ῥαΐζω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=raizo
|Transliteration C=raizo
|Beta Code=r(ai/+zw
|Beta Code=r(ai/+zw
|Definition=Ion. [[ῥηΐζω]], ([[ῥᾶ]], [[ῥᾴων]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[grow easier]], [[grow more endurable]], of [[ailment]]s, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>2.3.18</span>, <span class="bibl">4.56</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of persons, [[find relief from pain]], [[recover from illness]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Fract.</span>5</span>,<span class="bibl">19</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>462d</span>, <span class="bibl">D.1.13</span>; [[take one's rest]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.5.68</span> (as v.l.): sometimes c. gen., <b class="b3">ῥ. πόνων</b> [[rest]] from [[toil]], <span class="bibl">Memn.4</span>; ῥ. ἐκ νόσου <span class="bibl">Ach.Tat.4.16</span>; cf. [[ῥᾴδιος]] <span class="bibl">11.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> trans., [[make easier]], [[alleviate]] an [[illness]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>5.25</span>. [<b class="b3">ῥαΐσαι τρισυλλάβως Ἀττικοὶ τὸ ἐκ νόσου ἀναλαβεῖν</b>, Hsch.; 3sg. aor. subj. [[ῥαείσηι]] (sic) <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>263.3</span> (iii B.C.), ῥαΐσηι <span class="bibl"><span class="title">PHamb.</span>27.8</span> (iii B.C.).]</span>
|Definition=Ion. [[ῥηΐζω]], ([[ῥᾶ]], [[ῥᾴων]])<br><span class="bld">A</span> [[grow easier]], [[grow more endurable]], of [[ailment]]s, Hp.''Epid.''2.3.18, 4.56, etc.<br><span class="bld">2</span> of persons, [[find relief from pain]], [[recover from illness]], Id.''Fract.''5,19, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 462d, D.1.13; [[take one's rest]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.5.68 (as v.l.): sometimes c. gen., <b class="b3">ῥ. πόνων</b> [[rest]] from [[toil]], Memn.4; ῥ. ἐκ νόσου Ach.Tat.4.16; cf. [[ῥᾴδιος]] II.2.<br><span class="bld">II</span> trans., [[make easier]], [[alleviate]] an [[illness]], Hp.''Aph.''5.25. [ῥαΐσαι τρισυλλάβως Ἀττικοὶ τὸ ἐκ νόσου ἀναλαβεῖν, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; 3sg. aor. subj. [[ῥαείσηι]] (sic) ''PCair.Zen.''263.3 (iii B.C.), ῥαΐσηι ''PHamb.''27.8 (iii B.C.).]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0832.png Seite 832]] leichter werden, gew. Erleichterung bekommen, sich von einer schweren Krankheit erholen, [[ῥᾴων]] ἔχω ἐκ τῆς νόσου, Harpocr. aus Dem. 1, 13, von den Atticisten empfohlen; vgl. Plat. Rep. V, 462 d Ax. 364 e; Ath. XII, 536 e u. A., wie Luc. M. D. 5, 1; auch = von Sorgen und Geschäften ausruhen, Xen. Cyr. 7, 5, 68, wo jetzt ἐπὶ χώρας εἴη für ἔσω ῥαΐσειε steht; auch c. gen., πόνων, Memnon. 4; – das ion. [[ῥηΐζω]] hat Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0832.png Seite 832]] leichter werden, gew. Erleichterung bekommen, sich von einer schweren Krankheit erholen, [[ῥᾴων]] ἔχω ἐκ τῆς νόσου, Harpocr. aus Dem. 1, 13, von den Atticisten empfohlen; vgl. Plat. Rep. V, 462 d Ax. 364 e; Ath. XII, 536 e u. A., wie Luc. M. D. 5, 1; auch = von Sorgen und Geschäften ausruhen, Xen. Cyr. 7, 5, 68, wo jetzt ἐπὶ χώρας εἴη für ἔσω ῥαΐσειε steht; auch c. gen., πόνων, Memnon. 4; – das ion. [[ῥηΐζω]] hat Hippocr.
