 8, 100; παλαισμοσύνης, 8, 126; τόξου, νευρῆς, den Bogen, die Sehne versuchen, ob sie gut im ἔμελλον πειρήσεσθαι, Geschosse, die sie bald versuchen sollten, d. i. deren tödtliche Gewalt sie bald aus eigener Erfahrung kennen lernen sollten; ähnl. Hes. πειρηθῆναι ἔγχεος, Sc. 359, νηῶν, O. 662; πειρᾶτο μάχας, Pind. N. 1, 43, ἄθλων, 9, 23, auch γνώμας, P. 4, 84; πειρωμένη τῶνδε τῶν ἔργων, Soph. El. 460; auch εἰ γῆς μὴ πεπείρασαι ξένης, frg. 516, von Einem, der noch nicht in der Fremde gewesen ist; κακῶν ἐλασσόνων πειρώμεναι πόλεις, Eur. Phoen. 1025; τῆς δίκης, 493; πειραθέντες παντοίας Μούσης, Ar. Equ. 504; οὐ πεπειρημένοι πρότερον οἱ Αἰγύπτιοι Ἑλλήνων, Her. 4, 159; τῶν τειχῶν, Thuc. 2, 81, wie im act.; auch τῆς δουλείας πειρασάμενος, 5, 69; πείρασαι τοῦ ἐλέγχου οἷον ἐγὼ οἶμαι δεῖν εἶναι, Plat. Gorg. 474 a; πολλῶν κακῶν πεπειραμένοι, Lys. 5, 3; Folgende; πειραθῆναι τοῦ πράγματος, Pol. 1, 20, 12, wie ὧν ἐπειράθημεν Plat. Phaed. a. E.; ἁπάσης ὁδοῦ πεπειραμένος, Luc. Hermot. 46. – e) auch mit dem dat. der Sache, worin, womit man sich versucht, ἐγὼν ἔπεσιν πειρήσομαι, ich will einen Versuch machen mit Worten, Il. 2, 73, ἐγχείῃ, 5, 279, ποσί, sich mit den Füßen versuchen, d. i. an Schnelligkeit der Füße wetteifern, Od. 8, 120. 205; auch ἐν ἔντεσι, σὺν τεύχεσι πειρηθῆναι, sich in der Waffenrüstung versuchen, in Waffen sein Glück versuchen, Il. 5, 220. 11, 386. 19, 384. 22, 381. – f) seltener c. acc., ἢ πρῶτ' ἐξερέοιτο ἕκαστά τε πειρήσαιτο, Od. 4, 119. 24, 238, ob er Jegliches ausforschte, wo einige alte Erklärer μυθήσαιτο lesen wollten. – Ganz wie mit dem gen. vrbdt Pind. Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο, P. 2, 34. – Sp. πειρᾶσθαί τι, Etwas versuchen, unternehmen, sich an Etwas machen.

