κατερείπω: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katereipo
|Transliteration C=katereipo
|Beta Code=katerei/pw
|Beta Code=katerei/pw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[throw]] or [[cast down]], Ἴλιον κατερεῖψαι <span class="bibl">Pi.<span class="title">Pae.</span> 8.33</span>; <b class="b3">κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ</b> Orac. ap. <span class="bibl">Hdt.7.140</span>; σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας <span class="bibl">Str.6.1.6</span>, cf. <span class="bibl">Max.Tyr.1.3</span>: metaph., <b class="b3">κ. τινά</b> [[ruin]], [[corrupt]] him, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>6</span>:—Pass., <b class="b2">fall in ruins</b>, of Troy, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>477</span> (lyr.); [τὸ τεῖχος] κατερήρειπτο <span class="bibl">Hdn.8.2.4</span> codd.; κατερηρειμμένα <span class="title">IG</span> 5(1).538.22 (Sparta); <b class="b3">κατηριμμένα</b> ib.12(5).1097.11 (Ceos, ii A.D.), 12(3).324.17(Thera, ii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> intr. in aor. 2, <b class="b2">fall down, fall prostrate</b>, [ὑπὸ ποταμοῦ] ἔργα κατήριπε κάλ' αἰζηῶν <span class="bibl">Il.5.92</span>; κ. ἐς μέλαν ὕδωρ <span class="bibl">Theoc.13.49</span>: pf., τεῖχος μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν <span class="bibl">Il.14.55</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[throw]] or [[cast down]], Ἴλιον κατερεῖψαι Pi.''Pae.'' 8.33; <b class="b3">κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ</b> Orac. ap. [[Herodotus|Hdt.]]7.140; σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Str.6.1.6, cf. Max.Tyr.1.3: metaph., <b class="b3">κ. τινά</b> [[ruin]], [[corrupt]] him, Plu.''Sol.''6:—Pass., [[fall in ruins]], of Troy, [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''477 (lyr.); [τὸ τεῖχος] κατερήρειπτο Hdn.8.2.4 codd.; κατερηρειμμένα ''IG'' 5(1).538.22 (Sparta); [[κατηριμμένα]] ib.12(5).1097.11 (Ceos, ii A.D.), 12(3).324.17(Thera, ii A.D.).<br><span class="bld">II</span> intr. in aor. 2, [[fall down]], [[fall prostrate]], [ὑπὸ ποταμοῦ] ἔργα κατήριπε κάλ' αἰζηῶν Il.5.92; κ. ἐς μέλαν ὕδωρ Theoc.13.49: pf., τεῖχος μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν Il.14.55.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] (s. [[ἐρείπω]]), niederwerfen, niederreißen; ἃ ([[πόλις]]) καπνῷ κατερείπεται τυφομένα Eur. Hec. 477; in tmesi, κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ Orak. bei Her. 7, 140; σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Strab. VI, 259; τὸ [[τεῖχος]] κατερήρειπτο Hdn. 8, 2, 11; übh. zu Grunde richten, einen Menschen, Plut. Sol. 6. – Der aor. II. κατήριπον hat intrans. Bdtg, niederfallen, hin-, zusammenstürzen, Il. 5, 92, Theocr. 13, 49, wie das IL. perf., [[τεῖχος]] κατερήριπεν Il. 14, 55.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] (s. [[ἐρείπω]]), niederwerfen, niederreißen; ἃ ([[πόλις]]) καπνῷ κατερείπεται τυφομένα Eur. Hec. 477; in tmesi, κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ Orak. bei Her. 7, 140; σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Strab. VI, 259; τὸ [[τεῖχος]] κατερήρειπτο Hdn. 8, 2, 11; übh. zu Grunde richten, einen Menschen, Plut. Sol. 6. – Der aor. II. κατήριπον hat intrans. Bdtg, niederfallen, hin-, zusammenstürzen, Il. 5, 92, Theocr. 13, 49, wie das IL. perf., [[τεῖχος]] κατερήριπεν Il. 14, 55.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κατερείπω''': μέλλ. -ψω, [[καταρρίπτω]], κατὰ γάρ νιν ἐρείπει πῦρ καὶ Ἄρης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140· σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Στραβ. 259· κ. τινί, [[διαφθείρω]], Πλουτ. Σόλων 6.- Παθ., [[καταπίπτω]] εἰς ἐρείπια, ἐπὶ τῆς Τροίας, [[Τροία]] κατερείπεται καπνῷ τυφομένα Εὐρ. Ἑκάβω. 477· τὸ [[τεῖχος]] κατερήριπτο Ἡρῳδιαν. 8. 2· κατερηρειμμένα Συλλ. Ἐπιγρ. 1330. 22· κατηρειμμένα [[αὐτόθι]] (προσθῆκαι) 2349d, 2454· κατηρείφθη [[τεῖχος]] Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 22, 7. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἀορ. β΄, [[καταπίπτω]], κρημνίζομαι, ὑπ’ ὄμβρου ἔργα κατήριπε κάλ’ αἰζηῶν Ἰλ. Ε. 92, πρβλ. Θεόκρ. 13. 49· [[οὕτως]] ἐν τῷ πρκμ. [[τεῖχος]] μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν Ἰλ. Ξ. 25.
|btext=<i>ao.</i> κατήρειψα, <i>pf. Pass.</i> κατερήρειμμαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> renverser de fond en comble, détruire ; <i>fig.</i> corrompre;<br /><b>2</b> <i>intr. (à l'ao.2</i> [[κατήριπον]] <i>et au pf.</i> [[κατερήριπα]]) tomber, s'abattre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐρείπω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ερείπω met acc. terneerwerpen, doen instorten, verwoesten; overdr.: ἃ καὶ σὲ κατερείπει wat zelfs jou terneerdrukt Plut. Sol. 6.6. med.-pass. intrans., met them. aor. κατήριπον en perf. κατερήριπα, instorten:; κατερείπεται (Troje) stort in Eur. Hec. 477 (lyr.); τεῖχος... κατερήριπεν de muur is ingestort Il. 14.55; in... vallen:. κατήριπε δ’ ἐς μέλαν ὕδωρ hij stortte in het donkere water Theocr. Id. 13.49.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>ao.</i> κατήρειψα, <i>pf. Pass.</i> κατερήρειμμαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> renverser de fond en comble, détruire ; <i>fig.</i> corrompre;<br /><b>2</b> <i>intr. (à l’ao.2</i> [[κατήριπον]] <i>et au pf.</i> [[κατερήριπα]]) tomber, s’abattre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐρείπω]].
