συνεδρία: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "Rath" to "Rat")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synedria
|Transliteration C=synedria
|Beta Code=sunedri/a
|Beta Code=sunedri/a
|Definition=ἡ, [[sitting together]], of birds from whose position favourable omens were drawn, A.Pr.492 (pl); τὰς διεδρείας ([[varia lectio|v.l.]] διέδρας, [[διεδρία]]ς) καὶ τὰς συνεδρείας ([[varia lectio|v.l.]] [[συνεδρίας]]) οἱ μάντεις λαμβάνουσι· δίεδρα μὲν τὰ πολέμια τιθέντες, σύνεδρα δὲ τὰ εἰρηνεύοντα πρὸς ἄλληλα Arist.HA608b28, cf. EE1236b10. (The form συνεδρία [ῐ] is corroborated by the metre in A. [[l.c.]], and should perhaps be restd. in Arist. ll. cc.; but cf. [[συνεδρεία]].)
|Definition=ἡ, [[sitting together]], of birds from whose position favourable omens were drawn, A.Pr.492 (pl); τὰς διεδρείας ([[varia lectio|v.l.]] διέδρας, [[διεδρία]]ς) καὶ τὰς συνεδρείας ([[varia lectio|v.l.]] [[συνεδρίας]]) οἱ μάντεις λαμβάνουσι· δίεδρα μὲν τὰ πολέμια τιθέντες, σύνεδρα δὲ τὰ εἰρηνεύοντα πρὸς ἄλληλα Arist.HA608b28, cf. EE1236b10. (The form συνεδρία [ῐ] is corroborated by the metre in A. [[l.c.]], and should perhaps be restd. in Arist. ll. cc.; but cf. [[συνεδρεία]].)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1010.png Seite 1010]] ἡ, das Zusammen- oder Beisammensitzen, Xen. Mem. 4, 2, 3; Versammlung, Vereinigung, wie ἔχθραι τε καὶ στέργηθρα καὶ συνεδρίαι verbunden sind Aesch. Prom. 490; bes. Versammlung, um Rath zu pflegen, Rathssitzung. – Von Kriegsheeren, d. i. Standquartiere. – In der Sprache der Wahrsager das Zusammensein der gesellig lebenden Thiere, Arist. H. A. 9, 2, 1, im Ggstz von [[διεδρία]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1010.png Seite 1010]] ἡ, das Zusammen- oder Beisammensitzen, Xen. Mem. 4, 2, 3; Versammlung, Vereinigung, wie ἔχθραι τε καὶ στέργηθρα καὶ συνεδρίαι verbunden sind Aesch. Prom. 490; bes. Versammlung, um Rat zu pflegen, Ratssitzung. – Von Kriegsheeren, d. i. Standquartiere. – In der Sprache der Wahrsager das Zusammensein der gesellig lebenden Tiere, Arist. H. A. 9, 2, 1, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[διεδρία]].
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συνεδρία''': ἡ, τὸ [[ὁμοῦ]] καθῆσθαι, ὁμὰς συγκαθημένων φίλων, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 3· ― [[συναγελασμός]], ἐπὶ πτηνῶν συναγελαζομένων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[διεδρία]], Αἰσχύλ. Πρ. 492· «[[ὅθεν]] καὶ τὰς διεδρίας καὶ τὰς συνεδρίας οἱ μάντεις λαμβάνουσι· διέδρα μὲν τὰ πολέμια τιθέντες, σύνεδρα δὲ τὰ εἰρηνεύοντα πρὸς ἄλληλα» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 10. ΙΙ. τὸ συγκαθέζεσθαι ἐν συνεδρίῳ, τὸ συνεδρεύειν, [[συνέδριον]], Αἰσχίν. 67. 1 καὶ 7· [[συνεδρία]] («[[συνεδρίασις]]» κοινῶς) τῆς Ρωμαϊκῆς Συγκλήτου, Δίων Κ. 55. 3. ― Ὑπάρχει συνεχὴς διακύμανσις μεταξὺ τῶν γραφῶν [[συνεδρία]] καὶ -εία· ὁ [[δεύτερος]] [[τύπος]] ἐγένετο δεκτὸς ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 2. 13, ἐν Πολυβ. 18. 37, 2, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3832. 7., 3833. 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 405.
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> [[action de siéger ensemble]] :<br /><b>1</b> assemblée, réunion (d'amis);<br /><b>2</b> [[assemblée délibérante]];<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> [[habitude de vivre ensemble]], [[union]].<br />'''Étymologie:''' [[σύνεδρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνεδρία -ας, ἡ [συνέδρος] het bij elkaar zitten (van vogels). Aeschl. PV 492. zitting, bijeenkomst, vergadering; genootschap, kring:. ὁρῶν αὐτὸν ἀποχωροῦντα τῆς συνεδρίας omdat hij zag dat hij zich terugtrok van hun kring Xen. Mem. 4.2.3.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de siéger ensemble :<br /><b>1</b> assemblée, réunion (d’amis);<br /><b>2</b> assemblée délibérante;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> habitude de vivre ensemble, union.<br />'''Étymologie:''' [[σύνεδρος]].
