κομήτης: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Undo revision 3145175 by Spiros (talk))
Tag: Undo
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=komitis
|Transliteration C=komitis
|Beta Code=komh/ths
|Beta Code=komh/ths
|Definition=ου, ὁ, (κομάω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wearing long hair]], of the Persians, Orac. ap.<span class="bibl">Hdt.6.19</span>; of dissolute men, <span class="bibl">Pherecr.14</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>348</span>, <span class="bibl">1101</span>, etc.; <b class="b3">ὁ ἐν Σάμῳ κ</b>., prov. variously expld., <span class="bibl">Duris 62</span> J., etc.; also, simply, [[with hair on the head]], opp. [[φαλακρός]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>454c</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Grg.</span>524c</span>; κ. τὰ σκέλη <span class="bibl">Luc.<span class="title">Bacch.</span>2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">κ. ἰός</b> a [[feathered]] arrow, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span> 567</span>; <b class="b3">κ. λειμών</b> a [[grassy]] meadow, <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>210</span> (anap.); θύρσος κισσῷ κομήτης <span class="bibl">Id.<span class="title">Ba.</span>1055</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[κομήτης]], with or without <b class="b3">ἀστήρ, ὁ</b>, [[comet]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>343b5</span>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.52U.</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> = [[τιθύμαλλος χαρακίας]], Dsc.4.164.1.</span>
|Definition=κομήτου, ὁ, ([[κομάω]])<br><span class="bld">A</span> [[wearing long hair]], of the Persians, Orac. ap.[[Herodotus|Hdt.]]6.19; of dissolute men, Pherecr.14, Ar.Nu.348, 1101, etc.; ὁ ἐν Σάμῳ κομήτης, [[proverb|prov.]] variously expld., Duris 62 J., etc.; also, simply, [[with hair on the head]], opp. [[φαλακρός]], Pl.R.454c, cf. Grg.524c; κομήτης τὰ σκέλη Luc.Bacch.2.<br><span class="bld">2</span> metaph., κομήτης [[ἰός]] a [[feathered]] [[arrow]], S.Tr. 567; κομήτης [[λειμών]] a [[grassy]] [[meadow]], E.Hipp.210 (anap.); [[θύρσος]] κισσῷ κομήτης Id.Ba.1055.<br><span class="bld">II</span> [[κομήτης]], with or without [[ἀστήρ]], [[]], [[comet]], Arist.Mete.343b5, Epicur.Ep.2p.52U., etc.<br><span class="bld">III</span> = [[τιθύμαλλος]] [[χαρακίας]], Dsc.4.164.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1477.png Seite 1477]] ὁ, der Behaarte, langes Haar Tragende; Ar. Nubb. 348 Lys. 661; [[κομήτης]] τούτου καὶ ὁ [[νεκρός]] Plat. Gorg. 524 c. – Übertr., ἰὸς [[κομήτης]], der befiederte Pfeil, Soph. Trach. 564; [[λειμών]], die grasige Wiese (vgl. [[κόμη]]), Eur. Hipp. 210; θυρσὸς κισσῷ [[κομήτης]] Bacch. 1053. – Bes. sc. [[ἀστήρ]], der Bartstern, [[Komet]], Arist. Meteorl. 1, 6, Plut. Caes. 69 u. a. Sp. – S. auch nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1477.png Seite 1477]] ὁ, der Behaarte, langes Haar Tragende; Ar. Nubb. 348 Lys. 661; [[κομήτης]] τούτου καὶ ὁ [[νεκρός]] Plat. Gorg. 524 c. – Übertr., ἰὸς [[κομήτης]], der befiederte Pfeil, Soph. Trach. 564; [[λειμών]], die grasige Wiese (vgl. [[κόμη]]), Eur. Hipp. 210; θυρσὸς κισσῷ [[κομήτης]] Bacch. 1053. – Bes. ''[[sc.]]'' [[ἀστήρ]], der Bartstern, [[Komet]], Arist. Meteorl. 1, 6, Plut. Caes. 69 u. a. Sp. – S. auch nom. pr.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><b>1</b> [[qui porte de longs cheveux]];<br /><b>2</b> [[couvert de poils]];<br /><b>3</b> [[garni de plumes]];<br /><b>4</b> [[couvert de feuilles]] <i>ou</i> de plantes.<br />'''Étymologie:''' [[κομάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κομήτης -ου [κομή] langharig, als ongunstig kenmerk:; ἢν μὲν ἴδωσι κομήτην ἄγριόν τινα als ze zo’n langharige wilde jongen zien Aristoph. Nub. 348; overdr. van pijlen gevederd:; κομήτης ἰός gevederde pijl Soph. Tr. 567; van weide hoogbegroeid:. ἔν τε κομήτῃ λειμῶνι in een grazige wei Eur. Hipp. 210. subst. komeet:. μέγας κομήτης ἐφάνη... ἐπὶ νύκτας ἑπτά een grote komeet was gedurende zeven nachten zichtbaar Plut. Caes. 69.4.
