ὑπανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
(43)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ὑπανίσταμαι
|Full diacritics=ὑπᾰνίστᾰμαι
|Medium diacritics=ὑπανίσταμαι
|Medium diacritics=ὑπανίσταμαι
|Low diacritics=υπανίσταμαι
|Low diacritics=υπανίσταμαι
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypanistamai
|Transliteration C=ypanistamai
|Beta Code=u(pani/stamai
|Beta Code=u(pani/stamai
|Definition=Pass. with aor. 2 and pf. Act., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rise, stand up</b>, <span class="bibl">Thgn.485</span>; of game, <b class="b2">start up</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span> 2.4.19</span>; of land, ὑπανεστώς <b class="b2">rising slightly above the plain</b>, <span class="bibl">Ph.2.510</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">τοῖσι πρεσβυτέροισι . . ἐξ ἕδρης ὑπανιστέαται</b> <b class="b2">rise up from</b> their seats <b class="b2">to make room</b> or <b class="b2">show respect to</b>... <span class="bibl">Hdt.2.80</span>, cf. <span class="bibl">Phld. <span class="title">Vit.</span>p.38J.</span>; τῶν θάκων τοῖς πρεσβυτέροις ὑ. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>993</span> (anap.); ἕδρας ὑ. βασιλεῖ <span class="bibl">X.<span class="title">Lac.</span>15.6</span>; ὑ. ἀπὸ τῶν θάκων ὁδῶν τε παραχωρεῖν <span class="bibl">Id.<span class="title">Hier.</span> 7.2</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Smp.</span>4.31</span>; καθήμενος ὑ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Mem.</span>2.3.16</span>: metaph., θυμὸς ὑπανίστατο <b class="b2">gave way</b>, <span class="bibl">Callistr.<span class="title">Stat.</span>13</span>: cf. [[ὑπανάστασις]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">withdraw</b>, ἐκ τῶν Ἀθηναίων Suid. s.v. [[Ἀρίσταρχος]].</span>
|Definition=Pass. with aor. 2 and pf. Act.,<br><span class="bld">A</span> [[rise]], [[stand up]], Thgn.485; of game, [[start up]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]'' 2.4.19; of land, ὑπανεστώς [[rising slightly above the plain]], Ph.2.510.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">τοῖσι πρεσβυτέροισι.. ἐξ ἕδρης ὑπανιστέαται</b> [[rise up from]] their seats [[to make room]] or [[show respect to]]... [[Herodotus|Hdt.]]2.80, cf. Phld. ''Vit.''p.38J.; τῶν θάκων τοῖς πρεσβυτέροις ὑ. Ar.''Nu.''993 (anap.); ἕδρας ὑ. βασιλεῖ X.''Lac.''15.6; ὑ. ἀπὸ τῶν θάκων ὁδῶν τε παραχωρεῖν Id.''Hier.'' 7.2, cf. ''Smp.''4.31; καθήμενος ὑ. Id.''Mem.''2.3.16: metaph., θυμὸς ὑπανίστατο [[gave way]], Callistr.''Stat.''13: cf. [[ὑπανάστασις]].<br><span class="bld">3</span> [[withdraw]], ἐκ τῶν Ἀθηναίων Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Ἀρίσταρχος]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπαναστήσομαι, <i>ao.2</i> ὑπανέστην, <i>etc.</i><br /><b>1</b> se lever de dessous, du fond de, se lever de, gén.;<br /><b>2</b> [[se lever par discrétion]] <i>ou</i> déférence : τινι devant qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ἀνίσταμαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπᾰνίστᾰμαι:''' (aor. ὑπανέστην) приподниматься, вставать: ὑ. τινι ἐξ ἕδρης Her., τῆς ἕδρας и ἀπὸ τῶν θάκων Xen. (почтительно) вставать перед кем-л. со стула.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπανίσταμαι''': Παθητ., μετ᾿ ἀορ. β´ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀνίσταμαι [[αἴφνης]], σηκώνομαι ἔξαφνα, Θεόγν. 485· ἐπὶ θηράματος, πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται [[λαγὼς]] Ξεν. Κύρ. 2. 4, 19· ἐπὶ ἐδάφους γῆς, ὑπανεστώς, ἐγειρόμενος ἢ ὑψούμενος [[ἠρέμα]] [[ὑπεράνω]] τῆς πεδιάδος, Φίλων 2. 510, 619. 2) τοῖσι πρεσβυτέροισι... ἐξ ἕδρης [[ὑπανίσταμαι]], ἐγείρομαι ἐκ τῆς θέσεώς μου ἵνα παράσχω τόπον εἰς ἕτερον, «προσηκώνομαι» εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ [[πρός]] τινα, Λατ. assurgere alicui, Ἡρόδ. 2. 80· τῶν θάκων τοῖς πρεσβυτέροις ὑπ. Ἀριστοφ. Νεφ. 993· ἕδρας ὑπ. βασιλεῖ Ξεν. Λακ. 15, 6· ὑπ. τινὶ ἀπὸ τῶν θάκων ὁδῶν τε παραχωρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 7, 2, πρβλ. Συμπ. 4, 31· ὑπ. καθήμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 3, 16· μεταφορ., «λογισμοῦ κατηγόρει τὸ [[δήλωμα]] καὶ θυμὸς ὑπανίστατο καὶ πρὸς λύπης διάθεσιν μετέβαινεν ἡ εἰκὼν» Καλλίστρ. 905· ‒ πρβλ. [[ὑπανάστασις]]. ‒- Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ´, σ. 183.
