εὐσύμβολος: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efsymvolos
|Transliteration C=efsymvolos
|Beta Code=eu)su/mbolos
|Beta Code=eu)su/mbolos
|Definition=old Att. εὐξ-, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[easy to divine]] or [[understand]], εὐξ. τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>170</span>, cf. <span class="bibl">D.C.40.17</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">easy to deal with, honest, upright</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.6.5</span>; <b class="b3">εὐξ. δίκαι</b> suits [[which afford easy arbitration]], <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>701</span> (lyr.). Adv.εὐξυμβόλως <span class="bibl">Poll.5.139</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">readily contributing one's</b> <b class="b3">συμβολή</b>, <span class="bibl">Antipho Soph.74</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">affording a good omen, auspicious</b>, πρός τι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>12</span>, cf. <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>3.9</span>, <span class="bibl">Hld.9.25</span>. Adv. -λως Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>6(5).67</span>.</span>
|Definition=old Att. [[εὐξύμβολος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[easy]] to [[divine]] or [[understand]], εὐξ. τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι A.''Ch.''170, cf. D.C.40.17.<br><span class="bld">II</span> [[easy to deal with]], [[honest]], [[upright]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.6.5; [[εὐξύμβολοι δίκαι]] = [[suit]]s which [[afford]] easy [[arbitration]], A.''Supp.''701 (lyr.). Adv. [[εὐξυμβόλως]] Poll.5.139.<br><span class="bld">2</span> [[readily]] contributing one's [[συμβολή]], Antipho Soph.74.<br><span class="bld">III</span> [[afford]]ing a good [[omen]], [[auspicious]], πρός τι Plu.''Demetr.''12, cf. Ael.''NA''3.9, Hld.9.25. Adv. [[εὐσυμβόλως]] Sch.Pi.''I.''6(5).67.
}}
{{bailly
|btext=<i>anc. att.</i> [[εὐξύμβολος]];<br />ος, ον :<br /><b>I.</b> facile à rassembler, <i>d'où</i><br /><b>1</b> facile à conjecturer, d'une signification claire;<br /><b>2</b> [[d'un commerce facile]], [[abordable]] ; droit, honnête, loyal;<br /><b>II.</b> [[de bon augure]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συμβάλλω]].
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> = [[εὐσύμβλητος]], εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι Aesch. <i>Ch</i>. 168; τέρατα προφανῆ καὶ εὐσ. DC. 40.17.<br><b class="num">2</b> <i>von [[guter]] [[Vorbedeutung]]</i>, πρός τι, Plut. <i>Demetr</i>. 12; Ael. <i>H.A</i>. 3.9.<br><b class="num">3</b> <i>gut zum [[Verkehr]], zum Umgange [[passend]]</i>, ξένοισί τ' εὐξύμβολοι δίκαι Aesch. <i>Suppl</i>. 682; Xen. <i>Mem</i>. 2.6.5 <i>von Freunden, [[umgänglich]]</i>; vgl. Antiph. bei Harp. p. 90.<br><b class="num">• Adv.</b>, Poll. 5.139.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐσύμβολος:''' староатт. [[εὐξύμβολος]] 2<br /><b class="num">1</b> [[легко разгадываемый]], [[ясный]]: εὐξύμβολον τόδ᾽ [[ἐστί]] Aesch. это легко разгадать;<br /><b class="num">2</b> [[сговорчивый]] (ξένοισι Aesch.; [[εὔορκος]] καὶ εὐ. Xen.);<br /><b class="num">3</b> [[предвещающий доброе]] (πρὸς, στρατείαν Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐσύμβολος''': ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβολος, ον, εὐκόλως μαντευόμενος ἢ κατανοούμενος (πρβλ. [[συμβάλλω]] ΙΙΙ. 2), εὐξ. τόδ’ ἐστὶ παντὶ δοξάσαι Αἰσχύλ. Χο. 170, πρβλ. Δίωνα Κ. 40. 17. ΙΙ. μεθ’ οὗ εὐκόλως τις συμβάλλεται, ἔρχεται εἰς δοσοληψίας, [[τίμιος]], [[ἀκέραιος]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 5· προάγων τὸ [[ἐμπόριον]], εὐξ. δίκαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 701. 2) εὐκόλως συνεισφέρων τὴν συμβολὴν αὑτοῦ, «[[εὐσύμβολος]]: ἀντὶ τοῦ ῥᾳδίως καὶ εὖ συμβάλλων, τουτέστιν ἀγαθὸς συμβάλλειν, Ἀντιφῶν Πολιτικῷ» Ἁρποκρ. ΙΙΙ. εὐοίωνος, Πλουτ. Δημήτρ. 12, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9. - Ἐπίρρ. -λως, μνημονεύεται ἐκ τῶν εἰς Πίνδ. Σχολίων.