|elrutext='''συνεδρία:''' [[varia lectio|v.l.]] [[συνεδρεία]] ἡ<br /><b class="num">1</b> [[собрание]], [[сборище]] (''[[sc.]]'' τῶν [[φίλων]] Xen.; τῶν οἰωνῶν Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[заседание]], [[совещание]] Aeschin.;<br /><b class="num">3</b> [[мирное сожительство]] (αἱ διεδρίαι καὶ αἱ συνεδρίαι Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνεδρία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> το να κάθεται [[κάποιος]] μαζί με άλλους, [[φιλικός]] [[κύκλος]], όμιλος ανθρώπων που κάθονται μαζί, σε Ξεν.· [[συνάθροιση]], [[συναγελασμός]], [[ενστικτώδης]] [[ροπή]] ζώου για συναγελασμό, ομαδικό [[πέταγμα]] πουλιών κατά αγέλες· θεωρείτο [[ευνοϊκός]] [[οιωνός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[συνέδριο]], [[συμβούλιο]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''συνεδρία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> το να κάθεται [[κάποιος]] μαζί με άλλους, [[φιλικός]] [[κύκλος]], όμιλος ανθρώπων που κάθονται μαζί, σε Ξεν.· [[συνάθροιση]], [[συναγελασμός]], [[ενστικτώδης]] [[ροπή]] ζώου για συναγελασμό, ομαδικό [[πέταγμα]] πουλιών κατά αγέλες· θεωρείτο [[ευνοϊκός]] [[οιωνός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[συνέδριο]], [[συμβούλιο]], σε Αισχίν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνεδρία:''' [[varia lectio|v.l.]] [[συνεδρεία]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[собрание]], [[сборище]] (sc. τῶν [[φίλων]] Xen.; τῶν οἰωνῶν Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[заседание]], [[совещание]] Aeschin.;<br /><b class="num">3)</b> [[мирное сожительство]] (αἱ διεδρίαι καὶ αἱ συνεδρίαι Arst.).
|lstext='''συνεδρία''': ἡ, τὸ [[ὁμοῦ]] καθῆσθαι, ὁμὰς συγκαθημένων φίλων, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 3· ― [[συναγελασμός]], ἐπὶ πτηνῶν συναγελαζομένων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[διεδρία]], Αἰσχύλ. Πρ. 492· «[[ὅθεν]] καὶ τὰς διεδρίας καὶ τὰς συνεδρίας οἱ μάντεις λαμβάνουσι· διέδρα μὲν τὰ πολέμια τιθέντες, σύνεδρα δὲ τὰ εἰρηνεύοντα πρὸς ἄλληλα» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 10. ΙΙ. τὸ συγκαθέζεσθαι ἐν συνεδρίῳ, τὸ συνεδρεύειν, [[συνέδριον]], Αἰσχίν. 67. 1 καὶ 7· [[συνεδρία]] [[συνεδρίασις]]» κοινῶς) τῆς Ρωμαϊκῆς Συγκλήτου, Δίων Κ. 55. 3. ― Ὑπάρχει συνεχὴς διακύμανσις μεταξὺ τῶν γραφῶν [[συνεδρία]] καὶ -εία· ὁ [[δεύτερος]] [[τύπος]] ἐγένετο δεκτὸς ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 2. 13, ἐν Πολυβ. 18. 37, 2, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3832. 7., 3833. 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 405.
}}
{{elnl
|elnltext=συνεδρία -ας, ἡ [συνέδρος] het bij elkaar zitten (van vogels). Aeschl. PV 492. zitting, bijeenkomst, vergadering; genootschap, kring:. ὁρῶν αὐτὸν ἀποχωροῦντα τῆς συνεδρίας omdat hij zag dat hij zich terugtrok van hun kring Xen. Mem. 4.2.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συνεδρία]], ἡ, [from [[σύνεδρος]]<br /><b class="num">I.</b> a [[sitting]] [[together]], a [[circle]] of friends, Xen.:— gregariousness, [[which]] in birds was a [[favourable]] [[omen]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> a [[council]], Aeschin.
|mdlsjtxt=[[συνεδρία]], ἡ, [from [[σύνεδρος]]<br /><b class="num">I.</b> a [[sitting]] [[together]], a [[circle]] of friends, Xen.:— gregariousness, [[which]] in birds was a [[favourable]] [[omen]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> a [[council]], Aeschin.
}}
}}

