ναύφρακτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - " . . ." to "…")
m (Text replacement - " αττιξ " to " ''Att.'' ")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nayfraktos
|Transliteration C=nayfraktos
|Beta Code=nau/fraktos
|Beta Code=nau/fraktos
|Definition=Att. ναύφαρκτος Phot. (<b class="b3">ναύφ</b>[… .]ος <span class="title">IG</span>12.296.30), ον: (φράσσω):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shipfenced</b>, <b class="b3">Ἰάνων ν. Ἄρης</b>, of the Greeks at Salamis, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>951</span> (lyr.); so <b class="b3">ν. ὅμιλος</b> ib.<span class="bibl">1029</span> (lyr.); στράτευμα <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1259</span>; στρατός <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>567</span>; <b class="b3">ναύφαρκτον βλέπειν</b> to look like a <b class="b2">ship of war</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ach.</span>95</span>.</span>
|Definition=Att. [[ναύφαρκτος]] Phot. (ναύφ[…]ος ''IG''12.296.30), ον: ([[φράσσω]]):—[[shipfenced]], <b class="b3">Ἰάνων ναύφρακτος Ἄρης</b>, of the Greeks at [[Salamis]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''951 (lyr.); so ναύφρακτος [[ὅμιλος]] ib.1029 (lyr.); [[στράτευμα]] E.''IA''1259; στρατός [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''567; ναύφαρκτον [[βλέπειν]] = to look like a [[ship of war]], Id.''Ach.''95.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0233.png Seite 233]] mit Schiffen umstellt, umschirmt, vertheidigt; [[ὅμιλος]], Aesch. Pers. 986; Ἰάνων [[ναύφρακτος]] [[Ἄρης]], 950; [[στράτευμα]] ναύφρακτον, Eur. I. A. 1259; bei Ar. Ach. 95, ναύφρακτον βλέπεις, wird »du siehst wie aus dem Ruderloch« übersetzt, vgl. den Schol., der bemerkt, daß ὁ ναυτικὸς [[στρατός]] auch [[ναύφρακτος]] heiße; wahrscheinlich ist mit dem Schol. eine komische Maske, ὀφθαλμὸν ἔχων ἕνα ἐπὶ παντὸς τοῦ προσώπου, anzunehmen, als Karrikaturdarstellung der ὀφθαλμοί des großen Königs; Dind. hat aus Phot. ναύφαρκτον aufgenommen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0233.png Seite 233]] mit Schiffen umstellt, umschirmt, vertheidigt; [[ὅμιλος]], Aesch. Pers. 986; Ἰάνων [[ναύφρακτος]] [[Ἄρης]], 950; [[στράτευμα]] ναύφρακτον, Eur. I. A. 1259; bei Ar. Ach. 95, ναύφρακτον βλέπεις, wird »du siehst wie aus dem Ruderloch« übersetzt, vgl. den Schol., der bemerkt, daß ὁ ναυτικὸς [[στρατός]] auch [[ναύφρακτος]] heiße; wahrscheinlich ist mit dem Schol. eine komische Maske, ὀφθαλμὸν ἔχων ἕνα ἐπὶ παντὸς τοῦ προσώπου, anzunehmen, als Karrikaturdarstellung der ὀφθαλμοί des großen Königs; Dind. hat aus Phot. ναύφαρκτον aufgenommen.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[défendu par des vaisseaux]], [[muni de vaisseaux]].<br />'''Étymologie:''' [[ναύτης]], [[φράσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ναύφρακτος:''' [[защищенный кораблями]], [[огражденный своим флотом]] ([[ὅμιλος]] Aesch.; [[στράτευμα]] Eur.; [[στρατός]] Arph.): ναύφρακτον βλέπειν Arph. предполож. глядеть словно целый флот, т. е. грозно, воинственно.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ναύφρακτος''': -ον, ([[φράσσω]]) ὁ ὑπὸ πλοίων πεφραγμένος, Ἰάνων [[ναύφρακτος]] Ἄρης, ἐπὶ τῶν Ἑλλήνων ἐν Σαλαμῖνι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 950· οὕτω, ν. [[ὅμιλος]] [[αὐτόθι]] 1027· [[στράτευμα]] Εὐρ. Ι. Α. 1259· στρατὸς Ἀριστοφ. Ἱππ. 567· - ναύφρακτον βλέπειν (ἴδε ἐν λέξ. ὀφθαλμὸς Ι), «ἐπὶ τοῦ περιαθροῦντος καὶ σεμνῶς ἰόντος» (Φώτ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 95· - ἐν ἅπασι τούτοις τοῖς χωρίοις ὁ Δινδ. ἑπόμενος τῷ Φωτίῳ ἀποκαθιστᾷ τὸν Ἀττικ. τύπον [[ναύφαρκτος]].