}}
{{elru
|elrutext='''κομήτης:''' ου adj.<br /><b class="num">1</b> [[с волосами на голове]] (φαλακροὶ καὶ κομήται Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[волосатый]], [[косматый]] (τὰ σκέλη Luc.);<br /><b class="num">3</b> [[носящий длинные волосы]], [[кудрявый]] Arph.;<br /><b class="num">4</b> [[оперенный]] ([[ἰός]] Soph.);<br /><b class="num">5</b> [[покрытый растительностью]], [[цветущий]] ([[λειμών]] Eur.);<br /><b class="num">6</b> [[обвитый]] ([[θύρσος]] κισσῷ κ. Eur.).<br />ου ὁ (''[[sc.]]'' [[ἀστήρ]]) [[комета]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κομήτης''': -ου, ὁ, ([[κομάω]]) ὁ τρέφων μακρὰν κόμην, κομῶν, ἐπὶ τῶν Περσῶν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 19· ἐπὶ ἀκολάστων ἠθῶν ἀνθρώπων Ἀριστοφ. Νεφ. 348, 1101, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[κομάω]])· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], ὁ ἔχων τρίχας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[φαλακρός]], Πλάτ. Πολ. 454C, πρβλ. Γοργ. 542C· [[ὡσαύτως]], κ. τὰ σκέλη Λουκ. Διόνυσ. 2. 2) μεταφ., ἰὸς κ., [[βέλος]] [[μετὰ]] πτερῶν, Σοφ. Τρ. 567· λειμὼν κ., [[λιβάδιον]] ποῶδες, μὲ πρασινάδα, Εὐρ. Ἱππ. 211· [[θύρσος]] κισσῷ [[κομήτης]] ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1055. ΙΙ. [[κομήτης]], [[μετὰ]] τοῦ ἀστὴρ ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]], «[[κομήτης]]» ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6 κἑξ., κτλ.· πρβλ. [[κόμη]] ΙΙΙ.
|lstext='''κομήτης''': -ου, ὁ, ([[κομάω]]) ὁ τρέφων μακρὰν κόμην, κομῶν, ἐπὶ τῶν Περσῶν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 19· ἐπὶ ἀκολάστων ἠθῶν ἀνθρώπων Ἀριστοφ. Νεφ. 348, 1101, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[κομάω]])· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], ὁ ἔχων τρίχας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[φαλακρός]], Πλάτ. Πολ. 454C, πρβλ. Γοργ. 542C· [[ὡσαύτως]], κ. τὰ σκέλη Λουκ. Διόνυσ. 2. 2) μεταφ., ἰὸς κ., [[βέλος]] μετὰ πτερῶν, Σοφ. Τρ. 567· λειμὼν κ., [[λιβάδιον]] ποῶδες, μὲ πρασινάδα, Εὐρ. Ἱππ. 211· [[θύρσος]] κισσῷ [[κομήτης]] ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1055. ΙΙ. [[κομήτης]], μετὰ τοῦ ἀστὴρ ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]], «[[κομήτης]]» ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6 κἑξ., κτλ.· πρβλ. [[κόμη]] ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><b>1</b> qui porte de longs cheveux;<br /><b>2</b> couvert de poils;<br /><b>3</b> garni de plumes;<br /><b>4</b> couvert de feuilles <i>ou</i> de plantes.<br />'''Étymologie:''' [[κομάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κομήτης]])<br />νεφελώδες [[ουράνιο]] [[σώμα]] με μικρή [[μάζα]] που κινείται [[γύρω]] από τον ήλιο διαγράφοντας πολύ ελλειπτική [[τροχιά]]<br /><b>νεοελ.</b> <b>φρ.</b> «έρχεται σαν [[κομήτης]]» ή «τον βλέπουμε σαν κόμήτη» — εμφανίζεται πολύ σπάνια και φεύγει [[γρήγορα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τρίχες]] στο [[κεφάλι]] του, σε [[αντιδιαστολή]] με τον φαλακρό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τους Πέρσες) αυτός που έχει [[μακριά]] μαλλιά<br /><b>2.</b> [[ακόλαστος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κομήτης]] ἰός» — [[βέλος]] με φτερά (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[λειμών]] [[κομήτης]]» — [[λιβάδι]] με [[πρασινάδα]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήτης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λιμν</i>-<i>ήτης</i>, <i>πρυμν</i>-<i>ήτης</i>). Η ονομ. προήλθε [[προφανώς]] από την [[ομοιότητα]] της ουράς του κομήτη με μαλλιά. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>cometa</i>, <i>cometes</i> και στη [[συνέχεια]] η [[διεθνής]] [[ορολογία]] της αστρονομίας (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>comet</i>)].