}}
{{bailly
|btext=aller mieux, recouvrer ses forces ; <i>p. ext.</i> se reposer.<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾴων]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥαΐζω:''' [[поправляться после болезни]], [[выздоравливать]] Plat., Dem., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥᾱΐζω''': Ἰων. [[ῥηίζω]]: μέλλ. -ΐσω· (ῥᾷ, [[ῥᾴων]])· [[γίνομαι]] ἡσυχώτερος, [[μᾶλλον]] [[ἀνεκτός]], ὑποφερτός, ἐπὶ νοσημάτων, Ἱππ. 1034Β, 1139, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἀναλαμβάνω]] ἐκ νόσου, Ἱππ. Ἀγμ. 755, Πλάτ. Πολ. 462D, Δημ. 13. 2· ἀναπαύομαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 68 (ἂν καὶ ἡ γραφὴ ποικίλλει)· [[ἐνίοτε]] μετὰ γεν., ῥ. πόνων, ἀναπαύομαι ἐκ τῶν μόχθων, [[ἡσυχάζω]], [[Μέμνων]] 4· ῥ. ἐκ νόσου, Ἀχιλλ. Τάτ. 4. 16· πρβλ. [[ῥᾴδιος]] ΙΙ. 3. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] ἡσυχώτερον, [[ἀνακουφίζω]] ἀσθένειαν, Ἱππ. Ἀφορ. 1254. Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥαΐσαι· τρισυλλάβως Ἀττικοὶ τὸ ἐκ νόσου ἀναλαβεῖν». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 262.
|lstext='''ῥᾱΐζω''': Ἰων. [[ῥηίζω]]: μέλλ. -ΐσω· (ῥᾷ, [[ῥᾴων]])· [[γίνομαι]] ἡσυχώτερος, [[μᾶλλον]] [[ἀνεκτός]], ὑποφερτός, ἐπὶ νοσημάτων, Ἱππ. 1034Β, 1139, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἀναλαμβάνω]] ἐκ νόσου, Ἱππ. Ἀγμ. 755, Πλάτ. Πολ. 462D, Δημ. 13. 2· ἀναπαύομαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 68 (ἂν καὶ ἡ γραφὴ ποικίλλει)· [[ἐνίοτε]] μετὰ γεν., ῥ. πόνων, ἀναπαύομαι ἐκ τῶν μόχθων, [[ἡσυχάζω]], [[Μέμνων]] 4· ῥ. ἐκ νόσου, Ἀχιλλ. Τάτ. 4. 16· πρβλ. [[ῥᾴδιος]] ΙΙ. 3. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] ἡσυχώτερον, [[ἀνακουφίζω]] ἀσθένειαν, Ἱππ. Ἀφορ. 1254. Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥαΐσαι· τρισυλλάβως Ἀττικοὶ τὸ ἐκ νόσου ἀναλαβεῖν». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 262.
}}
{{bailly
|btext=aller mieux, recouvrer ses forces ; <i>p. ext.</i> se reposer.<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾴων]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥᾱΐζω:''' Ιων. ῥηΐζω, μέλ. <i>-ΐσω</i> ([[ῥᾴδιος]]), [[γίνομαι]] πιο [[ήσυχος]], πιο [[ανεκτός]], πιο [[ήπιος]], λέγεται για νοσήματα· [[βρίσκω]] [[ανακούφιση]], [[αναρρώνω]] από [[ασθένεια]], λέγεται για πρόσωπα, σε Πλάτ., Δημ.· ξεκουράζομαι, αναπαύομαι, σε Ξεν.
|lsmtext='''ῥᾱΐζω:''' Ιων. ῥηΐζω, μέλ. <i>-ΐσω</i> ([[ῥᾴδιος]]), [[γίνομαι]] πιο [[ήσυχος]], πιο [[ανεκτός]], πιο [[ήπιος]], λέγεται για νοσήματα· [[βρίσκω]] [[ανακούφιση]], [[αναρρώνω]] από [[ασθένεια]], λέγεται για πρόσωπα, σε Πλάτ., Δημ.· ξεκουράζομαι, αναπαύομαι, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥαΐζω:''' поправляться после болезни, выздоравливать Plat., Dem., Luc.
}}
}}