|lstext='''εὐσύμβολος''': ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβολος, ον, εὐκόλως μαντευόμενος ἢ κατανοούμενος (πρβλ. [[συμβάλλω]] ΙΙΙ. 2), εὐξ. τόδ’ ἐστὶ παντὶ δοξάσαι Αἰσχύλ. Χο. 170, πρβλ. Δίωνα Κ. 40. 17. ΙΙ. μεθ’ οὗ εὐκόλως τις συμβάλλεται, ἔρχεται εἰς δοσοληψίας, [[τίμιος]], [[ἀκέραιος]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 5· προάγων τὸ [[ἐμπόριον]], εὐξ. δίκαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 701. 2) εὐκόλως συνεισφέρων τὴν συμβολὴν αὑτοῦ, «[[εὐσύμβολος]]: ἀντὶ τοῦ ῥᾳδίως καὶ εὖ συμβάλλων, τουτέστιν ἀγαθὸς συμβάλλειν, Ἀντιφῶν Πολιτικῷ» Ἁρποκρ. ΙΙΙ. εὐοίωνος, Πλουτ. Δημήτρ. 12, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9. - Ἐπίρρ. -λως, μνημονεύεται ἐκ τῶν εἰς Πίνδ. Σχολίων.
}}
{{bailly
|btext=<i>anc. att.</i> [[εὐξύμβολος]];<br />ος, ον :<br /><b>I.</b> facile à rassembler, <i>d’où</i><br /><b>1</b> facile à conjecturer, d’une signification claire;<br /><b>2</b> d’un commerce facile, abordable ; droit, honnête, loyal;<br /><b>II.</b> de bon augure.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συμβάλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''εὐσύμβολος:''' αρχ. Αττ. εὐ-ξύμβ-, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εύκολα μαντεύεται ή γίνεται [[αντιληπτός]] (πρβλ. [[συμβάλλω]] III), σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[εύκολος]] στις συναλλαγές, [[τίμιος]], [[ακέραιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> ([[σύμβολον]]), αυτός που παρέχει καλό οιωνό, [[ευοίωνος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''εὐσύμβολος:''' αρχ. Αττ. εὐ-ξύμβ-, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εύκολα μαντεύεται ή γίνεται [[αντιληπτός]] (πρβλ. [[συμβάλλω]] III), σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[εύκολος]] στις συναλλαγές, [[τίμιος]], [[ακέραιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> ([[σύμβολον]]), αυτός που παρέχει καλό οιωνό, [[ευοίωνος]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''εὐσύμβολος:''' староатт. [[εὐξύμβολος]] 2<br /><b class="num">1)</b> легко разгадываемый, ясный: εὐξύμβολον τόδ᾽ [[ἐστί]] Aesch. это легко разгадать;<br /><b class="num">2)</b> сговорчивый (ξένοισι Aesch.; [[εὔορκος]] καὶ εὐ. Xen.);<br /><b class="num">3)</b> предвещающий доброе (πρὸς, στρατείαν Plut.).
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> [[easy]] to [[divine]] or [[understand]] (cf. [[συμβάλλω]] III), Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[easy]] to [[deal]] with, [[honest]], [[upright]], Xen.<br /><b class="num">III.</b> ([[σύμβολον]]) affording a [[good]] [[omen]], [[auspicious]], Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{WoodhouseReversedUncategorized
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[easy]] to [[divine]] or [[understand]] (cf. [[συμβάλλω]] III), Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[easy]] to [[deal]] with, [[honest]], [[upright]], Xen.<br /><b class="num">III.</b> ([[σύμβολον]]) affording a [[good]] [[omen]], [[auspicious]], Plut.
|woodrun=[[intelligible]], [[easy to conjecture]], [[easy to divine]], [[easy to guess]], [[easy to understand]]
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσύμβολος Medium diacritics: εὐσύμβολος Low diacritics: ευσύμβολος Capitals: ΕΥΣΥΜΒΟΛΟΣ
Transliteration A: eusýmbolos Transliteration B: eusymbolos Transliteration C: efsymvolos Beta Code: eu)su/mbolos