Greek (Liddell-Scott)

πειράω: Ἰλ. Θ. 8, Ἀττ.· παρατ. ἐπείρων Θουκ. 4. 25· μέλλ. -άσσω [ᾱ] αὐτόθι 9 καὶ 43· ἀόρ. ἐπείρᾱσα Σοφ. Ο. Κ. 1276, Ἀριστοφ., Θουκ.· πρκμ. πεπείρᾱκα Λουκ. Ἔρωτ. 20. - Παθ., ἀόρ. ἐπειράθην [ᾱ] Θουκ. 6. 54· πρβλ. πειράζω, πειρητίζω. Β. συνηθέστερον ὡς ἀποθ., πειράομαι, Ἰλ., Ἀττ.: μέλλ. -ᾱσομαι Σοφ., κτλ. Δωρ. β΄ πληθ. πειρασεῖσθε Ἀριστοφ. Ἀχ. 743· παρὰ μεταγεν. συγγραφ., πειρᾱθήσομαι Διόδ. 2. 18, κλ.: - ἀόρ. ἐπειρᾱσάμην, Ἰων. ἐπειρησάμην, ὅπερ συχνότερον ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Θουκ. ἢ ὁ παθ. ἀόρ. ἐπειρήθην, Ἀττ. ἐπειράθην [ᾱ], ἐνῶ ὁ δεύτερος οὗτος τύπος εὕρηται τρὶς παρὰ Θουκ. (2. 5, 33) καὶ σχεδὸν ἀποκλειστικῶς παρὰ τοῖς λοιποῖς Ἀττικοῖς συγγραφεῦσι· πρκμ. πεπείρᾱμαι, Ἰων. -ημαι, Ὀδ. Γ. 23, Ἡρόδ., Ἀττ.· γ΄ πληθ. ὑπερσ. ἐπεπειρέατο Ἡρόδ. 7. 125· -πρβλ. ἀπο-, δια-, ἐκπειράομαι. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. περάω.) Α. ἐνεργ., ἐπιχειρῶ, προσπαθῶ, μετ’ ἀπαρ., μήτε τις .. πειράτω διαρκέσαι ἐμὸν ἔπος Ἰλ. Θ. 8· π. ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλέειν Ἡρόδ. 6. 84, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1025, κ. ἀλλ.· -ἑπομένου τοῦ ὡς .. , Ἰλ. Δ. 66, 71, Ὀδ. Β. 316, κτλ.· τοῦ ὅπως ..., Ὀδ. Δ. 545· μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., π. πολλὰ Θουκ. 6. 38· πάντα Πλούτ. 2. 1122Α. ΙΙ. μετὰ γεν. προσ., δοκιμάζω τινά, πειρᾷ ἐμεῖο Ἰλ. Ω. 390· μὴ μευ πειράτω, ἐπὶ σκοπῷ ὅπως μὲ καταπείσῃ, Ι. 345, πρβλ. Ω. 433· ὡσαύτως ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, ἐπιχειρῶ ἐναντίον τινός, ἐπιτίθεμαι κατά τινος, μήλων πειρήσοντα «πεῖραν ληψόμενον» (Σχόλ.) Μ. 301, Ὀδ. Ζ. 134· οὕτως, οὐ πειρᾶν τῆς πόλιος, πρὶν ... Ἡρόδ. 6. 82· π. τοῦ χωρίου Θουκ. 1. 61· τῆς Νυσαίας ὁ αὐτ. 6. 54· ἀλλήλων ὁ αὐτ. 7. 38· νυμφείας εὐνᾶς Πινδ. Ν. 5. 55· - ἴδε κατωτ. Β. 11. ΙΙΙ. ἀπολ., δοκιμάζω τὴν τύχην μου, τὴν ἐμπειρίαν περὶ τὸ κλέπτειν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 175· (ὅθεν πειρατής, πρβλ. πεῖρα ἐν τέλει)· ναυσὶ π., κάμνω ἀπόπειραν κατὰ θάλασσαν, Θουκ. 4. 25· π. ἐπὶ τὴν κώμην αὐτόθι 43. IV. μετ’ αἰτ. πράγμ., δοκιμάζω, πεῖραν λαμβάνω, τύχης ἐπήρειαν Λουκ. Ἔρωτ. 46· δοκιμάζω τι, τόδε τόξον Ἀνακρεόντ. 24. 3. 2) μετ’ αἰτ. προσ., κάμνω ἀπόπειραν κατὰ τῆς τιμῆς γυναικός, (ὡς τὸ Λατ. tentare, Ὁρατ. ᾨδαὶ 3. 