|mltxt=ο (Α [[κομήτης]])<br />νεφελώδες [[ουράνιο]] [[σώμα]] με μικρή [[μάζα]] που κινείται [[γύρω]] από τον ήλιο διαγράφοντας πολύ ελλειπτική [[τροχιά]]<br /><b>νεοελ.</b> <b>φρ.</b> «έρχεται σαν [[κομήτης]]» ή «τον βλέπουμε σαν κόμήτη» — εμφανίζεται πολύ σπάνια και φεύγει [[γρήγορα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τρίχες]] στο [[κεφάλι]] του, σε [[αντιδιαστολή]] με τον φαλακρό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τους Πέρσες) αυτός που έχει [[μακριά]] μαλλιά<br /><b>2.</b> [[ακόλαστος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κομήτης]] ἰός» — [[βέλος]] με φτερά (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[λειμών]] [[κομήτης]]» — [[λιβάδι]] με [[πρασινάδα]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήτης</i> ([[πρβλ]]. [[λιμνήτης]], [[πρυμνήτης]]). Η ονομ. προήλθε [[προφανώς]] από την [[ομοιότητα]] της ουράς του κομήτη με μαλλιά. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>cometa</i>, <i>cometes</i> και στη [[συνέχεια]] η [[διεθνής]] [[ορολογία]] της αστρονομίας ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>comet</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κομήτης:''' -ου, ὁ ([[κομάω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[μακριά]] μαλλιά, [[μακρυμάλλης]], [[παρά]] Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἰὸς κ</i>., [[βέλος]] με φτερά, σε Σοφ.· <i>λειμὼν κ</i>., πράσινο [[λιβάδι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[κομήτης]], σε Αριστ.
|lsmtext='''κομήτης:''' -ου, ὁ ([[κομάω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[μακριά]] μαλλιά, [[μακρυμάλλης]], [[παρά]] Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἰὸς κ</i>., [[βέλος]] με φτερά, σε Σοφ.· <i>λειμὼν κ</i>., πράσινο [[λιβάδι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[κομήτης]], σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=κομήτης -ου [κομή] langharig, als ongunstig kenmerk:; ἢν μὲν ἴδωσι κομήτην ἄγριόν τινα als ze zo’n langharige wilde jongen zien Aristoph. Nub. 348; overdr. van pijlen gevederd:; κομήτης ἰός gevederde pijl Soph. Tr. 567; van weide hoogbegroeid:. ἔν τε κομήτῃ λειμῶνι in een grazige wei Eur. Hipp. 210. subst. komeet:. μέγας κομήτης ἐφάνη... ἐπὶ νύκτας ἑπτά een grote komeet was gedurende zeven nachten zichtbaar Plut. Caes. 69.4.
}}
{{elru
|elrutext='''κομήτης:''' ου adj.<br /><b class="num">1)</b> с волосами на голове (φαλακροὶ καὶ κομήται Plat.);<br /><b class="num">2)</b> волосатый, косматый (τὰ σκέλη Luc.);<br /><b class="num">3)</b> носящий длинные волосы, кудрявый Arph.;<br /><b class="num">4)</b> оперенный ([[ἰός]] Soph.);<br /><b class="num">5)</b> покрытый растительностью, цветущий ([[λειμών]] Eur.);<br /><b class="num">6)</b> обвитый ([[θύρσος]] κισσῷ κ. Eur.).<br />ου ὁ (sc. [[ἀστήρ]]) комета Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κομήτης]], ου, [[κομάω]]<br /><b class="num">I.</b> wearing [[long]] [[hair]], [[long]]-haired, ap. Hdt., Ar.<br /><b class="num">2.</b> metaph., ἰὸς κ. a [[feathered]] [[arrow]], Soph.; λειμὼν κ. a [[grassy]] [[meadow]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> as Subst. a [[comet]], Arist.
|mdlsjtxt=[[κομήτης]], ου, [[κομάω]]<br /><b class="num">I.</b> wearing [[long]] [[hair]], [[long]]-haired, ap. Hdt., Ar.<br /><b class="num">2.</b> metaph., ἰὸς κ. a [[feathered]] [[arrow]], Soph.; λειμὼν κ. a [[grassy]] [[meadow]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] a [[comet]], Arist.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[with long hair]]
|woodrun=[[with long hair]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=πού [[ἔχει]] μακριά μαλλιά). Ἀπό τό [[κομάω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 08:36, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομήτης Medium diacritics: κομήτης Low diacritics: κομήτης Capitals: ΚΟΜΗΤΗΣ
Transliteration A: komḗtēs Transliteration B: komētēs Transliteration C: komitis Beta Code: komh/ths

