ῥαΐζω: Difference between revisions
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
(35) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=raizo | |Transliteration C=raizo | ||
|Beta Code=r(ai/+zw | |Beta Code=r(ai/+zw | ||
|Definition=Ion. ῥηΐζω, (ῥᾶ, ῥᾴων) < | |Definition=Ion. [[ῥηΐζω]], ([[ῥᾶ]], [[ῥᾴων]])<br><span class="bld">A</span> [[grow easier]], [[grow more endurable]], of [[ailment]]s, Hp.''Epid.''2.3.18, 4.56, etc.<br><span class="bld">2</span> of persons, [[find relief from pain]], [[recover from illness]], Id.''Fract.''5,19, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 462d, D.1.13; [[take one's rest]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.5.68 (as v.l.): sometimes c. gen., <b class="b3">ῥ. πόνων</b> [[rest]] from [[toil]], Memn.4; ῥ. ἐκ νόσου Ach.Tat.4.16; cf. [[ῥᾴδιος]] II.2.<br><span class="bld">II</span> trans., [[make easier]], [[alleviate]] an [[illness]], Hp.''Aph.''5.25. [ῥαΐσαι τρισυλλάβως Ἀττικοὶ τὸ ἐκ νόσου ἀναλαβεῖν, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; 3sg. aor. subj. [[ῥαείσηι]] (sic) ''PCair.Zen.''263.3 (iii B.C.), ῥαΐσηι ''PHamb.''27.8 (iii B.C.).] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0832.png Seite 832]] leichter werden, gew. Erleichterung bekommen, sich von einer schweren Krankheit erholen, [[ῥᾴων]] ἔχω ἐκ τῆς νόσου, Harpocr. aus Dem. 1, 13, von den Atticisten empfohlen; vgl. Plat. Rep. V, 462 d Ax. 364 e; Ath. XII, 536 e u. A., wie Luc. M. D. 5, 1; auch = von Sorgen und Geschäften ausruhen, Xen. Cyr. 7, 5, 68, wo jetzt ἐπὶ χώρας εἴη für ἔσω ῥαΐσειε steht; auch c. gen., πόνων, Memnon. 4; – das ion. [[ῥηΐζω]] hat Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0832.png Seite 832]] leichter werden, gew. Erleichterung bekommen, sich von einer schweren Krankheit erholen, [[ῥᾴων]] ἔχω ἐκ τῆς νόσου, Harpocr. aus Dem. 1, 13, von den Atticisten empfohlen; vgl. Plat. Rep. V, 462 d Ax. 364 e; Ath. XII, 536 e u. A., wie Luc. M. D. 5, 1; auch = von Sorgen und Geschäften ausruhen, Xen. Cyr. 7, 5, 68, wo jetzt ἐπὶ χώρας εἴη für ἔσω ῥαΐσειε steht; auch c. gen., πόνων, Memnon. 4; – das ion. [[ῥηΐζω]] hat Hippocr. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=aller mieux, recouvrer ses forces ; <i>p. ext.</i> se reposer.<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾴων]]. | |btext=aller mieux, recouvrer ses forces ; <i>p. ext.</i> se reposer.<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾴων]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥαΐζω:''' [[поправляться после болезни]], [[выздоравливать]] Plat., Dem., Luc. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥᾱΐζω''': Ἰων. [[ῥηίζω]]: μέλλ. -ΐσω· (ῥᾷ, [[ῥᾴων]])· [[γίνομαι]] ἡσυχώτερος, [[μᾶλλον]] [[ἀνεκτός]], ὑποφερτός, ἐπὶ νοσημάτων, Ἱππ. 1034Β, 1139, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἀναλαμβάνω]] ἐκ νόσου, Ἱππ. Ἀγμ. 755, Πλάτ. Πολ. 462D, Δημ. 13. 2· ἀναπαύομαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 68 (ἂν καὶ ἡ γραφὴ ποικίλλει)· [[ἐνίοτε]] μετὰ γεν., ῥ. πόνων, ἀναπαύομαι ἐκ τῶν μόχθων, [[ἡσυχάζω]], [[Μέμνων]] 4· ῥ. ἐκ νόσου, Ἀχιλλ. Τάτ. 4. 16· πρβλ. [[ῥᾴδιος]] ΙΙ. 3. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] ἡσυχώτερον, [[ἀνακουφίζω]] ἀσθένειαν, Ἱππ. Ἀφορ. 1254. Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥαΐσαι· τρισυλλάβως Ἀττικοὶ τὸ ἐκ νόσου ἀναλαβεῖν». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 262. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />Ν<br /><b>βλ.</b> [[ραγίζω]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />Ν<br /><b>βλ.</b> [[ραγίζω]].<br /><b>(II)</b><br />ΜΑ, και ιων. τ. [[ῥηΐζω]] Α<br />(το ενεργ<br />και μέσ.) αναπαύομαι από τις έγνοιες και τις φροντίδες, [[ησυχάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ασθένειες) [[γίνομαι]] πιο [[ανεκτός]], [[υποφερτός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αναλαμβάνω]] από [[αρρώστια]], [[γίνομαι]] καλύτερα, [[αναρρώνω]]<br /><b>3.</b> (ως μτβ.) [[ανακουφίζω]] κάποιον από [[αρρώστια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον συγκριτικό βαθμό <i>ῥήϊον</i> / <i>ῥᾴον</i> του επιρρ. <i>ῥᾴ</i> / <i>ῥήα</i> «εύκολα, [[χωρίς]] κόπο» με κατάλ. -<i>ίζω</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥᾱΐζω:''' Ιων. ῥηΐζω, μέλ. <i>-ΐσω</i> ([[ῥᾴδιος]]), [[γίνομαι]] πιο [[ήσυχος]], πιο [[ανεκτός]], πιο [[ήπιος]], λέγεται για νοσήματα· [[βρίσκω]] [[ανακούφιση]], [[αναρρώνω]] από [[ασθένεια]], λέγεται για πρόσωπα, σε Πλάτ., Δημ.· ξεκουράζομαι, αναπαύομαι, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:16, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion. ῥηΐζω, (ῥᾶ, ῥᾴων)
A grow easier, grow more endurable, of ailments, Hp.Epid.2.3.18, 4.56, etc.
