περιπλοκή: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periploki
|Transliteration C=periploki
|Beta Code=periplokh/
|Beta Code=periplokh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[twining round]], [[interlacing]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>540b4</span>; περιπλοκαὶ γυναικῶν <span class="bibl">Plb.2.56.7</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Alex.</span>39</span>, etc.; <b class="b3">περιπλοκῆς δεῖται [ὁ κιττός</b>] Plu.2.649c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span> in the philos. of Epicurus, [[interlacing]] of atoms, <span class="title">Ep.</span>1p.8U., 2p.44U. (pl.), al.; περιπλοκὴν περιπλέκεσθαι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>208</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., of one wrestling in argument, <span class="bibl">Ph.1.199</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[entanglement]], [[complication]], POxy.533.10 (ii/iii A. D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[intricacy]], <b class="b3">περιπλοκὰς λόγων</b> [[circumlocutions]], <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>494</span>, cf. <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Meth.</span>8</span>; περιπλοκὰς λίαν ἐρωτᾷς <span class="bibl">Antiph.74.1</span>; <b class="b3">τί οὖν… π. λέγεις</b>; <span class="bibl">Strato Com.1.35</span>; χωρὶς -πλοκῆς λέγειν τἀληθῆ <span class="bibl">M.Ant.12.1</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[twining round]], [[interlacing]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''540b4; περιπλοκαὶ γυναικῶν Plb.2.56.7, cf. Luc.''Alex.''39, etc.; <b class="b3">περιπλοκῆς δεῖται [ὁ κιττός]</b> Plu.2.649c.<br><span class="bld">b</span> in the philos. of Epicurus, [[interlacing]] of atoms, ''Ep.''1p.8U., 2p.44U. (pl.), al.; περιπλοκὴν περιπλέκεσθαι Arist.''Fr.''208.<br><span class="bld">II</span> metaph., of one wrestling in argument, Ph.1.199.<br><span class="bld">2</span> [[entanglement]], [[complication]], POxy.533.10 (ii/iii A. D.).<br><span class="bld">3</span> [[intricacy]], <b class="b3">περιπλοκὰς λόγων</b> [[circumlocutions]], E.''Ph.''494, cf. Hermog.''Meth.''8; περιπλοκὰς λίαν ἐρωτᾷς Antiph.74.1; <b class="b3">τί οὖν… π. λέγεις</b>; Strato Com.1.35; χωρὶς -πλοκῆς λέγειν τἀληθῆ M.Ant.12.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0588.png Seite 588]] ἡ, das Umwinden, Umfassen, die Verwickelung, λόγων, Eur. Phoen. 497; Umarmung, γυναικῶν, Pol. 2, 56, 7; Sp., wie Luc. u. Plut., καὶ δυσκολίαν ἔχειν, Symp. 5, 1, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0588.png Seite 588]] ἡ, das Umwinden, Umfassen, die Verwickelung, λόγων, Eur. Phoen. 497; Umarmung, γυναικῶν, Pol. 2, 56, 7; Sp., wie Luc. u. Plut., καὶ δυσκολίαν ἔχειν, Symp. 5, 1, 2.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''περιπλοκή''': ἡ, τὸ περιπλέκειν, ἐμπλέκειν, [[ἐμπλοκή]], Ἀριστ. περ. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 4· περιπλοκαὶ γυναικῶν Πολύβ. 2. 56, 7, κτλ.· περιπλοκῆς δεῖται [ὁ κιττὸς] Πλούτ. 2. 649Β. 2) ἐπὶ λόγων, περιπλοκὰς λόγων, περιφράσεις, Εὐρ. Φοίν. 497· περιπλοκὰς [[λίαν]] ἐρωτᾷς Ἀντιφάνης ἐν «Γανυμήδει» 2. 1· τί οὖν περιπλοκὰς λέγεις; Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 35. ἴδε [[περιπλέκω]] ΙΙ. 2.
|btext=ῆς (ἡ) :<br />[[enlacement]], [[embrassement]].<br />'''Étymologie:''' [[περιπλέκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περιπλοκή -ῆς, [περιπλέκω] omhelzing:; φιλήματά τε ἐγίγνετο... καὶ περιπλοκαί er waren kussen en omhelzingen Luc. 42.39; in sport houdgreep; Luc. 37.24; omslachtigheid:. περιπλοκὰς λόγων ἀθροίζειν een ingewikkeld betoog bijeenharken Eur. Phoen. 494.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ῆς () :<br />enlacement, embrassement.<br />'''Étymologie:''' [[περιπλέκω]].