English (LSJ)

old Att. εὐξύμβολος, ον,
A easy to divine or understand, εὐξ. τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι A.Ch.170, cf. D.C.40.17.
II easy to deal with, honest, upright, X.Mem.2.6.5; εὐξύμβολοι δίκαι = suits which afford easy arbitration, A.Supp.701 (lyr.). Adv. εὐξυμβόλως Poll.5.139.
2 readily contributing one's συμβολή, Antipho Soph.74.
III affording a good omen, auspicious, πρός τι Plu.Demetr.12, cf. Ael.NA3.9, Hld.9.25. Adv. εὐσυμβόλως Sch.Pi.I.6(5).67.

French (Bailly abrégé)

anc. att. εὐξύμβολος;
ος, ον :
I. facile à rassembler, d'où
1 facile à conjecturer, d'une signification claire;
2 d'un commerce facile, abordable ; droit, honnête, loyal;
II. de bon augure.
Étymologie: εὖ, συμβάλλω.

German (Pape)

1εὐσύμβλητος, εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι Aesch. Ch. 168; τέρατα προφανῆ καὶ εὐσ. DC. 40.17.
2 von guter Vorbedeutung, πρός τι, Plut. Demetr. 12; Ael. H.A. 3.9.
3 gut zum Verkehr, zum Umgange passend, ξένοισί τ' εὐξύμβολοι δίκαι Aesch. Suppl. 682; Xen. Mem. 2.6.5 von Freunden, umgänglich; vgl. Antiph. bei Harp. p. 90.
• Adv., Poll. 5.139.

Russian (Dvoretsky)

εὐσύμβολος: староатт. εὐξύμβολος 2
1 легко разгадываемый, ясный: εὐξύμβολον τόδ᾽ ἐστί Aesch. это легко разгадать;
2 сговорчивый (ξένοισι Aesch.; εὔορκος καὶ εὐ. Xen.);
3 предвещающий доброе (πρὸς, στρατείαν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύμβολος: ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβολος, ον, εὐκόλως μαντευόμενος ἢ κατανοούμενος (πρβλ. συμβάλλω ΙΙΙ. 2), εὐξ. τόδ’ ἐστὶ παντὶ δοξάσαι Αἰσχύλ. Χο. 170, πρβλ. Δίωνα Κ. 40. 17. ΙΙ. μεθ’ οὗ εὐκόλως τις συμβάλλεται, ἔρχεται εἰς δοσοληψίας, τίμιος, ἀκέραιος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 5· προάγων τὸ ἐμπόριον, εὐξ. δίκαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 701. 2) εὐκόλως συνεισφέρων τὴν συμβολὴν αὑτοῦ, «εὐσύμβολος: ἀντὶ τοῦ ῥᾳδίως καὶ εὖ συμβάλλων, τουτέστιν ἀγαθὸς συμβάλλειν, Ἀντιφῶν Πολιτικῷ» Ἁρποκρ. ΙΙΙ. εὐοίωνος, Πλουτ. Δημήτρ. 12, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9. - Ἐπίρρ. -λως, μνημονεύεται ἐκ τῶν εἰς Πίνδ. Σχολίων.

Greek Monolingual

εὐσύμβολος και εὐξύμβολος, -ον (Α)
1. αυτός που μαντεύεται ή εξηγείται εύκολα («εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι», Αισχύλ.)
2. εκείνος που προμηνύει κάτι καλό, ο ευοίωνος, ο αίσιος
3. έντιμος στις συναλλαγές
4. αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος να έλθει σε συμβιβασμό εύκολα ανάλογα με τις συνθήκες («εὐξύμβολοι δίκαι» — δίκες στις οποίες παρέχεται εύκολη διαιτησία, Αισχύλ.)
5. αυτός που συνεισφέρει τη συμβολή του εύκολα.
επίρρ...
εὐσυμβόλως (Α)
με τρόπο ευοίωνο, αίσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σύμ-βολον (< συμ-βάλλω)].

Greek Monotonic

εὐσύμβολος: αρχ. Αττ. εὐ-ξύμβ-, -ον,
I. αυτός που εύκολα μαντεύεται ή γίνεται αντιληπτός (πρβλ. συμβάλλω III), σε Αισχύλ.
II. εύκολος στις συναλλαγές, τίμιος, ακέραιος, σε Ξεν.
III. (σύμβολον), αυτός που παρέχει καλό οιωνό, ευοίωνος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

I. easy to divine or understand (cf. συμβάλλω III), Aesch.
II. easy to deal with, honest, upright, Xen.
III. (σύμβολον) affording a good omen, auspicious, Plut.

English (Woodhouse)

intelligible, easy to conjecture, easy to divine, easy to guess, easy to understand

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)