παραφθάνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable

Source
(1ba)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parafthano
|Transliteration C=parafthano
|Beta Code=parafqa/nw
|Beta Code=parafqa/nw
|Definition=[ᾰν], aor. 2 <b class="b3">παρέφθην</b>, part. Act. and Med. <b class="b3">παραφθάς, -φθάμενος</b> (the only tense used by Hom.) :—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">overtake, outstrip</b>, τοσσάκι μιν . . ἀποστρέψασκε παραφθάς <span class="bibl">Il.22.197</span> ; <b class="b3">εἰ δ' ἄμμε παραφθαίῃσι πόδεσσιν</b> (nisi leg. <b class="b3">-φθήῃσι</b>) <span class="bibl">10.346</span> ; κέρδεσιν, οὔ τι τάχει γε, παραφθάμενος Μενέλαον <span class="bibl">23.515</span> ; of a horse, <b class="b2">win a race</b>, <span class="bibl">Paus.5.8.8</span>, cf. <span class="bibl">Hld.4.4</span>.</span>
|Definition=[ᾰν], aor. 2 [[παρέφθην]], part. Act. and Med. <b class="b3">παραφθάς, -φθάμενος</b> (the only tense used by Hom.):—[[overtake]], [[outstrip]], τοσσάκι μιν… ἀποστρέψασκε παραφθάς Il.22.197; <b class="b3">εἰ δ' ἄμμε παραφθαίῃσι πόδεσσιν</b> ([[nisi legendum|nisi leg.]] -φθήῃσι) 10.346; κέρδεσιν, οὔ τι τάχει γε, παραφθάμενος Μενέλαον 23.515; of a horse, [[win a race]], Paus.5.8.8, cf. Hld.4.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0506.png Seite 506]] (s. [[φθάνω]]), zuvorkommen, bes. im Laufe übertreffen, einholen, τινά, εἰ δ' [[ἄμμε]] παραφθαίησι (opt. für παραφθαίη) πόδεσσιν, Il. 10, 346; παραφθάς, 22, 197; u. eben so im med., [[οὔτι]] τάχει γε παραφθάμενος Μενέλαον, 23, 515; Sp. auch nur im aor. παρέφθην, Paus. 5, 8, 8, Heliod. 4, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0506.png Seite 506]] (s. [[φθάνω]]), zuvorkommen, bes. im Laufe übertreffen, einholen, τινά, εἰ δ' [[ἄμμε]] παραφθαίησι (opt. für παραφθαίη) πόδεσσιν, Il. 10, 346; παραφθάς, 22, 197; u. eben so im med., [[οὔτι]] τάχει γε παραφθάμενος Μενέλαον, 23, 515; Sp. auch nur im aor. παρέφθην, Paus. 5, 8, 8, Heliod. 4, 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> παρέφθην, <i>3ᵉ sg. opt. épq.</i> παραφθαίησι, <i>part.</i> [[παραφθάς]] <i>et part. Moy.</i> παραφθάμενος;<br />devancer, dépasser à la course, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[φθάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''παραφθάνω:''' (θᾰ) тж. med.<br /><b class="num">1</b> [[опережать]], [[обгонять]] (τινὰ [[πόδεσσι]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[превзойти]] (κέρδεσι, [[οὔτι]] [[τάχει]] τινα Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραφθάνω''': [ᾰ], ἀόρ. β΄ παρέφθην, μετοχ. ἐνεργ. καὶ μέσ., παραφθές, -φθάμενος, ὁ [[μόνος]] [[χρόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ.: ἀόρ. α΄ μετοχ., παραφθάσας μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νόννου. Προφθάνω, [[καταφθάνω]], [[τοσσάκι]] μιν... ἀποστρέψασκε παραφθὰς Ἰλ. Χ. 197· εἰ δ’ ἄμμε παραφθήῃσι πόδεσσι (Ἐπικ. ὑποτ., κοινῶς παραφθαίησι, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] εὐκτ., ἴδε Spitzn.), Κ. 346· κέρδεσιν, [[οὔτι]] τάχει γε, παραφθάμενος Μενέλαον Ψ. 515.
|lstext='''παραφθάνω''': [ᾰ], ἀόρ. β΄ παρέφθην, μετοχ. ἐνεργ. καὶ μέσ., παραφθές, -φθάμενος, ὁ [[μόνος]] [[χρόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ.: ἀόρ. α΄ μετοχ., παραφθάσας μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νόννου. Προφθάνω, [[καταφθάνω]], [[τοσσάκι]] μιν... ἀποστρέψασκε παραφθὰς Ἰλ. Χ. 197· εἰ δ’ ἄμμε παραφθήῃσι πόδεσσι (Ἐπικ. ὑποτ., κοινῶς παραφθαίησι, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] εὐκτ., ἴδε Spitzn.), Κ. 346· κέρδεσιν, [[οὔτι]] τάχει γε, παραφθάμενος Μενέλαον Ψ. 515.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> παρέφθην, <i>3ᵉ sg. opt. épq.</i> παραφθαίησι, <i>part.</i> [[παραφθάς]] <i>et part. Moy.</i> παραφθάμενος;<br />devancer, dépasser à la course, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[φθάνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραφθάνω:''' [ᾰ], αόρ. βʹ <i>παρέφθην</i>, Ενεργ. μτχ. και Μέσ. [[παραφθάς]], -[[φθάμενος]]· [[προφταίνω]], [[προλαμβάνω]], [[ξεπερνώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· εἰδ' [[ἄμμε]] παραφθαίησι [[πόδεσσι]] (γʹ ενικ. Επικ. ευκτ.), στο ίδ.
|lsmtext='''παραφθάνω:''' [ᾰ], αόρ. βʹ <i>παρέφθην</i>, Ενεργ. μτχ. και Μέσ. [[παραφθάς]], -[[φθάμενος]]· [[προφταίνω]], [[προλαμβάνω]], [[ξεπερνώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· εἰδ' [[ἄμμε]] παραφθαίησι [[πόδεσσι]] (γʹ ενικ. Επικ. ευκτ.), στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραφθάνω:''' (θᾰ) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> опережать, обгонять (τινὰ [[πόδεσσι]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> превзойти (κέρδεσι, [[οὔτι]] [[τάχει]] τινα Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor2 παρέφθην [[part]]. act.. [[παραφθάς]] [[part]] mid. -[[φθάμενος]]<br />to [[overtake]], [[outstrip]], Il.; εἰ δ' [[ἄμμε]] παραφθαίησι [[πόδεσσι]] (epic 3rd sg. opt.) Il.
|mdlsjtxt=aor2 παρέφθην [[part]]. act.. [[παραφθάς]] [[part]] mid. -[[φθάμενος]]<br />to [[overtake]], [[outstrip]], Il.; εἰ δ' [[ἄμμε]] παραφθαίησι [[πόδεσσι]] (epic 3rd sg. opt.) Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφθάνω Medium diacritics: παραφθάνω Low diacritics: παραφθάνω Capitals: ΠΑΡΑΦΘΑΝΩ
Transliteration A: paraphthánō Transliteration B: paraphthanō Transliteration C: parafthano Beta Code: parafqa/nw

