πολυάνθρωπος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyanthropos
|Transliteration C=polyanthropos
|Beta Code=polua/nqrwpos
|Beta Code=polua/nqrwpos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">populous</b>, πόλις <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>72</span>, <span class="bibl">Th.6.3</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1326a25</span>; δύναμις <span class="bibl">Th.1.24</span>: Comp. and Sup., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1321b25</span>, <span class="bibl">Th.2.54</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">much-frequented, crowded</b>, πανήγυρις <span class="bibl">Luc. <span class="title">Peregr.</span>1</span> (Sup.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">numerous</b>, ἔθνη <span class="bibl">Plb.3.37.11</span>, al.</span>
|Definition=πολυάνθρωπον,<br><span class="bld">A</span> [[populous]], πόλις Hp.''Art.''72, Th.6.3, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1326a25; δύναμις Th.1.24: Comp. and Sup., [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1321b25, Th.2.54.<br><span class="bld">II</span> [[much-frequented]], [[crowded]], πανήγυρις Luc. ''Peregr.''1 (Sup.).<br><span class="bld">III</span> [[numerous]], ἔθνη Plb.3.37.11, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0659.png Seite 659]] menschenreich, bevölkert; Thuc. 1, 24 u. öfter; im superl., Xen. Hell. 2, 3, 24; τὰ πολυανθρωπότατα τῶν χωρίων, Luc. vit. auct. 10; τὴν πολυανθρωποτάτην τῶν πανηγύρεων, Mort. Peregr. 1; [[ἔθνος]], Pol. 3, 37, 11; 10, 1, 2; Strab. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0659.png Seite 659]] menschenreich, bevölkert; Thuc. 1, 24 u. öfter; im superl., Xen. Hell. 2, 3, 24; τὰ πολυανθρωπότατα τῶν χωρίων, Luc. vit. auct. 10; τὴν πολυανθρωποτάτην τῶν πανηγύρεων, Mort. Peregr. 1; [[ἔθνος]], Pol. 3, 37, 11; 10, 1, 2; Strab. u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[abondant en hommes]], [[très populeux]];<br /><b>2</b> [[très fréquenté]];<br /><i>Sp.</i> πολυανθρωπότατος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἄνθρωπος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυάνθρωπος -ον &#91;[[πολύς]], [[ἄνθρωπος]]] dichtbevolkt; druk bezocht.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυάνθρωπος:'''<br /><b class="num">1</b> [[густонаселенный]], [[с большим населением]] ([[πόλις]] Thuc.; δημοκρατίαι Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[весьма посещаемый]], [[многолюдный]] ([[πανήγυρις]] Luc.);<br /><b class="num">3</b> [[многочисленный]] ([[ἔθνος]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυάνθρωπος''': -ον, ὁ [[πλήρης]] ἀνθρώπων, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834, Θουκ. 1. 24., 6. 3, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 6, κ. ἀλλ.· συγκρ. κ. ὑπερθ. πολυανθρωπότερος, -τατος, [[αὐτόθι]] 6. 8, 5, Θουκ. 2. 54. ΙΙ. συχναζόμενος ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων, [[πανήγυρις]] Λουκ. Περεγρ. 1. ΙΙΙ. ἐπὶ ἔθνους, κατοικεῖται... ὑπὸ βαρβάρων ἐθνῶν καὶ πολυανθρώπων Πολύβ. 3. 37, 11, κ. ἀλλ.
|lstext='''πολυάνθρωπος''': -ον, ὁ [[πλήρης]] ἀνθρώπων, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834, Θουκ. 1. 24., 6. 3, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 6, κ. ἀλλ.· συγκρ. κ. ὑπερθ. πολυανθρωπότερος, -τατος, [[αὐτόθι]] 6. 8, 5, Θουκ. 2. 54. ΙΙ. συχναζόμενος ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων, [[πανήγυρις]] Λουκ. Περεγρ. 1. ΙΙΙ. ἐπὶ ἔθνους, κατοικεῖται... ὑπὸ βαρβάρων ἐθνῶν καὶ πολυανθρώπων Πολύβ. 3. 37, 11, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> abondant en hommes, très populeux;<br /><b>2</b> très fréquenté;<br /><i>Sp.