μιτοεργός: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "λιθο" to "λιθο") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mitoergos | |Transliteration C=mitoergos | ||
|Beta Code=mitoergo/s | |Beta Code=mitoergo/s | ||
|Definition= | |Definition=μιτοεργόν, [[working the thread]], AP6.289 (Leon.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui travaille le fil]].<br />'''Étymologie:''' [[μίτος]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῐτοεργός''': -όν, ὁ ἐργαζόμενος τὸν μίτον, τὴν κλωστήν, ἐπὶ τῆς ἀτράκτου, Ἀνθ. Π. 6. 289. | |lstext='''μῐτοεργός''': -όν, ὁ ἐργαζόμενος τὸν μίτον, τὴν κλωστήν, ἐπὶ τῆς ἀτράκτου, Ἀνθ. Π. 6. 289. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μιτοεργός]], -όν (Α)<br />(για το [[αδράχτι]]) αυτός που χειρίζεται τον μίτο, την [[κλωστή]] του στημονιού («τὸν μιτοεργὸν άειδίνητον ἄτρακτον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), | |mltxt=[[μιτοεργός]], -όν (Α)<br />(για το [[αδράχτι]]) αυτός που χειρίζεται τον μίτο, την [[κλωστή]] του στημονιού («τὸν μιτοεργὸν άειδίνητον ἄτρακτον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. λιθο-<i>εργός</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 10:22, 26 October 2023
English (LSJ)
μιτοεργόν, working the thread, AP6.289 (Leon.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui travaille le fil.
Étymologie: μίτος, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
μῐτοεργός: -όν, ὁ ἐργαζόμενος τὸν μίτον, τὴν κλωστήν, ἐπὶ τῆς ἀτράκτου, Ἀνθ. Π. 6. 289.
Greek Monolingual
μιτοεργός, -όν (Α)
(για το αδράχτι) αυτός που χειρίζεται τον μίτο, την κλωστή του στημονιού («τὸν μιτοεργὸν άειδίνητον ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίτος + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός].
Greek Monotonic
μῐτοεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που επεξεργάζεται την κλωστή, σε Ανθ.