|elrutext='''περιπλοκή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[сплетение]], [[переплетение]] (''[[sc.]]'' τῶν ὄφεων Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[объятие]] (τῶν γυναικῶν Polyb.);<br /><b class="num">3</b> [[запутанность]], [[сложность]] (περιπλοκαὶ λόγων Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[περιπλέκω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[περιπλέκω]], [[πλέξιμο]], [[συστροφή]] («περιπλοκῆς δεῑται καί στηρίγματος [ὁ [[κιττός]]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπλοκή]] σε δυσχέρειες, [[μπλέξιμο]] (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ ἔχωμεν περιπλοκὴν πρὸς τὸν ἀντίδικον», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> απροσδόκητο [[εμπόδιο]] («[[περιπλοκή]] της υπόθεσης»)<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[επιπλοκή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[περίπτυξη]], [[εναγκαλισμός]] («καὶ ἐκ τὰ πολλὰ φιλήματα καὶ τὰς [[περιπλοκάς]] τους», Διήγ. Αχιλλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιτύλιξη]], [[περιέλιξη]] («κιττὸς περὶ πεύκην εἱλιχθεὶς ᾠκειοῡτο τὸ [[δένδρον]] ταῑς περιπλοκαῑς», Αχ. Τάτ.)<br /><b>2.</b> (στον Επίκουρο, για τα άτομα) [[σύμπλεξη]], [[σύμμιξη]], [[συνένωση]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εμπλοκή]] [[κατά]] την [[ανάπτυξη]] του λόγου, [[σύγχυση]] στην [[ανάπτυξη]] επιχειρημάτων<br />β) το να εκφράζεται [[κανείς]] με περιφράσεις και ασάφειες («οὐχὶ περιπλοκὰς λόγων ἀθροίσας [[εἶπον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ένωση]].
|mltxt=η, ΝΜΑ [[περιπλέκω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[περιπλέκω]], [[πλέξιμο]], [[συστροφή]] («περιπλοκῆς δεῖται καί στηρίγματος [ὁ [[κιττός]]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπλοκή]] σε δυσχέρειες, [[μπλέξιμο]] (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ ἔχωμεν περιπλοκὴν πρὸς τὸν ἀντίδικον», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> απροσδόκητο [[εμπόδιο]] («[[περιπλοκή]] της υπόθεσης»)<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[επιπλοκή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[περίπτυξη]], [[εναγκαλισμός]] («καὶ ἐκ τὰ πολλὰ φιλήματα καὶ τὰς [[περιπλοκάς]] τους», Διήγ. Αχιλλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιτύλιξη]], [[περιέλιξη]] («κιττὸς περὶ πεύκην εἱλιχθεὶς ᾠκειοῦτο τὸ [[δένδρον]] ταῖς περιπλοκαῖς», Αχ. Τάτ.)<br /><b>2.</b> (στον Επίκουρο, για τα άτομα) [[σύμπλεξη]], [[σύμμιξη]], [[συνένωση]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εμπλοκή]] [[κατά]] την [[ανάπτυξη]] του λόγου, [[σύγχυση]] στην [[ανάπτυξη]] επιχειρημάτων<br />β) το να εκφράζεται [[κανείς]] με περιφράσεις και ασάφειες («οὐχὶ περιπλοκὰς λόγων ἀθροίσας [[εἶπον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ένωση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιπλοκή:''' ἡ ([[περιπλέκω]]), [[περιστροφή]], [[εμπλοκή]], περιπλέξιμο, σε Ευρ.
|lsmtext='''περιπλοκή:''' ἡ ([[περιπλέκω]]), [[περιστροφή]], [[εμπλοκή]], περιπλέξιμο, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιπλοκή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> сплетение, переплетение (sc. τῶν ὄφεων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> объятие (τῶν γυναικῶν Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> запутанность, сложность (περιπλοκαὶ λόγων Eur.).
|lstext='''περιπλοκή''': ἡ, τὸ περιπλέκειν, ἐμπλέκειν, [[ἐμπλοκή]], Ἀριστ. περ. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. περιπλοκαὶ γυναικῶν Πολύβ. 2. 56, 7, κτλ.· περιπλοκῆς δεῖται [ὁ κιττὸς] Πλούτ. 2. 649Β. 2) ἐπὶ λόγων, περιπλοκὰς λόγων, περιφράσεις, Εὐρ. Φοίν. 497· περιπλοκὰς [[λίαν]] ἐρωτᾷς Ἀντιφάνης ἐν «Γανυμήδει» 2. 1· τί οὖν περιπλοκὰς λέγεις; Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 35. ἴδε [[περιπλέκω]] ΙΙ. 2.
}}
{{elnl
|elnltext=περιπλοκή -ῆς, [περιπλέκω] omhelzing:; φιλήματά τε ἐγίγνετο... καὶ περιπλοκαί er waren kussen en omhelzingen Luc. 42.39; in sport houdgreep; Luc. 37.24; omslachtigheid:. περιπλοκὰς λόγων ἀθροίζειν een ingewikkeld betoog bijeenharken Eur. Phoen. 494.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περιπλοκή]], ἡ, [[περιπλέκω]]<br />a twining [[round]], [[entanglement]], [[intricacy]], Eur.
|mdlsjtxt=[[περιπλοκή]], ἡ, [[περιπλέκω]]<br />a twining [[round]], [[entanglement]], [[intricacy]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπλοκή Medium diacritics: περιπλοκή Low diacritics: περιπλοκή Capitals: ΠΕΡΙΠΛΟΚΗ
Transliteration A: periplokḗ Transliteration B: periplokē Transliteration C: periploki Beta Code: periplokh/