</i> πολυανθρωπότατος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἄνθρωπος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυάνθρωπος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που κατοικείται από πολλούς ανθρώπους, πυκνοκατοικημένος («πολυάνθρωπες πόλεις»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς ανθρώπους («πολυάνθρωπη [[συγκέντρωση]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολυάνθρωπο</i><br />το να αποτελείται [[κάτι]] από πολλούς ανθρώπους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί άνθρωποι («τὴν πολυανθρωποτάτην τῶν Ἑλληνικών πανηγύρεων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[μεγάλος]] σε αριθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄνθρωπος]] (<b>πρβλ.</b> <i>αγρι</i>-[[άνθρωπος]], <i>ολιγ</i>-[[άνθρωπος]]). Το ουδ. <i>πολυάνθρωπον</i> έλαβε τη σημ. τών αφηρημένων ουσιαστικών (<b>πρβλ.</b>τὸ [[ευδιακριτόθετον]])].
|mltxt=-η, -ο / [[πολυάνθρωπος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που κατοικείται από πολλούς ανθρώπους, πυκνοκατοικημένος («πολυάνθρωπες πόλεις»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς ανθρώπους («πολυάνθρωπη [[συγκέντρωση]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολυάνθρωπο</i><br />το να αποτελείται [[κάτι]] από πολλούς ανθρώπους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί άνθρωποι («τὴν πολυανθρωποτάτην τῶν Ἑλληνικών πανηγύρεων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[μεγάλος]] σε αριθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄνθρωπος]] ([[πρβλ]]. [[αγριάνθρωπος]], [[ολιγάνθρωπος]]). Το ουδ. <i>πολυάνθρωπον</i> έλαβε τη σημ. τών αφηρημένων ουσιαστικών (<b>πρβλ.</b>τὸ [[ευδιακριτόθετον]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυάνθρωπος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[γεμάτος]] με ανθρώπους, πυκνοκατοικημένος, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[πολυσύχναστος]] από ανθρώπους, [[πολυπληθής]], σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[πολυάριθμος]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''πολυάνθρωπος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[γεμάτος]] με ανθρώπους, πυκνοκατοικημένος, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[πολυσύχναστος]] από ανθρώπους, [[πολυπληθής]], σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[πολυάριθμος]], σε Πολύβ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=πολυάνθρωπος -ον [πολύς, ἄνθρωπος] dichtbevolkt; druk bezocht.
|mdlsjtxt=πολυ-άνθρωπος, ον,<br /><b class="num">I.</b> [[full]] of [[people]], [[populous]], Thuc., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[much]]-frequented, [[crowded]], Luc.<br /><b class="num">III.</b> [[numerous]], Polyb.
}}
}}
{{elru
{{WoodhouseReversedUncategorized
|elrutext='''πολυάνθρωπος:'''<br /><b class="num">1)</b> густонаселенный, с большим населением ([[πόλις]] Thuc.; δημοκρατίαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> весьма посещаемый, многолюдный ([[πανήγυρις]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> многочисленный ([[ἔθνος]] Polyb.).
|woodrun=[[densely populated]], [[thickly populated]]
}}
}}
{{mdlsj
{{lxth
|mdlsjtxt=πολυ-άνθρωπος, ον,<br /><b class="num">I.</b> [[full]] of [[people]], [[populous]], Thuc., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[much]]-frequented, [[crowded]], Luc.<br /><b class="num">III.</b> [[numerous]], Polyb.
|lthtxt=''[[frequens incolis]]'', [[populous]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.24.3/ 1.24.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.3.2/ 6.3.2].<br>SUP. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.54.5/ 2.54.5] (<i>de pestilentia</i> <i>concerning the plague</i>).
}}
}}

