συνδυασμός: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syndyasmos
|Transliteration C=syndyasmos
|Beta Code=sunduasmo/s
|Beta Code=sunduasmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a being taken two together]], <b class="b3">πάντες οἱ ἐνδεχόμενοι σ</b>. all possible [[combinations of one and one]] (i.e. of [[n]] things two at a time), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1290b35</span>, cf. <span class="bibl">1294b2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[mating]], [[copulation]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.146</span> vulg. (om. Littré), <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pol.</span>1335a11</span>; especially of animals, <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>539b26</span>, al.; <b class="b3">ἐκ συνδυασμοῦ γίνεσθαι</b> ib.<span class="bibl">539a27</span>; σ. πρὸς τὴν θήλειαν <span class="bibl">Id.<span class="title">GA</span>720b29</span>; <b class="b3">τὸ ὄργανον τὸ πρὸς τὸν σ</b>. ib.<span class="bibl">717b14</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in Law, [[collusion]], PTeb.703.274 (iii B.C.), <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[a being taken two together]], <b class="b3">πάντες οἱ ἐνδεχόμενοι σ.</b> all possible [[combinations of one and one]] (i.e. of [[n]] things two at a time), [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1290b35, cf. 1294b2.<br><span class="bld">2</span> [[mating]], [[copulation]], Hp.''Mul.''2.146 vulg. (om. Littré), [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1335a11; especially of animals, Id.''HA''539b26, al.; <b class="b3">ἐκ συνδυασμοῦ γίνεσθαι</b> ib.539a27; σ. πρὸς τὴν θήλειαν Id.''GA''720b29; <b class="b3">τὸ ὄργανον τὸ πρὸς τὸν σ.</b> ib.717b14.<br><span class="bld">II</span> in Law, [[collusion]], PTeb.703.274 (iii B.C.), ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] ὁ, Verbindung zweier Personen od. Sachen; Arist. pol. 6, 1; Plut. – Bei Sp. das Durchstechen des Richters mit einer Partei.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] ὁ, Verbindung zweier Personen od. Sachen; Arist. pol. 6, 1; Plut. – Bei Sp. das Durchstechen des Richters mit einer Partei.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συνδυασμός''': , [[ἕνωσις]] ἀνὰ δύο [[ὁμοῦ]], πάντες οἱ ἐνδεχόμενοι σ., αἱ δυναταὶ ἑνώσεις ἀνὰ δύο, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 4, 8, πρβλ. 4. 9, 3., 6. 1, 4· ἴδε [[σύζευξις]]. 2) [[σύζευξις]], «ζευγάρωμα», Ἱππ. 657. 3, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 16, 6, π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 1, 6· [[μάλιστα]] ἐπὶ ζῴων, [[αὐτόθι]] 5. 2, 3, κ. ἀλλ.· ἐκ συνδυασμοῦ γίνεσθαι [[αὐτόθι]] 5. 1, 6· σ. πρὸς τὴν θήλειαν αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 15, 3· τὸ [[ὄργανον]] τὸ πρὸς τὸν σ. [[αὐτόθι]] 1. 5, 1. ΙΙ. ἡ συνεννόησις τοῦ δικαστοῦ πρὸς τὸν ἕτερον τῶν δικαζομένων, Λατ. compactum, Cas?ub, Suet. Jui. 20.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[accouplement]], [[union]].<br />'''Étymologie:''' [[συνδυάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνδυασμός -οῦ, ὁ [συνδυάζω] het tot een tweetal samenvoegen, paring, combinatie. seks. paring, coïtus.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=οῦ () :<br />accouplement, union.<br />'''Étymologie:''' [[συνδυάζω]].
|elrutext='''συνδυασμός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[сочетание по два]], [[сдвоенность]], [[спаренность]]: πάντες οἱ ἐνδεχόμενοι συνδυασμοί Arst. все возможные парные сочетания;<br /><b class="num">2</b> [[спаривание]], [[соитие]] Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνδυασμός:''' ὁ (συνδυάζομαι),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που λαμβάνεται ως, που υπολογίζεται ανά [[ζεύγος]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνταίριασμα]], [[σύζευξη]], [[ζευγάρωμα]], στον ίδ.
|lsmtext='''συνδυασμός:''' ὁ (συνδυάζομαι),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που λαμβάνεται ως, που υπολογίζεται ανά [[ζεύγος]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνταίριασμα]], [[σύζευξη]], [[ζευγάρωμα]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνδυασμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> сочетание по два, сдвоенность, спаренность: πάντες οἱ ἐνδεχόμενοι συνδυασμοί Arst. все возможные парные сочетания;<br /><b class="num">2)</b> спаривание, соитие Arst.
|lstext='''συνδυασμός''': ὁ, [[ἕνωσις]] ἀνὰ δύο [[ὁμοῦ]], πάντες οἱ ἐνδεχόμενοι σ., αἱ δυναταὶ ἑνώσεις ἀνὰ δύο, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 4, 8, πρβλ. 4. 9, 3., 6. 1, 4· ἴδε [[σύζευξις]]. 2) [[σύζευξις]], «ζευγάρωμα», Ἱππ. 657. 3, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 16, 6, π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 1, 6· [[μάλιστα]] ἐπὶ ζῴων, [[αὐτόθι]] 5. 2, 3, κ. ἀλλ.· ἐκ συνδυασμοῦ γίνεσθαι [[αὐτόθι]] 5. 1, 6· σ. πρὸς τὴν θήλειαν αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 15, 3· τὸ [[ὄργανον]] τὸ πρὸς τὸν σ. [[αὐτόθι]] 1. 5, 1. ΙΙ. ἡ συνεννόησις τοῦ δικαστοῦ πρὸς τὸν ἕτερον τῶν δικαζομένων, Λατ. compactum, Cas?ub, Suet. Jui. 20.
}}
{{elnl
|elnltext=συνδυασμός -οῦ, ὁ [συνδυάζω] het tot een tweetal samenvoegen, paring, combinatie. seks. paring, coïtus.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συνδυασμός]], οῦ, ὁ, [συνδυάζομαι]<br /><b class="num">1.</b> a [[being]] taken two [[together]], Arist.<br /><b class="num">2.</b> a coupling, pairing, Arist.
|mdlsjtxt=[[συνδυασμός]], οῦ, ὁ, [συνδυάζομαι]<br /><b class="num">1.</b> a [[being]] taken two [[together]], Arist.<br /><b class="num">2.</b> a coupling, pairing, Arist.
}}
}}

