αιχμή: Difference between revisions
Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort
m (Text replacement - ">" to ">") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[αἰχμή]])<br /><b>1.</b> η αιχμηρή [[απόληξη]], το [[άκρο]] [[κάθε]] μυτερού αντικειμένου (δόρατος, ξίφους, αγκίστρου, βελόνας <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> το ακρότατο [[σημείο]], η [[κορύφωση]] ([[αιχμή]] μιας αρρώστιας, [[αιχμή]] της οικονομικής κρίσης, [[αιχμή]] της κυκλοφορίας)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[άκρο]], η [[λόγχη]] του δόρατος<br /><b>2.</b> το ίδιο το [[δόρυ]]<br /><b>3.</b> [[σώμα]] στρατιωτών που έφεραν [[δόρυ]], οι αιχμοφόροι<br /><b>4.</b> [[πόλεμος]], [[μάχη]], [[συμπλοκή]]<br /><b>5.</b> (για αρρώστιες)<br />[[δριμύτητα]], [[οξύτητα]]<br /><b>6.</b> φιλοπόλεμο [[πνεύμα]], [[αλλά]] και γενικά [[οξυθυμία]], [[ευέξαπτος]] [[χαρακτήρας]]<br /><b>7.</b> η [[τρίαινα]] του Ποσειδώνος<br /><b>8.</b> (δοτ. εν.) <i>αἰχμῇ</i><br />με το [[δόρυ]], δηλ. στον πόλεμο.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (Α [[αἰχμή]])<br /><b>1.</b> η αιχμηρή [[απόληξη]], το [[άκρο]] [[κάθε]] μυτερού αντικειμένου (δόρατος, ξίφους, αγκίστρου, βελόνας <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> το ακρότατο [[σημείο]], η [[κορύφωση]] ([[αιχμή]] μιας αρρώστιας, [[αιχμή]] της οικονομικής κρίσης, [[αιχμή]] της κυκλοφορίας)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[άκρο]], η [[λόγχη]] του δόρατος<br /><b>2.</b> το ίδιο το [[δόρυ]]<br /><b>3.</b> [[σώμα]] στρατιωτών που έφεραν [[δόρυ]], οι αιχμοφόροι<br /><b>4.</b> [[πόλεμος]], [[μάχη]], [[συμπλοκή]]<br /><b>5.</b> (για αρρώστιες)<br />[[δριμύτητα]], [[οξύτητα]]<br /><b>6.</b> φιλοπόλεμο [[πνεύμα]], [[αλλά]] και γενικά [[οξυθυμία]], [[ευέξαπτος]] [[χαρακτήρας]]<br /><b>7.</b> η [[τρίαινα]] του Ποσειδώνος<br /><b>8.</b> (δοτ. εν.) <i>αἰχμῇ</i><br />με το [[δόρυ]], δηλ. στον πόλεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Λέξη [[κυρίως]] ποιητική. Στον πεζό λόγο της αρχαίας με [[εξαίρεση]] τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα τόσο η [[ίδια]] η λ. <i>αἰχμὴ</i> όσο και τα παράγωγά της δεν χρησιμοποιούνται. Χρησιμοποιείται μόνον ευρύτερα το σύνθ. [[αιχμάλωτος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αἰχμὴ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἁλωτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλίσκομαι</i> «[[συλλαμβάνω]], [[κυριεύω]]») σε συνεχή [[χρήση]] [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Η [[λέξη]] <i>αἰχμὴ</i> ανάγεται στη ΙΕ [[ρίζα]] <i>αἰκ</i>- «δόρυχτυπώ με αιχμηρό όπλο» (πρβλ. λιθουαν. <i>i</i><i>ē</i><i>šmas</i>, αρχ. πρωσσ. <i>aysmis</i> «[[λόγχη]]»). Ήτοι <i>αἰκ</i>-<i>σμᾱ</i> > <i>αἰχ</i>-<i>μά</i> / <i>αἰχ</i>-<i>μὴ</i> (ο τ. με -<i>ς</i>- μαρτυρείται από τα Μυκηναϊκά: <i>aikasama</i> = <i>αἰκ</i>-<i>σμᾱ</i>). Αρχική σημ. της λ. ήταν η [[δήλωση]] του «αιχμηρού, μυτερού άκρου, της αιχμής» — εν συνεχεία σήμανε συνεκδοχικά «το [[ακόντιο]]» και μεταφορικά «τη [[μάχη]]». Ομόρριζα του <i>αἰχμὴ</i> [[είναι]] η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[αἶκλοι]] («αἱ γωνίαι τοῦ βέλους») και τύποι με μηδενισμένη ([[χωρίς]] α) [[βαθμίδα]] θέματος (πρβλ. λατ. <i>ico</i> «[[βάλλω]], [[κτυπώ]]»), όπως κυπρ. <i>ἰκμαμένος</i> (= «αιχμημένος», πληγωμένος), [[ἰκτέα]] («ακόντιον») στον Ησύχιο, [[ἴκταρ]], επίρρ. «στην [[άκρη]] του, [[μόλις]] ακουμπώντας, [[κοντά]]», πιθ. και τα [[ἴγδις]], [[ἴγδη]] «το [[γουδί]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἰχμάζω]], [[αἰχμητήρ]], [[αἰχμητής]], [[αἰχμήεις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιχμηρός]], [[αιχμικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αιχμάλωτος]], <b>αρχ.</b> [[αἰχμόδετος]], [[αἰχμοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αιχμοφιδής</i>, <i>αιχμοφοβία</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (Α αἰχμή)
1. η αιχμηρή απόληξη, το άκρο κάθε μυτερού αντικειμένου (δόρατος, ξίφους, αγκίστρου, βελόνας κ.λπ.)
2. το ακρότατο σημείο, η κορύφωση (αιχμή μιας αρρώστιας, αιχμή της οικονομικής κρίσης, αιχμή της κυκλοφορίας)
αρχ.
1. το άκρο, η λόγχη του δόρατος
2. το ίδιο το δόρυ
3. σώμα στρατιωτών που έφεραν δόρυ, οι αιχμοφόροι
4. πόλεμος, μάχη, συμπλοκή
5. (για αρρώστιες)
δριμύτητα, οξύτητα
6. φιλοπόλεμο πνεύμα, αλλά και γενικά οξυθυμία, ευέξαπτος χαρακτήρας
7. η τρίαινα του Ποσειδώνος
8. (δοτ. εν.) αἰχμῇ
με το δόρυ, δηλ. στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λέξη κυρίως ποιητική. Στον πεζό λόγο της αρχαίας με εξαίρεση τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα τόσο η ίδια η λ. αἰχμὴ όσο και τα παράγωγά της δεν χρησιμοποιούνται. Χρησιμοποιείται μόνον ευρύτερα το σύνθ. αιχμάλωτος (< αἰχμὴ + ἁλωτὸς < ἀλίσκομαι «συλλαμβάνω, κυριεύω») σε συνεχή χρήση μέχρι σήμερα. Η λέξη αἰχμὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα αἰκ- «δόρυχτυπώ με αιχμηρό όπλο» (πρβλ. λιθουαν. iēšmas, αρχ. πρωσσ. aysmis «λόγχη»). Ήτοι αἰκ-σμᾱ > αἰχ-μά / αἰχ-μὴ (ο τ. με -ς- μαρτυρείται από τα Μυκηναϊκά: aikasama = αἰκ-σμᾱ). Αρχική σημ. της λ. ήταν η δήλωση του «αιχμηρού, μυτερού άκρου, της αιχμής» — εν συνεχεία σήμανε συνεκδοχικά «το ακόντιο» και μεταφορικά «τη μάχη». Ομόρριζα του αἰχμὴ είναι η γλώσσα του Ησυχίου αἶκλοι («αἱ γωνίαι τοῦ βέλους») και τύποι με μηδενισμένη (χωρίς α) βαθμίδα θέματος (πρβλ. λατ. ico «βάλλω, κτυπώ»), όπως κυπρ. ἰκμαμένος (= «αιχμημένος», πληγωμένος), ἰκτέα («ακόντιον») στον Ησύχιο, ἴκταρ, επίρρ. «στην άκρη του, μόλις ακουμπώντας, κοντά», πιθ. και τα ἴγδις, ἴγδη «το γουδί».
ΠΑΡ. αρχ. αἰχμάζω, αἰχμητήρ, αἰχμητής, αἰχμήεις
νεοελλ.
αιχμηρός, αιχμικός.
ΣΥΝΘ. αιχμάλωτος, αρχ. αἰχμόδετος, αἰχμοφόρος
νεοελλ.
αιχμοφιδής, αιχμοφοβία].