Latest revision as of 17:31, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάνθρωπος Medium diacritics: πολυάνθρωπος Low diacritics: πολυάνθρωπος Capitals: ΠΟΛΥΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: polyánthrōpos Transliteration B: polyanthrōpos Transliteration C: polyanthropos Beta Code: polua/nqrwpos

English (LSJ)

πολυάνθρωπον,
A populous, πόλις Hp.Art.72, Th.6.3, Arist.Pol.1326a25; δύναμις Th.1.24: Comp. and Sup., Arist.Pol.1321b25, Th.2.54.
II much-frequented, crowded, πανήγυρις Luc. Peregr.1 (Sup.).
III numerous, ἔθνη Plb.3.37.11, al.

German (Pape)

[Seite 659] menschenreich, bevölkert; Thuc. 1, 24 u. öfter; im superl., Xen. Hell. 2, 3, 24; τὰ πολυανθρωπότατα τῶν χωρίων, Luc. vit. auct. 10; τὴν πολυανθρωποτάτην τῶν πανηγύρεων, Mort. Peregr. 1; ἔθνος, Pol. 3, 37, 11; 10, 1, 2; Strab. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en hommes, très populeux;
2 très fréquenté;
Sp. πολυανθρωπότατος.
Étymologie: πολύς, ἄνθρωπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυάνθρωπος -ον [πολύς, ἄνθρωπος] dichtbevolkt; druk bezocht.

Russian (Dvoretsky)

πολυάνθρωπος:
1 густонаселенный, с большим населением (πόλις Thuc.; δημοκρατίαι Arst.);
2 весьма посещаемый, многолюдный (πανήγυρις Luc.);
3 многочисленный (ἔθνος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυάνθρωπος: -ον, ὁ πλήρης ἀνθρώπων, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834, Θουκ. 1. 24., 6. 3, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 6, κ. ἀλλ.· συγκρ. κ. ὑπερθ. πολυανθρωπότερος, -τατος, αὐτόθι 6. 8, 5, Θουκ. 2. 54. ΙΙ. συχναζόμενος ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων, πανήγυρις Λουκ. Περεγρ. 1. ΙΙΙ. ἐπὶ ἔθνους, κατοικεῖται... ὑπὸ βαρβάρων ἐθνῶν καὶ πολυανθρώπων Πολύβ. 3. 37, 11, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυάνθρωπος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που κατοικείται από πολλούς ανθρώπους, πυκνοκατοικημένος («πολυάνθρωπες πόλεις»)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς ανθρώπους («πολυάνθρωπη συγκέντρωση»)
2. το ουδ. ως ουσ. το πολυάνθρωπο
το να αποτελείται κάτι από πολλούς ανθρώπους
αρχ.
1. αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί άνθρωποι («τὴν πολυανθρωποτάτην τῶν Ἑλληνικών πανηγύρεων», Λουκιαν.)
2. ο μεγάλος σε αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄνθρωπος (πρβλ. αγριάνθρωπος, ολιγάνθρωπος). Το ουδ. πολυάνθρωπον έλαβε τη σημ. τών αφηρημένων ουσιαστικών (πρβλ.τὸ ευδιακριτόθετον)].

Greek Monotonic

πολυάνθρωπος: -ον, I. γεμάτος με ανθρώπους, πυκνοκατοικημένος, σε Θουκ. κ.λπ.
II. πολυσύχναστος από ανθρώπους, πολυπληθής, σε Λουκ.
III. πολυάριθμος, σε Πολύβ.

Middle Liddell

πολυ-άνθρωπος, ον,
I. full of people, populous, Thuc., etc.
II. much-frequented, crowded, Luc.
III. numerous, Polyb.

English (Woodhouse)

densely populated, thickly populated

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

frequens incolis, populous, 1.24.3, 6.3.2.
SUP. 2.54.5 (de pestilentia concerning the plague).