|lstext='''ναύφρακτος''': -ον, ([[φράσσω]]) ὁ ὑπὸ πλοίων πεφραγμένος, Ἰάνων [[ναύφρακτος]] Ἄρης, ἐπὶ τῶν Ἑλλήνων ἐν Σαλαμῖνι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 950· οὕτω, ν. [[ὅμιλος]] [[αὐτόθι]] 1027· [[στράτευμα]] Εὐρ. Ι. Α. 1259· στρατὸς Ἀριστοφ. Ἱππ. 567· - ναύφρακτον βλέπειν (ἴδε ἐν λέξ. ὀφθαλμὸς Ι), «ἐπὶ τοῦ περιαθροῦντος καὶ σεμνῶς ἰόντος» (Φώτ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 95· - ἐν ἅπασι τούτοις τοῖς χωρίοις ὁ Δινδ. ἑπόμενος τῷ Φωτίῳ ἀποκαθιστᾷ τὸν Ἀττικ. τύπον [[ναύφαρκτος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />défendu par des vaisseaux, muni de vaisseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ναύτης]], [[φράσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ναύφρακτος]] και αττ. τ. [[ναύφαρκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τους Έλληνες στη Σαλαμίνα) αυτός που [[είναι]] φραγμένος από πλοία ή αυτός που έχει οχυρωθεί από πλοία<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ναύσταθμος]]»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ναύφρακτον καὶ ναύφαρκτον τὴν ναυτικὴν δύναμιν καλοῡσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φρακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φράσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλό</i>-<i>φρακτος</i>].
|mltxt=[[ναύφρακτος]] και αττ. τ. [[ναύφαρκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τους Έλληνες στη Σαλαμίνα) αυτός που [[είναι]] φραγμένος από πλοία ή αυτός που έχει οχυρωθεί από πλοία<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ναύσταθμος]]»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ναύφρακτον καὶ ναύφαρκτον τὴν ναυτικὴν δύναμιν καλοῦσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φρακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φράσσω]]), [[πρβλ]]. [[ξυλόφρακτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναύφρακτος:''' ([[φράσσω]]), Αττ. ναύ-φαρκτος, -ον, αυτός που βρίσκεται περιφραγμένος από πλοία, σε Αισχύλ., Ευρ.· [[στρατός]], σε Αριστοφ.· <i>ναύφρακτον βλέπειν</i>, [[μοιάζω]] με πολεμικό [[πλοίο]], στον ίδ.
|lsmtext='''ναύφρακτος:''' ([[φράσσω]]), Αττ. ναύ-φαρκτος, -ον, αυτός που βρίσκεται περιφραγμένος από πλοία, σε Αισχύλ., Ευρ.· [[στρατός]], σε Αριστοφ.· <i>ναύφρακτον βλέπειν</i>, [[μοιάζω]] με πολεμικό [[πλοίο]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ναύφρακτος:''' защищенный кораблями, огражденный своим флотом ([[ὅμιλος]] Aesch.; [[στράτευμα]] Eur.; [[στρατός]] Arph.): ναύφρακτον βλέπειν Arph. предполож. глядеть словно целый флот, т. е. грозно, воинственно.
|mdlsjtxt=ναύ-φρακτος, ''Att.'' ναύ-φαρκτος, ον [[φράσσω]]<br />[[ship]]-[[fenced]], Aesch., Eur.; [[στρατός]] Ar.:ναύφρακτον βλέπειν to [[look]] like a [[ship]] of war, Ar.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[ringed with ships]]
}}
}}
{{mdlsj
{{mantoulidis
|mdlsjtxt=ναύ-φρακτος, αττιξ ναύ-φαρκτος, ον [[φράσσω]]<br />[[ship]]-[[fenced]], Aesch., Eur.; [[στρατός]] Ar.:— ναύφρακτον βλέπειν to [[look]] like a [[ship]] of war, Ar.
|mantxt=(=ζωσμένος ἀπό πλοῖα). Ἀπό τό [[ναῦς]] + [[φράσσω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[ναῦς]].
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 7 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναύφρακτος Medium diacritics: ναύφρακτος Low diacritics: ναύφρακτος Capitals: ΝΑΥΦΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: naúphraktos Transliteration B: nauphraktos Transliteration C: nayfraktos Beta Code: nau/fraktos