4, 71), ἐπιτίθεται κατὰ γυναικός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 517 (ἔνθα ἴδε Ἑρμηνευτ.), Πλ. 150, 1067, Λυσίας 92. 40, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 28, κτλ. - Παθ., πειραθεὶς ὁ Ἁρμόδιος ὑπὸ Ἱππάρχου Θουκ. 6. 54· ἴδε κατωτ. Β. IV. 2, πρβλ. πεῖρα ΙΙ. Β. πολλῷ συνηθέστερον ὡς ἀποθ. (ἴδε ἐν ἀρχ.) ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ὅμ.· - μετ’ ἀπαρ., προσπαθῶ νὰ πράξω τι, Ἰλ. Δ. 5. καὶ 12. Ἡρόδ. 5. 71., 6. 138, κ. ἀλλ.· σπάν. παρ’ Ἀττ., Πλάτ. Θεαίτ. 190Ε· τὸ ἀπαρ. ἐνίοτε παραλείπεται ὡς δυνάμενον νὰ νοηθῇ, πειρήσεται (ἐξυπ. ἀλύξαι) Ὀδ. Δ. 417· -ὡσαύτως ἑπομένου τοῦ εἰ, Ἰλ. Ν. 807, Πλάτ. Φαίδων 95Β· πειρήσεται αἴ κε θέῃσιν Ἰλ. Σ. 601· ἑπομένου τοῦ ἐάν, Αἰσχύλ. Πρ. 325, Πλάτ.· ἢ τοῦ μή ..., μήπως ..., πειρώμενος ... μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν ἀποιχομένοιο ἄνακτος Ὀδ. Φ. 395· τοῦ ὅπως ..., Ξεν. Ἀν. 3. 2, 3· - παρ’ Ἡροδ. μετὰ μετοχ., βίῃ ἐπειρᾶτο ἐπιὼν 1. 77· προσβαίνων αὐτόθι 84· π. βιώμενοι 4. 139· π. ἀποσχίζων 6. 9, πρβλ. 6. 5, 50., 7. 139, κ. ἀλλ.· - μετ’ οὐδ. ἐπιθ., τὰ μεγάλα καὶ τὰ μικρὰ π. Ξεν. Κύρ. 1. 5, 14. ΙΙ. συνηθέστατα (ἴδε Α. ΙΙ), μετὰ γεν. 1) μετὰ γεν. προσ., δοκιμάζω τινά, ὡς ὅταν ἔχω ὑποψίαν, ὅπως ἴδω ἂν εἶναι ἀξιόπιστος, Ἰλ. Κ. 444, Ὀδ. Ν. 336, κτλ.· νῦν σεῦ, ξεῖνε, ὀΐω πειρήσεσθαι, εἰ ... Τ. 215· (οὕτως, ἐν σοὶ πειρώμεθα, ἂς κάμωμεν τὸ πείραμα εἰς σέ, Πλάτ. Φίληβ. 21Α.· - π. θεοῦ, δοκιμάζω θεόν, Ἡρόδ. 6. 86, 3, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1663· -ὡσαύτως ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, δοκιμάζω, πράττω τι ὅπως δοκιμάσω ..., πρὶν πειρήσαιτ’ Ἀχιλῆος Ἰλ. Φ. 580, πρβλ. 225 - συχνὸν παρ’ Ἡροδ., ὅστις ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συνάπτει, ἀλλήλων πειρᾶσθαι, ὡς ἐπειρῶντο κατὰ τὸ ἰσχυρὸν ἀλλήλων 1. 76· οὕτω παρ’ Ἀττ., οἷον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1401, κτλ.· - ὡσαύτως, π. τῆς Πελοποννήσου, ἐνεργῶ ἀπόπειραν κατ’ αὐτῆς, Ἡρόδ. 8. 100· π. τοῦ τείχους Θουκ. 2. 81. 2) μετὰ γεν., δοκιμάζω τι ..., σθένεος Ἰλ. Ο. 359· ἥβης Ψ. 431· χειρῶν καὶ σθένεος Ὀδ. Φ. 282· - δοκιμάζω τὴν τύχην μου εἴς τι ἔργον ἢ ἀγῶνα, ἔργου Σ. 369· ἀέθλου Ἰλ. Ψ. 707, Ὀδ. Θ. 100, κτλ.