ναυσιπόρος: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(26)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ναυσιπόρος
|Medium diacritics=ναυσιπόρος
|Low diacritics=ναυσιπόρος
|Capitals=ΝΑΥΣΙΠΟΡΟΣ
|Transliteration A=nausipóros
|Transliteration B=nausiporos
|Transliteration C=nafsiporos
|Beta Code=nausipo/ros
|Definition=ον, ''Act.'', [[passing in a ship]], [[seafaring]], [[στρατιά]] E. ''Rh.'' 48 (lyr.).<br><b class="num"></b>[[causing a ship to pass]], [[πλάται]] ν. [[ship-speeding]] oars, Id. ''IA'' 172 (lyr.).
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait marcher un navire.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], πορεύομαι.
|btext=ος, ον :<br />[[qui fait marcher un navire]].<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], πορεύομαι.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ναυσιπόρος]], -ον)<br />αυτός που ταξιδεύει με [[πλοίο]], ο ναυτιλλόμενος<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[κουπιά]]) αυτός που καθιστά τα πλοία ικανά να ταξιδεύουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>ναυσί</i> του [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]». Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
|mltxt=-ο (Α [[ναυσιπόρος]], -ον)<br />αυτός που ταξιδεύει με [[πλοίο]], ο ναυτιλλόμενος<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[κουπιά]]) αυτός που καθιστά τα πλοία ικανά να ταξιδεύουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>ναυσί</i> του [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]». Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
}}
{{pape
|ptext=<i>zu [[Schiffe]] [[fahrend]]</i>, [[στρατός]], Eur. <i>Rhes</i>. 48; [[πλάτας]] ναυσιπόρους, wie [[ναύπορος]], <i>I.A</i>. 172.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυσῐπόρος:'''<br /><b class="num">1</b> [[плывущий на кораблях]] ([[στρατός]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[приводящий в движение корабль]] (πλάται Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[cf. [[ναυσίπορος]]<br /><b class="num">1.</b> act. [[passing]] in a [[ship]], [[seafaring]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> causing a [[ship]] to [[pass]], of oars, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσιπόρος Medium diacritics: ναυσιπόρος Low diacritics: ναυσιπόρος Capitals: ΝΑΥΣΙΠΟΡΟΣ
Transliteration A: nausipóros Transliteration B: nausiporos Transliteration C: nafsiporos Beta Code: nausipo/ros

English (LSJ)

ον, Act., passing in a ship, seafaring, στρατιά E. Rh. 48 (lyr.).
causing a ship to pass, πλάται ν. ship-speeding oars, Id. IA 172 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait marcher un navire.
Étymologie: ναῦς, πορεύομαι.

Greek Monolingual

-ο (Α ναυσιπόρος, -ον)
αυτός που ταξιδεύει με πλοίο, ο ναυτιλλόμενος
αρχ.
(για κουπιά) αυτός που καθιστά τα πλοία ικανά να ταξιδεύουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα». Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].

German (Pape)

zu Schiffe fahrend, στρατός, Eur. Rhes. 48; πλάτας ναυσιπόρους, wie ναύπορος, I.A. 172.

Russian (Dvoretsky)

ναυσῐπόρος:
1 плывущий на кораблях (στρατός Eur.);
2 приводящий в движение корабль (πλάται Eur.).

Middle Liddell

[cf. ναυσίπορος
1. act. passing in a ship, seafaring, Eur.
2. causing a ship to pass, of oars, Eur.