|elrutext='''κατερείπω:''' Diod. [[κατερειπόω]] (aor. 1 κατήρειψα, aor. 2 [[κατήριπον|κατήρῐπον]], pf. [[κατερήριπα|κατερήρῐπα]]; pf. pass. κατερήρειμμαι)<br /><b class="num">1</b> [[разрушать]], [[сокрушать]] ([[κατά]] μιν ἐρείπει [[πῦρ]] τε καὶ ὀξὺς [[Ἄρης]] Her.; σεισμος κατερείπων Plut.; καπνῷ κατερείπεσθαι Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[губить]] (τινά Plut.);<br /><b class="num">3</b> (с aor. 2) рушиться, погибать ([[τεῖχος]] κατερήριπεν Hom.): κατήριπε ἐς [[ὕδωρ]] Theocr. он утонул.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[κατερείπω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[cast]] [[down]] ἔδοξ[ε γὰρ] [[τεκεῖν]] πυρφόρον [[ἐρι]][ ] Ἑκατόγχειρα, σκληρᾷ [ ] [[Ἴλιον]] πᾶσάν νιν ἐπὶ π[έδον] κατερεῖψαι (v. [[τίκτω]]) Πα. 8A. 23.
|sltr=[[κατερείπω]] [[cast]] [[down]] ἔδοξ[ε γὰρ] [[τεκεῖν]] πυρφόρον [[ἐρι]][ ] Ἑκατόγχειρα, σκληρᾷ [ ] [[Ἴλιον]] πᾶσάν νιν ἐπὶ π[έδον] κατερεῖψαι (v. [[τίκτω]]) Πα. 8A. 23.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 29: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατερείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταρρίπτω]] ή [[απορρίπτω]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ. — Παθ., συντρίβομαι, συνθλίβομαι, λέγεται για την [[Τροία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., στον αόρ. βʹ <i>κατήρῐπον</i>, [[καταπέφτω]], κατακρημνίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.· ομοίως στον παρατ., [[τεῖχος]] κατερήριπεν, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κατερείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταρρίπτω]] ή [[απορρίπτω]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ. — Παθ., συντρίβομαι, συνθλίβομαι, λέγεται για την [[Τροία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., στον αόρ. βʹ <i>κατήρῐπον</i>, [[καταπέφτω]], κατακρημνίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.· ομοίως στον παρατ., [[τεῖχος]] κατερήριπεν, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατερείπω:''' Diod. [[κατερειπόω]] (aor. 1 κατήρειψα, aor. 2 [[κατήριπον|κατήρῐπον]], pf. [[κατερήριπα|κατερήρῐπα]]; pf. pass. κατερήρειμμαι)<br /><b class="num">1)</b> разрушать, сокрушать ([[κατά]] μιν ἐρείπει [[πῦρ]] τε καὶ ὀξὺς [[Ἄρης]] Her.; σεισμος κατερείπων Plut.; καπνῷ κατερείπεσθαι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> губить (τινά Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (с aor. 2) рушиться, погибать ([[τεῖχος]] κατερήριπεν Hom.): κατήριπε ἐς [[ὕδωρ]] Theocr. он утонул.
|lstext='''κατερείπω''': μέλλ. -ψω, [[καταρρίπτω]], κατὰ γάρ νιν ἐρείπει πῦρ καὶ Ἄρης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140· σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Στραβ. 259· κ. τινί, [[διαφθείρω]], Πλουτ. Σόλων 6.- Παθ., [[καταπίπτω]] εἰς ἐρείπια, ἐπὶ τῆς Τροίας, [[Τροία]] κατερείπεται καπνῷ τυφομένα Εὐρ. Ἑκάβω. 477· τὸ [[τεῖχος]] κατερήριπτο Ἡρῳδιαν. 8. 2· κατερηρειμμένα Συλλ. Ἐπιγρ. 1330. 22· κατηρειμμένα [[αὐτόθι]] (προσθῆκαι) 2349d, 2454· κατηρείφθη [[τεῖχος]] Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 22, 7. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἀορ. β΄, [[καταπίπτω]], κρημνίζομαι, ὑπ’ ὄμβρου ἔργα κατήριπε κάλ’ αἰζηῶν Ἰλ. Ε. 92, πρβλ. Θεόκρ. 13. 49· [[οὕτως]] ἐν τῷ πρκμ. [[τεῖχος]] μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν Ἰλ. Ξ. 25.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ερείπω met acc. terneerwerpen, doen instorten, verwoesten; overdr.: ἃ καὶ σὲ κατερείπει wat zelfs jou terneerdrukt Plut. Sol. 6.6. med.-pass. intrans., met them. aor. κατήριπον en perf. κατερήριπα, instorten:; κατερείπεται (Troje) stort in Eur. Hec. 477 ( lyr. ); τεῖχος... κατερήριπεν de muur is ingestort Il. 14.55; in... vallen:. κατήριπε δ ’ ἐς μέλαν ὕδωρ hij stortte in het donkere water Theocr. Id. 13.49.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">I.</b> to [[throw]] or [[cast]] [[down]], Orac. ap. Hdt.:—Pass. to [[fall]] in ruins, of [[Troy]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> intr. in aor2 κατ-ήρῐπον, to [[fall]] [[down]], [[fall]] [[prostrate]], Il., Theocr.; so in perf., [[τεῖχος]] κατ-ερήριπεν Il.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">I.</b> to [[throw]] or [[cast]] [[down]], Orac. ap. Hdt.:—Pass. to [[fall]] in ruins, of [[Troy]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> intr. in aor2 κατ-ήρῐπον, to [[fall]] [[down]], [[fall]] [[prostrate]], Il., Theocr.; so in perf., [[τεῖχος]] κατ-ερήριπεν Il.
}}
}}