|lstext='''ὑπανίσταμαι''': Παθητ., μετ᾿ ἀορ. β´ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀνίσταμαι [[αἴφνης]], σηκώνομαι ἔξαφνα, Θεόγν. 485· ἐπὶ θηράματος, πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται [[λαγὼς]] Ξεν. Κύρ. 2. 4, 19· ἐπὶ ἐδάφους γῆς, ὑπανεστώς, ἐγειρόμενος ἢ ὑψούμενος [[ἠρέμα]] [[ὑπεράνω]] τῆς πεδιάδος, Φίλων 2. 510, 619. 2) τοῖσι πρεσβυτέροισι... ἐξ ἕδρης [[ὑπανίσταμαι]], ἐγείρομαι ἐκ τῆς θέσεώς μου ἵνα παράσχω τόπον εἰς ἕτερον, «προσηκώνομαι» εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ [[πρός]] τινα, Λατ. assurgere alicui, Ἡρόδ. 2. 80· τῶν θάκων τοῖς πρεσβυτέροις ὑπ. Ἀριστοφ. Νεφ. 993· ἕδρας ὑπ. βασιλεῖ Ξεν. Λακ. 15, 6· ὑπ. τινὶ ἀπὸ τῶν θάκων ὁδῶν τε παραχωρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 7, 2, πρβλ. Συμπ. 4, 31· ὑπ. καθήμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 3, 16· μεταφορ., «λογισμοῦ κατηγόρει τὸ [[δήλωμα]] καὶ θυμὸς ὑπανίστατο καὶ πρὸς λύπης διάθεσιν μετέβαινεν ἡ εἰκὼν» Καλλίστρ. 905· ‒ πρβλ. [[ὑπανάστασις]]. ‒- Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ´, σ. 183.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>f.</i> ὑπαναστήσομαι, <i>ao.2</i> ὑπανέστην, <i>etc.</i><br /><b>1</b> se lever de dessous, du fond de, se lever de, gén.;<br /><b>2</b> se lever par discrétion <i>ou</i> déférence : τινι devant qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ἀνίσταμαι.
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> σηκώνομαι [[ξαφνικά]]<br /><b>2.</b> (για [[θήραμα]]) [[πηδώ]] [[ξαφνικά]] [[μπροστά]] σε κάποιον, ξεπετιέμαι («πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται [[λαγώς]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> σηκώνομαι από τη [[θέση]] μου για να τήν παραχωρήσω σε κάποιον («τοῖσι προσβυτέροισι... ἐξ ἕδρης [[ὑπανίσταμαι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> αποσύρομαι<br /><b>5.</b> (το αρσ. μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ὑπανεστώς</i><br />(για [[έδαφος]]) αυτός που υψώνεται λίγο [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] πεδιάδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀνίσταμαι</i> «[[εκπηδώ]], εκτινάσσομαι»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπανίσταμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,<br /><b class="num">1.</b> σηκώνομαι, σηκώνομαι όρθιος, σε Θέογν.· λέγεται για [[θήραμα]], εμφανίζομαι απροσδόκητα, [[ξεπροβάλλω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ὑπανίσταμαι]] τῆς ἕδρης, σηκώνομαι από τη [[θέση]] μου για να την παραχωρήσω ή ως [[ένδειξη]] σεβασμού σε κάποιον, Λατ. assurgere alicui, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> σηκώνομαι [[ξαφνικά]]<br /><b>2.</b> (για [[θήραμα]]) [[πηδώ]] [[ξαφνικά]] [[μπροστά]] σε κάποιον, ξεπετιέμαι («πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται [[λαγώς]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> σηκώνομαι από τη [[θέση]] μου για να τήν παραχωρήσω σε κάποιον («τοῑσι προσβυτέροισι... ἐξ ἕδρης [[ὑπανίσταμαι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> αποσύρομαι<br /><b>5.</b> (το αρσ. μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ὑπανεστώς</i><br />(για [[έδαφος]]) αυτός που υψώνεται λίγο [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] πεδιάδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀνίσταμαι</i> «[[εκπηδώ]], εκτινάσσομαι»].
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> Pass. with aor2 and perf. act. to [[rise]], [[stand]] up, Theogn.; of [[game]], to [[start]] up, to be sprung, Xen.<br /><b class="num">2.</b> ὑπ. τῆς ἕδρης to [[rise]] up from one's [[seat]] to make [[room]] or [[show]] [[respect]] to [[another]], Lat. assurgere alicui, Hdt., Ar., etc.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰνίστᾰμαι Medium diacritics: ὑπανίσταμαι Low diacritics: υπανίσταμαι Capitals: ΥΠΑΝΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hypanístamai Transliteration B: hypanistamai Transliteration C: ypanistamai Beta Code: u(pani/stamai