Latest revision as of 17:30, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδῠασμός Medium diacritics: συνδυασμός Low diacritics: συνδυασμός Capitals: ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ
Transliteration A: syndyasmós Transliteration B: syndyasmos Transliteration C: syndyasmos Beta Code: sunduasmo/s

English (LSJ)

ὁ,
A a being taken two together, πάντες οἱ ἐνδεχόμενοι σ. all possible combinations of one and one (i.e. of n things two at a time), Arist.Pol.1290b35, cf. 1294b2.
2 mating, copulation, Hp.Mul.2.146 vulg. (om. Littré), Arist.Pol.1335a11; especially of animals, Id.HA539b26, al.; ἐκ συνδυασμοῦ γίνεσθαι ib.539a27; σ. πρὸς τὴν θήλειαν Id.GA720b29; τὸ ὄργανον τὸ πρὸς τὸν σ. ib.717b14.
II in Law, collusion, PTeb.703.274 (iii B.C.), Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1009] ὁ, Verbindung zweier Personen od. Sachen; Arist. pol. 6, 1; Plut. – Bei Sp. das Durchstechen des Richters mit einer Partei.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
accouplement, union.
Étymologie: συνδυάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδυασμός -οῦ, ὁ [συνδυάζω] het tot een tweetal samenvoegen, paring, combinatie. seks. paring, coïtus.