Latest revision as of 07:44, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερείπω Medium diacritics: κατερείπω Low diacritics: κατερείπω Capitals: ΚΑΤΕΡΕΙΠΩ
Transliteration A: katereípō Transliteration B: katereipō Transliteration C: katereipo Beta Code: katerei/pw

English (LSJ)

A throw or cast down, Ἴλιον κατερεῖψαι Pi.Pae. 8.33; κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ Orac. ap. Hdt.7.140; σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Str.6.1.6, cf. Max.Tyr.1.3: metaph., κ. τινά ruin, corrupt him, Plu.Sol.6:—Pass., fall in ruins, of Troy, E.Hec.477 (lyr.); [τὸ τεῖχος] κατερήρειπτο Hdn.8.2.4 codd.; κατερηρειμμένα IG 5(1).538.22 (Sparta); κατηριμμένα ib.12(5).1097.11 (Ceos, ii A.D.), 12(3).324.17(Thera, ii A.D.).
II intr. in aor. 2, fall down, fall prostrate, [ὑπὸ ποταμοῦ] ἔργα κατήριπε κάλ' αἰζηῶν Il.5.92; κ. ἐς μέλαν ὕδωρ Theoc.13.49: pf., τεῖχος μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν Il.14.55.

German (Pape)

[Seite 1397] (s. ἐρείπω), niederwerfen, niederreißen; ἃ (πόλις) καπνῷ κατερείπεται τυφομένα Eur. Hec. 477; in tmesi, κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ Orak. bei Her. 7, 140; σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Strab. VI, 259; τὸ τεῖχος κατερήρειπτο Hdn. 8, 2, 11; übh. zu Grunde richten, einen Menschen, Plut. Sol. 6. – Der aor. II. κατήριπον hat intrans. Bdtg, niederfallen, hin-, zusammenstürzen, Il. 5, 92, Theocr. 13, 49, wie das IL. perf., τεῖχος κατερήριπεν Il. 14, 55.

