κακομήχανος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakomichanos
|Transliteration C=kakomichanos
|Beta Code=kakomh/xanos
|Beta Code=kakomh/xanos
|Definition=Dor. -μάχᾰνος [μᾱ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mischief-plotting</b>, <span class="bibl">Il.6.344</span>, <span class="bibl">Od.16.418</span>; λῃσταί <span class="bibl">B.17.8</span>; κῶρος <span class="bibl">Mosch.<span class="title">Fr.</span>3.7</span>; of things, <b class="b2">mischievous, baneful</b>, ἔρις <span class="bibl">Il.9.257</span>. Adv. -νως <span class="bibl">Phot.<span class="title">Bibl.</span>p.292</span> B.</span>
|Definition=Dor. [[κακομάχανος]] [μᾱ], ον, [[mischief-plotting]], Il.6.344, Od.16.418; λῃσταί B.17.8; κῶρος Mosch.''Fr.''3.7; of things, [[mischievous]], [[baneful]], ἔρις Il.9.257. Adv. [[κακομηχάνως]] = [[maliciously]] Phot.''Bibl.''p.292 B.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1301.png Seite 1301]] Unheil, Böses ersinnend; Il. 6, 344 Od. 16, 418; [[ἔρις]] Il. 9, 257; übh. arglistig, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1301.png Seite 1301]] Unheil, Böses ersinnend; Il. 6, 344 Od. 16, 418; [[ἔρις]] Il. 9, 257; übh. arglistig, Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κακομήχᾰνος''': -ον, Δωρ. [[κακομάχανος]], μηχανώμενος κακά, ἐφευρίσκων τρόπους νὰ βλάψῃ τινά, [[ἐπιβλαβής]], [[ὀλέθριος]], [[δόλιος]], Ἰλ. Ζ. 344, Ὀδ. Π. 418· [[ἔρις]] Ἰλ. Ι. 257· λῃσταὶ κακομάχανοι, κακοῦργοι, Βακχυλ. XVII.8, Blass. - Ἐπιρρ. -νως, Φώτ. ἐν Βιβλιοθ. σ. 292, 9.
|btext=ος, ον :<br />qui fabrique d'odieuses machinations ; fourbe.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[μηχανή]].
}}
{{elnl
|elnltext=κακομήχανος -ον, Dor. κακομάχανος &#91;[[κακός]], [[μηχανή]]] [[onheil stichtend]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />qui fabrique d’odieuses machinations ; fourbe.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[μηχανή]].
|elrutext='''κᾰκομήχᾰνος:''' [[злокозненный]], [[приносящий несчастье]], [[несущий беды]] ([[Ἑλένη]], [[ἔρις]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακομήχανος]], -ον (AM, Α δωρ. τ. [[κακομάχανος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που επινοήθηκε κακοήθως, [[πανούργος]], [[δόλιος]]<br /><b>2.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («[[κακομήχανος]] [[ἔρις]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακομηχάνως</i> (Μ)<br />με κακομήχανο, πανούργο τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήχανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλυκυ</i>-<i>μήχανος</i>, <i>πολυ</i>-<i>μήχανος</i>].
|mltxt=[[κακομήχανος]], -ον (AM, Α δωρ. τ. [[κακομάχανος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που επινοήθηκε κακοήθως, [[πανούργος]], [[δόλιος]]<br /><b>2.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («[[κακομήχανος]] [[ἔρις]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακομηχάνως</i> (Μ)<br />με κακομήχανο, πανούργο τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήχανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]]), [[πρβλ]]. [[γλυκυμήχανος]], [[πολυμήχανος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκομήχᾰνος:''' Δωρ. κακομάχ-, -ον ([[μηχανή]]), αυτός που μηχανεύεται, σχεδιάζει [[κακά]], [[κακοποιός]], [[βλαβερός]], [[επιζήμιος]], [[θανάσιμος]], [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''κᾰκομήχᾰνος:''' Δωρ. κακομάχ-, -ον ([[μηχανή]]), αυτός που μηχανεύεται, σχεδιάζει [[κακά]], [[κακοποιός]], [[βλαβερός]], [[επιζήμιος]], [[θανάσιμος]], [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]], σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰκομήχᾰνος:''' злокозненный, приносящий несчастье, несущий беды ([[Ἑλένη]], [[ἔρις]] Hom.).
|lstext='''κακομήχᾰνος''': -ον, Δωρ. [[κακομάχανος]], μηχανώμενος κακά, ἐφευρίσκων τρόπους νὰ βλάψῃ τινά, [[ἐπιβλαβής]], [[ὀλέθριος]], [[δόλιος]], Ἰλ. Ζ. 344, Ὀδ. Π. 418· [[ἔρις]] Ἰλ. Ι. 257· λῃσταὶ κακομάχανοι, κακοῦργοι, Βακχυλ. XVII.8, Blass. - Ἐπιρρ. -νως, Φώτ. ἐν Βιβλιοθ. σ. 292, 9.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=κακομήχανος -ον, Dor. κακομάχανος [κακός, μηχανή] onheil stichtend.
|mdlsjtxt=[[μηχανή]]<br />[[mischief]] [[plotting]], [[mischievous]], [[baneful]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκομήχᾰνος Medium diacritics: κακομήχανος Low diacritics: κακομήχανος Capitals: ΚΑΚΟΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: kakomḗchanos Transliteration B: kakomēchanos Transliteration C: kakomichanos Beta Code: kakomh/xanos