Russian (Dvoretsky)

συνδυασμός:
1 сочетание по два, сдвоенность, спаренность: πάντες οἱ ἐνδεχόμενοι συνδυασμοί Arst. все возможные парные сочетания;
2 спаривание, соитие Arst.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ συνδυάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνδυάζω, η τοποθέτηση ορισμένων πραγμάτων κατά ζεύγη
νεοελλ.
1. διάταξη ή τοποθέτηση πραγμάτων ώστε να αποτελέσουν ένα αρμονικό σύνολο, συνταίριασμασυνδυασμός χρωμάτων»)
2. συσχέτιση ή αλληλεξάρτηση γεγονότων ή περιστατικών που γίνεται κυρίως για την επίτευξη ενός ορισμένου αποτελέσματος ή για τη συναγωγή ενός συμπεράσματος (α. «με κατάλληλο συνδυασμό επιχειρημάτων μπορεί να τον πείσεις» β. «ο επιτυχής συνδυασμός τών γεγονότων έδωσε στην αστυνομία τη δυνατότητα να βρει τον δράστη του εγκλήματος»)
3. (στην πολιτική) α) σύμπραξη υποψήφιων πολιτευτών διαφορετικών κομμάτων για αμοιβαία υποστήριξη σε εκλογικό αγώνα
β) το σύνολο τών υποψηφίων ενός κόμματος ή μιας παράταξης σε εκλογές ή ο κατάλογος τών υποψήφιων βουλευτών του ίδιου κόμματος που περιλαμβάνονται στο ίδιο ψηφοδέλτιο
4. φρ. «συνδυασμοί μ πραγμάτων ανά ν»
μαθημ. οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους είναι δυνατόν από μ πράγματα να ληφθούν ν πράγματα (μ > ν) με τέτοιο τρόπο ώστε ο κάθε συνδυασμός να διαφέρει από τους άλλους τουλάχιστον ως προς τη φύση ενός από τα πράγματα αυτά
μσν.
(κατά τον Ιω. Κλίμ.) «το συλλαλήσαι τῴ πανέντι κατά πάθος ή απαθώς»
αρχ.
1. γάμος
2. ερωτικό σμίξιμο, συνουσία
3. (νομ.) η συνεννόηση του δικαστή με τον έναν από αυτούς που δικάζονται
4. στον πληθ. οι συνδυασμοί
οι κοινωνικές επαφές, συναναστροφή.

Greek Monotonic

συνδυασμός: ὁ (συνδυάζομαι),
1. αυτός που λαμβάνεται ως, που υπολογίζεται ανά ζεύγος, σε Αριστ.
2. συνταίριασμα, σύζευξη, ζευγάρωμα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συνδυασμός: ὁ, ἕνωσις ἀνὰ δύο ὁμοῦ, πάντες οἱ ἐνδεχόμενοι σ., αἱ δυναταὶ ἑνώσεις ἀνὰ δύο, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 4, 8, πρβλ. 4. 9, 3., 6. 1, 4· ἴδε σύζευξις. 2) σύζευξις, «ζευγάρωμα», Ἱππ. 657. 3, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 16, 6, π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 1, 6· μάλιστα ἐπὶ ζῴων, αὐτόθι 5. 2, 3, κ. ἀλλ.· ἐκ συνδυασμοῦ γίνεσθαι αὐτόθι 5. 1, 6· σ. πρὸς τὴν θήλειαν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 15, 3· τὸ ὄργανον τὸ πρὸς τὸν σ. αὐτόθι 1. 5, 1. ΙΙ. ἡ συνεννόησις τοῦ δικαστοῦ πρὸς τὸν ἕτερον τῶν δικαζομένων, Λατ. compactum, Cas?ub, Suet. Jui. 20.

Middle Liddell

συνδυασμός, οῦ, ὁ, [συνδυάζομαι]
1. a being taken two together, Arist.
2. a coupling, pairing, Arist.