French (Bailly abrégé)

ao. κατήρειψα, pf. Pass. κατερήρειμμαι;
1 tr. renverser de fond en comble, détruire ; fig. corrompre;
2 intr. (à l'ao.2 κατήριπον et au pf. κατερήριπα) tomber, s'abattre.
Étymologie: κατά, ἐρείπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ερείπω met acc. terneerwerpen, doen instorten, verwoesten; overdr.: ἃ καὶ σὲ κατερείπει wat zelfs jou terneerdrukt Plut. Sol. 6.6. med.-pass. intrans., met them. aor. κατήριπον en perf. κατερήριπα, instorten:; κατερείπεται (Troje) stort in Eur. Hec. 477 (lyr.); τεῖχος... κατερήριπεν de muur is ingestort Il. 14.55; in... vallen:. κατήριπε δ’ ἐς μέλαν ὕδωρ hij stortte in het donkere water Theocr. Id. 13.49.

Russian (Dvoretsky)

κατερείπω: Diod. κατερειπόω (aor. 1 κατήρειψα, aor. 2 κατήρῐπον, pf. κατερήρῐπα; pf. pass. κατερήρειμμαι)
1 разрушать, сокрушать (κατά μιν ἐρείπει πῦρ τε καὶ ὀξὺς Ἄρης Her.; σεισμος κατερείπων Plut.; καπνῷ κατερείπεσθαι Eur.);
2 губить (τινά Plut.);
3 (с aor. 2) рушиться, погибать (τεῖχος κατερήριπεν Hom.): κατήριπε ἐς ὕδωρ Theocr. он утонул.

English (Autenrieth)

aor. κατήριπεν, perf. κατερήριπεν: aor. and perf., intr., fall down, be prostrated, fig., ‘fall away,’ ‘come to nought,’ Il. 5.92. (Il.)

English (Slater)

κατερείπω cast down ἔδοξ[ε γὰρ] τεκεῖν πυρφόρον ἐρι[ ] Ἑκατόγχειρα, σκληρᾷ [ ] Ἴλιον πᾶσάν νιν ἐπὶ π[έδον] κατερεῖψαι (v. τίκτω) Πα. 8A. 23.

Greek Monolingual

κατερείπω (AM)
μετατρέπω κάτι σε ερείπιο, γκρεμίζω, κατερειπώνω (α. «σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τὰς κατοικίας», Στράβ.
β. «Τροία κατερείπεται καπνῷ τρυφομένα δορίκτητος Ἀργεΐων», Ευ ρ.)
αρχ.
1. μτφ. διαφθείρω («γάμου καὶ παιδοποιΐας..., ἃ καὶ σὲ κατερείπει τὸν ἐρρωμενέστατον», Πλούτ.)
2. (αμτβ. στον αόρ. β' και στον παρακμ.) κατήριπον, κατερήριπα
έπεσα, γκρεμίστηκα («κατήριπεν εἰς μέλαν ὕδωρ», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρείπω «ερειπώνω»].

Greek Monotonic

κατερείπω: μέλ. -ψω,
I. καταρρίπτω ή απορρίπτω, σε Χρησμ. παρά Ηροδ. — Παθ., συντρίβομαι, συνθλίβομαι, λέγεται για την Τροία, σε Ευρ.
II. αμτβ., στον αόρ. βʹ κατήρῐπον, καταπέφτω, κατακρημνίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.· ομοίως στον παρατ., τεῖχος κατερήριπεν, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κατερείπω: μέλλ. -ψω, καταρρίπτω, κατὰ γάρ νιν ἐρείπει πῦρ καὶ Ἄρης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140· σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Στραβ. 259· κ. τινί, διαφθείρω, Πλουτ. Σόλων 6.- Παθ., καταπίπτω εἰς ἐρείπια, ἐπὶ τῆς Τροίας, Τροία κατερείπεται καπνῷ τυφομένα Εὐρ. Ἑκάβω. 477· τὸ τεῖχος κατερήριπτο Ἡρῳδιαν. 8. 2· κατερηρειμμένα Συλλ. Ἐπιγρ. 1330. 22· κατηρειμμένα αὐτόθι (προσθῆκαι) 2349d, 2454· κατηρείφθη τεῖχος Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 22, 7. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἀορ. β΄, καταπίπτω, κρημνίζομαι, ὑπ’ ὄμβρου ἔργα κατήριπε κάλ’ αἰζηῶν Ἰλ. Ε. 92, πρβλ. Θεόκρ. 13. 49· οὕτως ἐν τῷ πρκμ. τεῖχος μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν Ἰλ. Ξ. 25.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to throw or cast down, Orac. ap. Hdt.:—Pass. to fall in ruins, of Troy, Eur.
II. intr. in aor2 κατ-ήρῐπον, to fall down, fall prostrate, Il., Theocr.; so in perf., τεῖχος κατ-ερήριπεν Il.