English (LSJ)

Pass. with aor. 2 and pf. Act.,
A rise, stand up, Thgn.485; of game, start up, X.Cyr. 2.4.19; of land, ὑπανεστώς rising slightly above the plain, Ph.2.510.
2 τοῖσι πρεσβυτέροισι.. ἐξ ἕδρης ὑπανιστέαται rise up from their seats to make room or show respect to... Hdt.2.80, cf. Phld. Vit.p.38J.; τῶν θάκων τοῖς πρεσβυτέροις ὑ. Ar.Nu.993 (anap.); ἕδρας ὑ. βασιλεῖ X.Lac.15.6; ὑ. ἀπὸ τῶν θάκων ὁδῶν τε παραχωρεῖν Id.Hier. 7.2, cf. Smp.4.31; καθήμενος ὑ. Id.Mem.2.3.16: metaph., θυμὸς ὑπανίστατο gave way, Callistr.Stat.13: cf. ὑπανάστασις.
3 withdraw, ἐκ τῶν Ἀθηναίων Suid. s.v. Ἀρίσταρχος.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπαναστήσομαι, ao.2 ὑπανέστην, etc.
1 se lever de dessous, du fond de, se lever de, gén.;
2 se lever par discrétion ou déférence : τινι devant qqn.
Étymologie: ὑπό, ἀνίσταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπᾰνίστᾰμαι: (aor. ὑπανέστην) приподниматься, вставать: ὑ. τινι ἐξ ἕδρης Her., τῆς ἕδρας и ἀπὸ τῶν θάκων Xen. (почтительно) вставать перед кем-л. со стула.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπανίσταμαι: Παθητ., μετ᾿ ἀορ. β´ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀνίσταμαι αἴφνης, σηκώνομαι ἔξαφνα, Θεόγν. 485· ἐπὶ θηράματος, πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται λαγὼς Ξεν. Κύρ. 2. 4, 19· ἐπὶ ἐδάφους γῆς, ὑπανεστώς, ἐγειρόμενος ἢ ὑψούμενος ἠρέμα ὑπεράνω τῆς πεδιάδος, Φίλων 2. 510, 619. 2) τοῖσι πρεσβυτέροισι... ἐξ ἕδρης ὑπανίσταμαι, ἐγείρομαι ἐκ τῆς θέσεώς μου ἵνα παράσχω τόπον εἰς ἕτερον, «προσηκώνομαι» εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ πρός τινα, Λατ. assurgere alicui, Ἡρόδ. 2. 80· τῶν θάκων τοῖς πρεσβυτέροις ὑπ. Ἀριστοφ. Νεφ. 993· ἕδρας ὑπ. βασιλεῖ Ξεν. Λακ. 15, 6· ὑπ. τινὶ ἀπὸ τῶν θάκων ὁδῶν τε παραχωρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 7, 2, πρβλ. Συμπ. 4, 31· ὑπ. καθήμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 3, 16· μεταφορ., «λογισμοῦ κατηγόρει τὸ δήλωμα καὶ θυμὸς ὑπανίστατο καὶ πρὸς λύπης διάθεσιν μετέβαινεν ἡ εἰκὼν» Καλλίστρ. 905· ‒ πρβλ. ὑπανάστασις. ‒- Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ´, σ. 183.

Greek Monolingual

Α
1. σηκώνομαι ξαφνικά
2. (για θήραμα) πηδώ ξαφνικά μπροστά σε κάποιον, ξεπετιέμαι («πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται λαγώς», Ξεν.)
3. σηκώνομαι από τη θέση μου για να τήν παραχωρήσω σε κάποιον («τοῖσι προσβυτέροισι... ἐξ ἕδρης ὑπανίσταμαι», Ηρόδ.)
4. αποσύρομαι
5. (το αρσ. μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ὑπανεστώς
(για έδαφος) αυτός που υψώνεται λίγο πάνω από την επιφάνεια πεδιάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀνίσταμαι «εκπηδώ, εκτινάσσομαι»].

Greek Monotonic

ὑπανίσταμαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,
1. σηκώνομαι, σηκώνομαι όρθιος, σε Θέογν.· λέγεται για θήραμα, εμφανίζομαι απροσδόκητα, ξεπροβάλλω, σε Ξεν.
2. ὑπανίσταμαι τῆς ἕδρης, σηκώνομαι από τη θέση μου για να την παραχωρήσω ή ως ένδειξη σεβασμού σε κάποιον, Λατ. assurgere alicui, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.

Middle Liddell


1. Pass. with aor2 and perf. act. to rise, stand up, Theogn.; of game, to start up, to be sprung, Xen.
2. ὑπ. τῆς ἕδρης to rise up from one's seat to make room or show respect to another, Lat. assurgere alicui, Hdt., Ar., etc.