στυγνάζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
(cc2)
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stygnazo
|Transliteration C=stygnazo
|Beta Code=stugna/zw
|Beta Code=stugna/zw
|Definition=(στυγνός) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to have a gloomy, lowering look</b>, ἐπὶ τῷ λόγῳ <span class="bibl"><span class="title">Ev.Marc.</span>10.22</span>: abs., <span class="title">PMag.Leid.W.</span>5.5, <span class="bibl">Steph.<span class="title">in Hp.</span>2.514D.</span>; of threatening weather, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>16.3</span>.</span>
|Definition=([[στυγνός]]) to [[have a gloomy look]], [[have a lowering look]], ἐπὶ τῷ λόγῳ ''Ev.Marc.''10.22: abs., ''PMag.Leid.W.''5.5, Steph.''in Hp.''2.514D.; of threatening weather, ''Ev.Matt.''16.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0958.png Seite 958]] traurig od. betrübt sein. traurig, finster aussehen. N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0958.png Seite 958]] traurig od. betrübt sein. traurig, finster aussehen. [[NT|N.T.]]
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[être d'humeur sombre]];<br /><b>2</b> [[avoir l'air sombre]] ; <i>fig.</i> στυγνάζει ὁ [[οὐρανός]] le ciel est sombre, menaçant.<br />'''Étymologie:''' [[στυγνός]].
}}
{{elnl
|elnltext=στυγνάζω [στυγνός] [[treurig of somber worden of zijn]].
}}
{{elru
|elrutext='''στυγνάζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[быть в смущении]] (ἐπὶ τῷ λόγῳ NT);<br /><b class="num">2</b> [[быть пасмурным]] (οὐρανὸς στυγνάζων NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στυγνάζω''': μέλλ. -άσω, (στυγνὸς) ἔχω ὄψιν σκοτεινήν, κατηφῆ, ἐπὶ τῷ λόγῳ Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ι΄, 22· στ. τὸ [[πρόσωπον]] Εὐμάθ. 98· - ἀπολ., ἐπὶ ἐπικειμένης θυέλλης, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 3· πρβλ. [[στυγνότης]].
|lstext='''στυγνάζω''': μέλλ. -άσω, (στυγνὸς) ἔχω ὄψιν σκοτεινήν, κατηφῆ, ἐπὶ τῷ λόγῳ Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ι΄, 22· στ. τὸ [[πρόσωπον]] Εὐμάθ. 98· - ἀπολ., ἐπὶ ἐπικειμένης θυέλλης, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 3· πρβλ. [[στυγνότης]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> être d’humeur sombre;<br /><b>2</b> avoir l’air sombre ; <i>fig.</i> στυγνάζει ὁ [[οὐρανός]] le ciel est sombre, menaçant.<br />'''Étymologie:''' [[στυγνός]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 30: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στυγνάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[δείχνω]] [[μελαγχολικός]], είμαι [[λυπημένος]], [[κατσουφιάζω]], στραβομουτσουνιάζω, σε Καινή Διαθήκη· λέγεται για τον καιρό, έχει [[συννεφιά]], απειλείται να ξεσπάσει [[καταιγίδα]], στο ίδ.
|lsmtext='''στυγνάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[δείχνω]] [[μελαγχολικός]], είμαι [[λυπημένος]], [[κατσουφιάζω]], στραβομουτσουνιάζω, σε Καινή Διαθήκη· λέγεται για τον καιρό, έχει [[συννεφιά]], απειλείται να ξεσπάσει [[καταιγίδα]], στο ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=στυγνάζω [στυγνός] treurig of somber worden of zijn.
}}
{{elru
|elrutext='''στυγνάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> быть в смущении (ἐπὶ τῷ λόγῳ NT);<br /><b class="num">2)</b> быть пасмурным (οὐρανὸς στυγνάζων NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:30, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στυγνάζω Medium diacritics: στυγνάζω Low diacritics: στυγνάζω Capitals: ΣΤΥΓΝΑΖΩ
Transliteration A: stygnázō Transliteration B: stygnazō Transliteration C: stygnazo Beta Code: stugna/zw

English (LSJ)

(στυγνός) to have a gloomy look, have a lowering look, ἐπὶ τῷ λόγῳ Ev.Marc.10.22: abs., PMag.Leid.W.5.5, Steph.in Hp.2.514D.; of threatening weather, Ev.Matt.16.3.

German (Pape)

[Seite 958] traurig od. betrübt sein. traurig, finster aussehen. N.T.

French (Bailly abrégé)

1 être d'humeur sombre;
2 avoir l'air sombre ; fig. στυγνάζει ὁ οὐρανός le ciel est sombre, menaçant.
Étymologie: στυγνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυγνάζω [στυγνός] treurig of somber worden of zijn.

Russian (Dvoretsky)

στυγνάζω:
1 быть в смущении (ἐπὶ τῷ λόγῳ NT);
2 быть пасмурным (οὐρανὸς στυγνάζων NT).

Greek (Liddell-Scott)

στυγνάζω: μέλλ. -άσω, (στυγνὸς) ἔχω ὄψιν σκοτεινήν, κατηφῆ, ἐπὶ τῷ λόγῳ Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ι΄, 22· στ. τὸ πρόσωπον Εὐμάθ. 98· - ἀπολ., ἐπὶ ἐπικειμένης θυέλλης, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 3· πρβλ. στυγνότης.

English (Strong)

from the same as στυγνητός; to render gloomy, i.e. (by implication) glower (be overcast with clouds, or sombreness of speech): lower, be sad.

English (Thayer)

1st aorist participle στυγνάσας; (στυγνός sombre, gloomy); to be sad, to be sorrowful: properly, ἐπί τίνι (R. V. his countenance fell at etc.), A. V. to be towering), T brackets WH reject the passage). (Schol. on Aeschylus Pers. 470; the Sept. thrice for שָׁמֵן, to be amazed, astonished, ἐπί τινα, στυγνότης, of the gloominess of the sky, Polybius 4,21, 1.)

Greek Monolingual

ΜΑ στυγνός
είμαι ή φαίνομαι λυπημένος, κατηφής
αρχ.
μτφ. (για τον ουρανό) είμαι συννεφιασμένος και προμηνύω θύελλα («πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ οὐρανός», ΚΔ).

Greek Monotonic

στυγνάζω: μέλ. -άσω, δείχνω μελαγχολικός, είμαι λυπημένος, κατσουφιάζω, στραβομουτσουνιάζω, σε Καινή Διαθήκη· λέγεται για τον καιρό, έχει συννεφιά, απειλείται να ξεσπάσει καταιγίδα, στο ίδ.

Middle Liddell

στυγνάζω, fut. -άσω
to look gloomy, be sorrowful, NTest.; of weather, to be gloomy, lowering, NTest.

Chinese

原文音譯:stugn£zw 士替格那索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(使成)暗色
字義溯源:(使)發黑,臉上變了色,憂愁,震動,卑劣;源自(στυγητός)=怨恨的),而 (στυγητός)出自(στυγνάζω)X*=恨惡)
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編
1) 臉上就變了色(1) 可10:22;
2) 發黑(1) 太16:3