English (LSJ)

[ᾰν], aor. 2 παρέφθην, part. Act. and Med. παραφθάς, -φθάμενος (the only tense used by Hom.):—overtake, outstrip, τοσσάκι μιν… ἀποστρέψασκε παραφθάς Il.22.197; εἰ δ' ἄμμε παραφθαίῃσι πόδεσσιν (nisi leg. -φθήῃσι) 10.346; κέρδεσιν, οὔ τι τάχει γε, παραφθάμενος Μενέλαον 23.515; of a horse, win a race, Paus.5.8.8, cf. Hld.4.4.

German (Pape)

[Seite 506] (s. φθάνω), zuvorkommen, bes. im Laufe übertreffen, einholen, τινά, εἰ δ' ἄμμε παραφθαίησι (opt. für παραφθαίη) πόδεσσιν, Il. 10, 346; παραφθάς, 22, 197; u. eben so im med., οὔτι τάχει γε παραφθάμενος Μενέλαον, 23, 515; Sp. auch nur im aor. παρέφθην, Paus. 5, 8, 8, Heliod. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

ao.2 παρέφθην, 3ᵉ sg. opt. épq. παραφθαίησι, part. παραφθάς et part. Moy. παραφθάμενος;
devancer, dépasser à la course, acc..
Étymologie: παρά, φθάνω.

Russian (Dvoretsky)

παραφθάνω: (θᾰ) тж. med.
1 опережать, обгонять (τινὰ πόδεσσι Hom.);
2 превзойти (κέρδεσι, οὔτι τάχει τινα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

παραφθάνω: [ᾰ], ἀόρ. β΄ παρέφθην, μετοχ. ἐνεργ. καὶ μέσ., παραφθές, -φθάμενος, ὁ μόνος χρόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ.: ἀόρ. α΄ μετοχ., παραφθάσας μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νόννου. Προφθάνω, καταφθάνω, τοσσάκι μιν... ἀποστρέψασκε παραφθὰς Ἰλ. Χ. 197· εἰ δ’ ἄμμε παραφθήῃσι πόδεσσι (Ἐπικ. ὑποτ., κοινῶς παραφθαίησι, ὅπερ εἶναι εὐκτ., ἴδε Spitzn.), Κ. 346· κέρδεσιν, οὔτι τάχει γε, παραφθάμενος Μενέλαον Ψ. 515.

English (Autenrieth)

aor. 2 opt. παραφθαίησι, part. παραφθάς, mid. παραφθάμενος: overtake, pass by. (Il.)

Greek Monolingual

ΝΑ, παραφτάνω Ν
νεοελλ.
είμαι υπεραρκετός, επαρκώ σε μέγιστο βαθμό, φτάνω και περισσεύωφτάνω και παραφτάνω»)
αρχ.
1. προλαμβάνω, προφθάνω, καταφθάνω, φθάνω κάποιον καταδιώκοντας τον
2. μέσ. παραφθάνομαι
μτφ. υπερτερώ, υπερέχω από κάποιον, τον ξεπερνώ
3. (για άλογο) νικώ σε αγώνα δρόμου, έρχομαι πρώτος σε ιπποδρομία.

Greek Monotonic

παραφθάνω: [ᾰ], αόρ. βʹ παρέφθην, Ενεργ. μτχ. και Μέσ. παραφθάς, -φθάμενος· προφταίνω, προλαμβάνω, ξεπερνώ, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰδ' ἄμμε παραφθαίησι πόδεσσι (γʹ ενικ. Επικ. ευκτ.), στο ίδ.

Middle Liddell

aor2 παρέφθην part. act.. παραφθάς part mid. -φθάμενος
to overtake, outstrip, Il.; εἰ δ' ἄμμε παραφθαίησι πόδεσσι (epic 3rd sg. opt.) Il.