English (LSJ)

κομήτου, ὁ, (κομάω)
A wearing long hair, of the Persians, Orac. ap.Hdt.6.19; of dissolute men, Pherecr.14, Ar.Nu.348, 1101, etc.; ὁ ἐν Σάμῳ κομήτης, prov. variously expld., Duris 62 J., etc.; also, simply, with hair on the head, opp. φαλακρός, Pl.R.454c, cf. Grg.524c; κομήτης τὰ σκέλη Luc.Bacch.2.
2 metaph., κομήτης ἰός a feathered arrow, S.Tr. 567; κομήτης λειμών a grassy meadow, E.Hipp.210 (anap.); θύρσος κισσῷ κομήτης Id.Ba.1055.
II κομήτης, with or without ἀστήρ, , comet, Arist.Mete.343b5, Epicur.Ep.2p.52U., etc.
III = τιθύμαλλος χαρακίας, Dsc.4.164.1.

German (Pape)

[Seite 1477] ὁ, der Behaarte, langes Haar Tragende; Ar. Nubb. 348 Lys. 661; κομήτης τούτου καὶ ὁ νεκρός Plat. Gorg. 524 c. – Übertr., ἰὸς κομήτης, der befiederte Pfeil, Soph. Trach. 564; λειμών, die grasige Wiese (vgl. κόμη), Eur. Hipp. 210; θυρσὸς κισσῷ κομήτης Bacch. 1053. – Bes. sc. ἀστήρ, der Bartstern, Komet, Arist. Meteorl. 1, 6, Plut. Caes. 69 u. a. Sp. – S. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ου;
1 qui porte de longs cheveux;
2 couvert de poils;
3 garni de plumes;
4 couvert de feuilles ou de plantes.
Étymologie: κομάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομήτης -ου [κομή] langharig, als ongunstig kenmerk:; ἢν μὲν ἴδωσι κομήτην ἄγριόν τινα als ze zo’n langharige wilde jongen zien Aristoph. Nub. 348; overdr. van pijlen gevederd:; κομήτης ἰός gevederde pijl Soph. Tr. 567; van weide hoogbegroeid:. ἔν τε κομήτῃ λειμῶνι in een grazige wei Eur. Hipp. 210. subst. komeet:. μέγας κομήτης ἐφάνη... ἐπὶ νύκτας ἑπτά een grote komeet was gedurende zeven nachten zichtbaar Plut. Caes. 69.4.