Latest revision as of 10:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾱΐζω Medium diacritics: ῥαΐζω Low diacritics: ραΐζω Capitals: ΡΑΪΖΩ
Transliteration A: rhaḯzō Transliteration B: rhaizō Transliteration C: raizo Beta Code: r(ai/+zw

English (LSJ)

Ion. ῥηΐζω, (ῥᾶ, ῥᾴων)
A grow easier, grow more endurable, of ailments, Hp.Epid.2.3.18, 4.56, etc.
2 of persons, find relief from pain, recover from illness, Id.Fract.5,19, Pl.R. 462d, D.1.13; take one's rest, X.Cyr.7.5.68 (as v.l.): sometimes c. gen., ῥ. πόνων rest from toil, Memn.4; ῥ. ἐκ νόσου Ach.Tat.4.16; cf. ῥᾴδιος II.2.
II trans., make easier, alleviate an illness, Hp.Aph.5.25. [ῥαΐσαι τρισυλλάβως Ἀττικοὶ τὸ ἐκ νόσου ἀναλαβεῖν, Hsch.; 3sg. aor. subj. ῥαείσηι (sic) PCair.Zen.263.3 (iii B.C.), ῥαΐσηι PHamb.27.8 (iii B.C.).]

German (Pape)

[Seite 832] leichter werden, gew. Erleichterung bekommen, sich von einer schweren Krankheit erholen, ῥᾴων ἔχω ἐκ τῆς νόσου, Harpocr. aus Dem. 1, 13, von den Atticisten empfohlen; vgl. Plat. Rep. V, 462 d Ax. 364 e; Ath. XII, 536 e u. A., wie Luc. M. D. 5, 1; auch = von Sorgen und Geschäften ausruhen, Xen. Cyr. 7, 5, 68, wo jetzt ἐπὶ χώρας εἴη für ἔσω ῥαΐσειε steht; auch c. gen., πόνων, Memnon. 4; – das ion. ῥηΐζω hat Hippocr.

French (Bailly abrégé)

aller mieux, recouvrer ses forces ; p. ext. se reposer.
Étymologie: ῥᾴων.

Russian (Dvoretsky)

ῥαΐζω: поправляться после болезни, выздоравливать Plat., Dem., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾱΐζω: Ἰων. ῥηίζω: μέλλ. -ΐσω· (ῥᾷ, ῥᾴωνγίνομαι ἡσυχώτερος, μᾶλλον ἀνεκτός, ὑποφερτός, ἐπὶ νοσημάτων, Ἱππ. 1034Β, 1139, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀναλαμβάνω ἐκ νόσου, Ἱππ. Ἀγμ. 755, Πλάτ. Πολ. 462D, Δημ. 13. 2· ἀναπαύομαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 68 (ἂν καὶ ἡ γραφὴ ποικίλλει)· ἐνίοτε μετὰ γεν., ῥ. πόνων, ἀναπαύομαι ἐκ τῶν μόχθων, ἡσυχάζω, Μέμνων 4· ῥ. ἐκ νόσου, Ἀχιλλ. Τάτ. 4. 16· πρβλ. ῥᾴδιος ΙΙ. 3. ΙΙ. μεταβ., κάμνω ἡσυχώτερον, ἀνακουφίζω ἀσθένειαν, Ἱππ. Ἀφορ. 1254. Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥαΐσαι· τρισυλλάβως Ἀττικοὶ τὸ ἐκ νόσου ἀναλαβεῖν». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 262.

Greek Monolingual

(I)
Ν
βλ. ραγίζω.
(II)
ΜΑ, και ιων. τ. ῥηΐζω Α
(το ενεργ
και μέσ.) αναπαύομαι από τις έγνοιες και τις φροντίδες, ησυχάζω
αρχ.
1. (για ασθένειες) γίνομαι πιο ανεκτός, υποφερτός
2. (για πρόσ.) αναλαμβάνω από αρρώστια, γίνομαι καλύτερα, αναρρώνω
3. (ως μτβ.) ανακουφίζω κάποιον από αρρώστια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον συγκριτικό βαθμό ῥήϊον / ῥᾴον του επιρρ. ῥᾴ / ῥήα «εύκολα, χωρίς κόπο» με κατάλ. -ίζω].

Greek Monotonic

ῥᾱΐζω: Ιων. ῥηΐζω, μέλ. -ΐσω (ῥᾴδιος), γίνομαι πιο ήσυχος, πιο ανεκτός, πιο ήπιος, λέγεται για νοσήματα· βρίσκω ανακούφιση, αναρρώνω από ασθένεια, λέγεται για πρόσωπα, σε Πλάτ., Δημ.· ξεκουράζομαι, αναπαύομαι, σε Ξεν.