2 of persons, find relief from pain, recover from illness, Id.Fract.5,19, Pl.R. 462d, D.1.13; take one's rest, X.Cyr.7.5.68 (as v.l.): sometimes c. gen., ῥ. πόνων rest from toil, Memn.4; ῥ. ἐκ νόσου Ach.Tat.4.16; cf. ῥᾴδιος II.2.
II trans., make easier, alleviate an illness, Hp.Aph.5.25. [ῥαΐσαι τρισυλλάβως Ἀττικοὶ τὸ ἐκ νόσου ἀναλαβεῖν, Hsch.; 3sg. aor. subj. ῥαείσηι (sic) PCair.Zen.263.3 (iii B.C.), ῥαΐσηι PHamb.27.8 (iii B.C.).]
German (Pape)
[Seite 832] leichter werden, gew. Erleichterung bekommen, sich von einer schweren Krankheit erholen, ῥᾴων ἔχω ἐκ τῆς νόσου, Harpocr. aus Dem. 1, 13, von den Atticisten empfohlen; vgl. Plat. Rep. V, 462 d Ax. 364 e; Ath. XII, 536 e u. A., wie Luc. M. D. 5, 1; auch = von Sorgen und Geschäften ausruhen, Xen. Cyr. 7, 5, 68, wo jetzt ἐπὶ χώρας εἴη für ἔσω ῥαΐσειε steht; auch c. gen., πόνων, Memnon. 4; – das ion. ῥηΐζω hat Hippocr.
French (Bailly abrégé)
aller mieux, recouvrer ses forces ; p. ext. se reposer.
Étymologie: ῥᾴων.
Russian (Dvoretsky)
ῥαΐζω: поправляться после болезни, выздоравливать Plat., Dem., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾱΐζω: Ἰων. ῥηίζω: μέλλ. -ΐσω· (ῥᾷ, ῥᾴων)· γίνομαι ἡσυχώτερος, μᾶλλον ἀνεκτός, ὑποφερτός, ἐπὶ νοσημάτων, Ἱππ. 1034Β, 1139, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀναλαμβάνω ἐκ νόσου, Ἱππ. Ἀγμ. 755, Πλάτ. Πολ. 462D, Δημ. 13. 2· ἀναπαύομαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 68 (ἂν καὶ ἡ γραφὴ ποικίλλει)· ἐνίοτε μετὰ γεν., ῥ. πόνων, ἀναπαύομαι ἐκ τῶν μόχθων, ἡσυχάζω, Μέμνων 4· ῥ. ἐκ νόσου, Ἀχιλλ. Τάτ. 4. 16· πρβλ. ῥᾴδιος ΙΙ. 3. ΙΙ. μεταβ., κάμνω ἡσυχώτερον, ἀνακουφίζω ἀσθένειαν, Ἱππ. Ἀφορ. 1254. Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥαΐσαι· τρισυλλάβως Ἀττικοὶ τὸ ἐκ νόσου ἀναλαβεῖν». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 262.
Greek Monolingual
(I)
Ν
βλ. ραγίζω.
(II)
ΜΑ, και ιων. τ. ῥηΐζω Α
(το ενεργ
και μέσ.) αναπαύομαι από τις έγνοιες και τις φροντίδες, ησυχάζω
αρχ.
1. (για ασθένειες) γίνομαι πιο ανεκτός, υποφερτός
2. (για πρόσ.) αναλαμβάνω από αρρώστια, γίνομαι καλύτερα, αναρρώνω
3. (ως μτβ.) ανακουφίζω κάποιον από αρρώστια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον συγκριτικό βαθμό ῥήϊον / ῥᾴον του επιρρ. ῥᾴ / ῥήα «εύκολα, χωρίς κόπο» με κατάλ. -ίζω].
Greek Monotonic
ῥᾱΐζω: Ιων. ῥηΐζω, μέλ. -ΐσω (ῥᾴδιος), γίνομαι πιο ήσυχος, πιο ανεκτός, πιο ήπιος, λέγεται για νοσήματα· βρίσκω ανακούφιση, αναρρώνω από ασθένεια, λέγεται για πρόσωπα, σε Πλάτ., Δημ.· ξεκουράζομαι, αναπαύομαι, σε Ξεν.