· παλαισμοσύνης Θ. 126· - ὡσαύτως, δοκιμάζω τι, ἐξετάζω τι ὅπως ἴδω εἰς τί δύναται νὰ χρησιμεύσῃ, τόξου Φ. 159, 180, 184· νευρῆς ἀυτόθι 410, πρβλ. 394· ὀϊστοί, τῶν τάχ’ ἔμελλον πειρήσεσθαι, ὧν τὴν δύναμιν ταχέως θὰ ἐδοκίμαζον, δηλ. θὰ ᾐσθάνοντο, αὐτόθι 418· καὶ οὕτω καθὼς τὸ γεύεσθαι, μετά τινος σκώμματος καὶ ἐμπαιγμοῦ - οὕτω καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, δοκιμάζω τι, λαμβάνω πεῖράν τινος, μάλιστα ἐν τῷ παθ. πρκμ. (ὅστις ἀπαντᾷ ἤδη παρ’ Ἡσ., πεπείρημαι νηῶν Ἔργ. κ. Ἡμ. 658), οὐ πεπειρημένοι πρότερον οἱ Αἰγύπτιοι Ἑλλήνων Ἡρόδ. 4. 159, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα ἐν τέλ.· πεπειραμένος ἀγαθῶν, δουλείας, Θουκ. 2. 44., 5. 69· πρβλ. Ἀντιφῶντα 129. 30, Λυσ. 178. 2· π. ὀρφανίας, δηλ. εἶμαι ὀρφανός, Φαλάρ. Ἐπιστ. 129· ἀλλά, π. τινος μετρίου, εὑρίσκω τινὰ μέτριον ἐκ πείρας ἢ μετὰ δοκιμήν, Πλουτ. Αἰμίλ. 8. 3) ἀπολ., δοκιμάζω τὴν τύχην μου, τὴν τύχην τοῦ πολέμου, αἴ κε θεὸς πειρώμενος ἐνθάδ’ ἵκηται Ἰλ. Ε. 129 πειρώμενος ἢ ἐν ἀέθλῳ ἠὲ καὶ ἐν πολέμῳ, δοκιμάζων τὴν ἐν ἑαυτῷ δύναμιν, Π. 590 καὶ Ἕκτορι πειρηθῆναι ἀντιβίην, καὶ πρὶν δοκιμάσῃ τὴν ἑαυτοῦ ἰσχὺν ἐν τῇ μάχῃ κατὰ τοῦ Ἕκτορος, Φ. 225· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀέθλους ... ἐπειρήσαντ’ Ὀδ. Θ. 33· ὡσαύτως, περὶ δ’ αὐτῆς πειρηθήτω (δηλ. τῆς ἵππου) Ἰλ. Ψ. 553. ΙΙΙ. μετὰ δοτ. τρόπου, δοκιμάζω ἢ ἐπιχειρῶ διά τινος, ἔπεσιν περήσομαι Ἰλ. Β. 73· ἐγχείῃ πειρήσομαι Ε. 279· ἐπειρήσαντο πόδεσσι, ἐδοκίμασαν τὴν τύχην των ἐν τῷ ἀγῶνι τοῦ δρόμου, Ὀδ. Θ. 120, πρβλ. 205· ἐπειδὴ σφαίρῃ.. πειρήσαντο Θ. 377· ὡσαύτως, π. σὺν ἔντεσι, σὺν τεύχεσι πειρηθῆναι Ἰλ. Ε. 220, κτλ.· ἐν ἔντεσι Τ. 384· - ἀλλ’ ἐν τῷ πρκμ., οὐδέ τὶ πω μύθοισι πεπείρημαι πυκινοῖσιν, «οὐκ. ἤσκημαι λόγοις συνετοῖς» (Σχόλ.), Ὀδ. Γ. 23· - ἀπολ., ὁ πειραθεὶς πιστεύει Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 16, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Ἱέρ. 2, 6. IV. μετ’ αἰτ. πράγμ., ἢ πρῶτ’ ἐξερέοιτο ἕκαστά τε πειρήσαιτο, ἢ πρῶτα να ἐπερωτήσῃ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν δοκιμάσῃ εἰς ἑκάστην λέξιν, Ὀδ. Δ. 119, Ω. 238 (ἔνθα τινὲς τῶν παλαιῶν γραμμ. ἀνεγίνωσκον μυθήσαιτο). 2) μετ’ αἰτ. προσ., κάμνω ἀπόπειραν ἐναντίον τινὸς (ἴδε Α. IV. 2), Διὸς ἄκοιτιν Πινδ. Π. 2. 62. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἐπείρων, f. πειράσω, ao. ἐπείρασα, pf. πεπείρακα;
Pass. f. πειραθήσομαι, ao. ἐπειράθην, pf. πεπείραμαι;