English (LSJ)

Att. ναύφαρκτος Phot. (ναύφ[…]ος IG12.296.30), ον: (φράσσω):—shipfenced, Ἰάνων ναύφρακτος Ἄρης, of the Greeks at Salamis, A.Pers.951 (lyr.); so ναύφρακτος ὅμιλος ib.1029 (lyr.); στράτευμα E.IA1259; στρατός Ar.Eq.567; ναύφαρκτον βλέπειν = to look like a ship of war, Id.Ach.95.

German (Pape)

[Seite 233] mit Schiffen umstellt, umschirmt, vertheidigt; ὅμιλος, Aesch. Pers. 986; Ἰάνων ναύφρακτος Ἄρης, 950; στράτευμα ναύφρακτον, Eur. I. A. 1259; bei Ar. Ach. 95, ναύφρακτον βλέπεις, wird »du siehst wie aus dem Ruderloch« übersetzt, vgl. den Schol., der bemerkt, daß ὁ ναυτικὸς στρατός auch ναύφρακτος heiße; wahrscheinlich ist mit dem Schol. eine komische Maske, ὀφθαλμὸν ἔχων ἕνα ἐπὶ παντὸς τοῦ προσώπου, anzunehmen, als Karrikaturdarstellung der ὀφθαλμοί des großen Königs; Dind. hat aus Phot. ναύφαρκτον aufgenommen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
défendu par des vaisseaux, muni de vaisseaux.
Étymologie: ναύτης, φράσσω.

Russian (Dvoretsky)

ναύφρακτος: защищенный кораблями, огражденный своим флотом (ὅμιλος Aesch.; στράτευμα Eur.; στρατός Arph.): ναύφρακτον βλέπειν Arph. предполож. глядеть словно целый флот, т. е. грозно, воинственно.

Greek (Liddell-Scott)

ναύφρακτος: -ον, (φράσσω) ὁ ὑπὸ πλοίων πεφραγμένος, Ἰάνων ναύφρακτος Ἄρης, ἐπὶ τῶν Ἑλλήνων ἐν Σαλαμῖνι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 950· οὕτω, ν. ὅμιλος αὐτόθι 1027· στράτευμα Εὐρ. Ι. Α. 1259· στρατὸς Ἀριστοφ. Ἱππ. 567· - ναύφρακτον βλέπειν (ἴδε ἐν λέξ. ὀφθαλμὸς Ι), «ἐπὶ τοῦ περιαθροῦντος καὶ σεμνῶς ἰόντος» (Φώτ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 95· - ἐν ἅπασι τούτοις τοῖς χωρίοις ὁ Δινδ. ἑπόμενος τῷ Φωτίῳ ἀποκαθιστᾷ τὸν Ἀττικ. τύπον ναύφαρκτος.

Greek Monolingual

ναύφρακτος και αττ. τ. ναύφαρκτος, -ον (Α)
1. (για τους Έλληνες στη Σαλαμίνα) αυτός που είναι φραγμένος από πλοία ή αυτός που έχει οχυρωθεί από πλοία
2. (κατά τον Ησύχ.) «ναύσταθμος»
3. (κατά τον Φώτ.) «ναύφρακτον καὶ ναύφαρκτον τὴν ναυτικὴν δύναμιν καλοῦσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -φρακτος (< φράσσω), πρβλ. ξυλόφρακτος].

Greek Monotonic

ναύφρακτος: (φράσσω), Αττ. ναύ-φαρκτος, -ον, αυτός που βρίσκεται περιφραγμένος από πλοία, σε Αισχύλ., Ευρ.· στρατός, σε Αριστοφ.· ναύφρακτον βλέπειν, μοιάζω με πολεμικό πλοίο, στον ίδ.

Middle Liddell

ναύ-φρακτος, Att. ναύ-φαρκτος, ον φράσσω
ship-fenced, Aesch., Eur.; στρατός Ar.:— ναύφρακτον βλέπειν to look like a ship of war, Ar.

English (Woodhouse)

ringed with ships

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ζωσμένος ἀπό πλοῖα). Ἀπό τό ναῦς + φράσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ναῦς.