Russian (Dvoretsky)

κομήτης: ου adj.
1 с волосами на голове (φαλακροὶ καὶ κομήται Plat.);
2 волосатый, косматый (τὰ σκέλη Luc.);
3 носящий длинные волосы, кудрявый Arph.;
4 оперенный (ἰός Soph.);
5 покрытый растительностью, цветущий (λειμών Eur.);
6 обвитый (θύρσος κισσῷ κ. Eur.).
ου ὁ (sc. ἀστήρ) комета Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κομήτης: -ου, ὁ, (κομάω) ὁ τρέφων μακρὰν κόμην, κομῶν, ἐπὶ τῶν Περσῶν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 19· ἐπὶ ἀκολάστων ἠθῶν ἀνθρώπων Ἀριστοφ. Νεφ. 348, 1101, κτλ. (ἴδε ἐν λ. κομάω)· ἀλλ’ ὡσαύτως ἁπλῶς, ὁ ἔχων τρίχας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φαλακρός, Πλάτ. Πολ. 454C, πρβλ. Γοργ. 542C· ὡσαύτως, κ. τὰ σκέλη Λουκ. Διόνυσ. 2. 2) μεταφ., ἰὸς κ., βέλος μετὰ πτερῶν, Σοφ. Τρ. 567· λειμὼν κ., λιβάδιον ποῶδες, μὲ πρασινάδα, Εὐρ. Ἱππ. 211· θύρσος κισσῷ κομήτης ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1055. ΙΙ. κομήτης, μετὰ τοῦ ἀστὴρ ἢ ἄνευ αὐτοῦ, «κομήτης» ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6 κἑξ., κτλ.· πρβλ. κόμη ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ο (Α κομήτης)
νεφελώδες ουράνιο σώμα με μικρή μάζα που κινείται γύρω από τον ήλιο διαγράφοντας πολύ ελλειπτική τροχιά
νεοελ. φρ. «έρχεται σαν κομήτης» ή «τον βλέπουμε σαν κόμήτη» — εμφανίζεται πολύ σπάνια και φεύγει γρήγορα
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει τρίχες στο κεφάλι του, σε αντιδιαστολή με τον φαλακρό
αρχ.
1. (για τους Πέρσες) αυτός που έχει μακριά μαλλιά
2. ακόλαστος άνθρωπος
3. φρ. α) «κομήτης ἰός» — βέλος με φτερά (Σοφ.)
β) «λειμών κομήτης» — λιβάδι με πρασινάδα (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη + επίθημα -ήτης (πρβλ. λιμνήτης, πρυμνήτης). Η ονομ. προήλθε προφανώς από την ομοιότητα της ουράς του κομήτη με μαλλιά. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή cometa, cometes και στη συνέχεια η διεθνής ορολογία της αστρονομίας (πρβλ. αγγλ. comet)].

Greek Monotonic

κομήτης: -ου, ὁ (κομάω
I. 1. αυτός που έχει μακριά μαλλιά, μακρυμάλλης, παρά Ηρόδ., Αριστοφ.
2. μεταφ., ἰὸς κ., βέλος με φτερά, σε Σοφ.· λειμὼν κ., πράσινο λιβάδι, σε Ευρ.
II. ως ουσ., κομήτης, σε Αριστ.

Middle Liddell

κομήτης, ου, κομάω
I. wearing long hair, long-haired, ap. Hdt., Ar.
2. metaph., ἰὸς κ. a feathered arrow, Soph.; λειμὼν κ. a grassy meadow, Eur.
II. as substantive a comet, Arist.

English (Woodhouse)

with long hair

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=πού ἔχει μακριά μαλλιά). Ἀπό τό κομάω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.