A. tr.
I. essayer, tenter, s’efforcer, avec l’inf., avec ὡς, ὅπως;
II. avec un gén. de pers. ou de chose : faire un essai ou une expérience sur qqn, mettre à l’épreuve, chercher à, engager à ; avec idée d’hostilité s’essayer contre qqn se mesurer avec qqn ; πόλιος πειρᾶν HDT tâter une ville pour s’en emparer ou la surprendre ; χωρίου THC faire une tentative sur une place forte;
III. après Hom. avec l’acc.;
1 avec un acc. de pers. : tenter, induire en tentation : τοὺς φίλους ἐπὶ Καίσαρα PLUT éprouver les sentiments des amis à l’égard de César, les exciter contre lui ; particul. essayer de corrompre, de séduire;
2 avec un acc. de chose : πάντα πειρᾶν PLUT tenter tout, employer tous les moyens;
Moy. πειράομαι-ῶμαι (f. πειράσομαι, ao. ἐπειρασάμην);
I. abs. tenter pour soi, faire un essai, faire une épreuve ; s’essayer, s’exercer : περί τινος tenter l’épreuve pour le prix du combat, s’efforcer d’obtenir le prix;
II. en gén. éprouver, tenter, entreprendre ; avec μή, dans la crainte que ; avec un gén. de pers. :
1 tenter qqn, mettre qqn à l’épreuve ; pressentir, interroger ; au sens phys. s’essayer ou se mesurer avec;
2 faire l’expérience que, reconnaître par expérience que : πειρώμενος ἀνδρὸς ἀγαθοῦ καὶ νοῦν ἔχοντος PLUT reconnaissant après expérience que l’homme était honnête et sensé;
III. avec un gén. de chose essayer sur soi-même, éprouver pour soi, gén. (σθένεος, sa force, etc.) ; τείχους THC donner l’assaut aux murs ; τόξου OD essayer un arc ; ὀϊστοὶ τῶν τάχ’ ἔμελλον πειρήσεσθαι OD traits dont ils devaient bientôt faire l’épreuve, càd dont ils devaient bientôt apprendre à connaître par leur propre expérience la force meurtrière ; avec une nuance d’ironie tâter (du pouvoir, de la servitude, etc.) ; p. suite (au pf.) avoir appris par expérience ; connaître ou savoir par expérience;
IV. avec le dat. ἔπεσι π. IL essayer par des paroles ou avec des paroles ; ποσί OD s’essayer avec les pieds, càd lutter de vitesse à la course ; πειρηθῆναι ἐν ἔντεσι IL essayer des armes pour voir si elles vont bien au corps ; ou σὺν ἔντεσι IL s’essayer dans les armes, càd montrer ce qu’on est capable de faire ; p. suite (au pf.) s’être essayé ; être exercé, expérimenté : μύθοις OD en paroles;
V. avec l’acc. ἕκαστα π. OD scruter chaque chose.
Étymologie: πεῖρα.