English (LSJ)

Dor. κακομάχανος [μᾱ], ον, mischief-plotting, Il.6.344, Od.16.418; λῃσταί B.17.8; κῶρος Mosch.Fr.3.7; of things, mischievous, baneful, ἔρις Il.9.257. Adv. κακομηχάνως = maliciously Phot.Bibl.p.292 B.

German (Pape)

[Seite 1301] Unheil, Böses ersinnend; Il. 6, 344 Od. 16, 418; ἔρις Il. 9, 257; übh. arglistig, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fabrique d'odieuses machinations ; fourbe.
Étymologie: κακός, μηχανή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακομήχανος -ον, Dor. κακομάχανος [κακός, μηχανή] onheil stichtend.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκομήχᾰνος: злокозненный, приносящий несчастье, несущий беды (Ἑλένη, ἔρις Hom.).

English (Autenrieth)

(μηχανή): contriving evil, malicious, Od. 16.418.

Greek Monolingual

κακομήχανος, -ον (AM, Α δωρ. τ. κακομάχανος, -ον)
1. αυτός που επινοήθηκε κακοήθως, πανούργος, δόλιος
2. ολέθριος, καταστρεπτικόςκακομήχανος ἔρις», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
κακομηχάνως (Μ)
με κακομήχανο, πανούργο τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. γλυκυμήχανος, πολυμήχανος].

Greek Monotonic

κᾰκομήχᾰνος: Δωρ. κακομάχ-, -ον (μηχανή), αυτός που μηχανεύεται, σχεδιάζει κακά, κακοποιός, βλαβερός, επιζήμιος, θανάσιμος, ολέθριος, καταστρεπτικός, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

κακομήχᾰνος: -ον, Δωρ. κακομάχανος, μηχανώμενος κακά, ἐφευρίσκων τρόπους νὰ βλάψῃ τινά, ἐπιβλαβής, ὀλέθριος, δόλιος, Ἰλ. Ζ. 344, Ὀδ. Π. 418· ἔρις Ἰλ. Ι. 257· λῃσταὶ κακομάχανοι, κακοῦργοι, Βακχυλ. XVII.8, Blass. - Ἐπιρρ. -νως, Φώτ. ἐν Βιβλιοθ. σ. 292, 9.

Middle Liddell

μηχανή
mischief plotting, mischievous, baneful, Hom.