English (LSJ)

ἡ,
A twining round, interlacing, Arist.HA540b4; περιπλοκαὶ γυναικῶν Plb.2.56.7, cf. Luc.Alex.39, etc.; περιπλοκῆς δεῖται [ὁ κιττός] Plu.2.649c.
b in the philos. of Epicurus, interlacing of atoms, Ep.1p.8U., 2p.44U. (pl.), al.; περιπλοκὴν περιπλέκεσθαι Arist.Fr.208.
II metaph., of one wrestling in argument, Ph.1.199.
2 entanglement, complication, POxy.533.10 (ii/iii A. D.).
3 intricacy, περιπλοκὰς λόγων circumlocutions, E.Ph.494, cf. Hermog.Meth.8; περιπλοκὰς λίαν ἐρωτᾷς Antiph.74.1; τί οὖν… π. λέγεις; Strato Com.1.35; χωρὶς -πλοκῆς λέγειν τἀληθῆ M.Ant.12.1.

German (Pape)

[Seite 588] ἡ, das Umwinden, Umfassen, die Verwickelung, λόγων, Eur. Phoen. 497; Umarmung, γυναικῶν, Pol. 2, 56, 7; Sp., wie Luc. u. Plut., καὶ δυσκολίαν ἔχειν, Symp. 5, 1, 2.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
enlacement, embrassement.
Étymologie: περιπλέκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπλοκή -ῆς, ἡ [περιπλέκω] omhelzing:; φιλήματά τε ἐγίγνετο... καὶ περιπλοκαί er waren kussen en omhelzingen Luc. 42.39; in sport houdgreep; Luc. 37.24; omslachtigheid:. περιπλοκὰς λόγων ἀθροίζειν een ingewikkeld betoog bijeenharken Eur. Phoen. 494.

Russian (Dvoretsky)

περιπλοκή:
1 сплетение, переплетение (sc. τῶν ὄφεων Arst.);
2 объятие (τῶν γυναικῶν Polyb.);
3 запутанность, сложность (περιπλοκαὶ λόγων Eur.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ περιπλέκω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περιπλέκω, πλέξιμο, συστροφή («περιπλοκῆς δεῖται καί στηρίγματος [ὁ κιττός]», Πλούτ.)
2. μτφ. εμπλοκή σε δυσχέρειες, μπλέξιμο (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ ἔχωμεν περιπλοκὴν πρὸς τὸν ἀντίδικον», πάπ.)
νεοελλ.
1. απροσδόκητο εμπόδιοπεριπλοκή της υπόθεσης»)
2. (για νόσο) επιπλοκή
μσν.-αρχ.
περίπτυξη, εναγκαλισμός («καὶ ἐκ τὰ πολλὰ φιλήματα καὶ τὰς περιπλοκάς τους», Διήγ. Αχιλλ.)
αρχ.
1. περιτύλιξη, περιέλιξη («κιττὸς περὶ πεύκην εἱλιχθεὶς ᾠκειοῦτο τὸ δένδρον ταῖς περιπλοκαῖς», Αχ. Τάτ.)
2. (στον Επίκουρο, για τα άτομα) σύμπλεξη, σύμμιξη, συνένωση
3. μτφ. α) εμπλοκή κατά την ανάπτυξη του λόγου, σύγχυση στην ανάπτυξη επιχειρημάτων
β) το να εκφράζεται κανείς με περιφράσεις και ασάφειες («οὐχὶ περιπλοκὰς λόγων ἀθροίσας εἶπον», Ευρ.)
4. ένωση.

Greek Monotonic

περιπλοκή: ἡ (περιπλέκω), περιστροφή, εμπλοκή, περιπλέξιμο, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλοκή: ἡ, τὸ περιπλέκειν, ἐμπλέκειν, ἐμπλοκή, Ἀριστ. περ. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 4· περιπλοκαὶ γυναικῶν Πολύβ. 2. 56, 7, κτλ.· περιπλοκῆς δεῖται [ὁ κιττὸς] Πλούτ. 2. 649Β. 2) ἐπὶ λόγων, περιπλοκὰς λόγων, περιφράσεις, Εὐρ. Φοίν. 497· περιπλοκὰς λίαν ἐρωτᾷς Ἀντιφάνης ἐν «Γανυμήδει» 2. 1· τί οὖν περιπλοκὰς λέγεις; Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 35. ἴδε περιπλέκω ΙΙ. 2.

Middle Liddell

περιπλοκή, ἡ, περιπλέκω
a twining round, entanglement, intricacy, Eur.