Latest revision as of 15:16, 16 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεδρία Medium diacritics: συνεδρία Low diacritics: συνεδρία Capitals: ΣΥΝΕΔΡΙΑ
Transliteration A: synedría Transliteration B: synedria Transliteration C: synedria Beta Code: sunedri/a

English (LSJ)

ἡ, sitting together, of birds from whose position favourable omens were drawn, A.Pr.492 (pl); τὰς διεδρείας (v.l. διέδρας, διεδρίας) καὶ τὰς συνεδρείας (v.l. συνεδρίας) οἱ μάντεις λαμβάνουσι· δίεδρα μὲν τὰ πολέμια τιθέντες, σύνεδρα δὲ τὰ εἰρηνεύοντα πρὸς ἄλληλα Arist.HA608b28, cf. EE1236b10. (The form συνεδρία [ῐ] is corroborated by the metre in A. l.c., and should perhaps be restd. in Arist. ll. cc.; but cf. συνεδρεία.)

German (Pape)

[Seite 1010] ἡ, das Zusammen- oder Beisammensitzen, Xen. Mem. 4, 2, 3; Versammlung, Vereinigung, wie ἔχθραι τε καὶ στέργηθρα καὶ συνεδρίαι verbunden sind Aesch. Prom. 490; bes. Versammlung, um Rat zu pflegen, Ratssitzung. – Von Kriegsheeren, d. i. Standquartiere. – In der Sprache der Wahrsager das Zusammensein der gesellig lebenden Tiere, Arist. H. A. 9, 2, 1, im Gegensatz von διεδρία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. action de siéger ensemble :
1 assemblée, réunion (d'amis);
2 assemblée délibérante;
II. p. ext. habitude de vivre ensemble, union.
Étymologie: σύνεδρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεδρία -ας, ἡ [συνέδρος] het bij elkaar zitten (van vogels). Aeschl. PV 492. zitting, bijeenkomst, vergadering; genootschap, kring:. ὁρῶν αὐτὸν ἀποχωροῦντα τῆς συνεδρίας omdat hij zag dat hij zich terugtrok van hun kring Xen. Mem. 4.2.3.

Russian (Dvoretsky)

συνεδρία: v.l. συνεδρεία
1 собрание, сборище (sc. τῶν φίλων Xen.; τῶν οἰωνῶν Aesch.);
2 заседание, совещание Aeschin.;
3 мирное сожительство (αἱ διεδρίαι καὶ αἱ συνεδρίαι Arst.).

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και συνέδρα Α σύνεδρος
συνέδριο, συνεδρίαση, σύσκεψη
αρχ.
1. συντροφιά, παρέα φίλων («ἡ μετὰ τῶν φίλων συνεδρεία», Πολ.)
2. το να κατέχει κανείς το αξίωμα του συνέδρου
3. (για πτηνά) συναγελασμός
4. (ειδικά) η συνεδρίαση της Ρωμαϊκής Συγκλήτου.

Greek Monotonic

συνεδρία: ἡ,
I. το να κάθεται κάποιος μαζί με άλλους, φιλικός κύκλος, όμιλος ανθρώπων που κάθονται μαζί, σε Ξεν.· συνάθροιση, συναγελασμός, ενστικτώδης ροπή ζώου για συναγελασμό, ομαδικό πέταγμα πουλιών κατά αγέλες· θεωρείτο ευνοϊκός οιωνός, σε Αισχύλ.
II. συνέδριο, συμβούλιο, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

συνεδρία: ἡ, τὸ ὁμοῦ καθῆσθαι, ὁμὰς συγκαθημένων φίλων, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 3· ― συναγελασμός, ἐπὶ πτηνῶν συναγελαζομένων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διεδρία, Αἰσχύλ. Πρ. 492· «ὅθεν καὶ τὰς διεδρίας καὶ τὰς συνεδρίας οἱ μάντεις λαμβάνουσι· διέδρα μὲν τὰ πολέμια τιθέντες, σύνεδρα δὲ τὰ εἰρηνεύοντα πρὸς ἄλληλα» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 10. ΙΙ. τὸ συγκαθέζεσθαι ἐν συνεδρίῳ, τὸ συνεδρεύειν, συνέδριον, Αἰσχίν. 67. 1 καὶ 7· συνεδρίασυνεδρίασις» κοινῶς) τῆς Ρωμαϊκῆς Συγκλήτου, Δίων Κ. 55. 3. ― Ὑπάρχει συνεχὴς διακύμανσις μεταξὺ τῶν γραφῶν συνεδρία καὶ -εία· ὁ δεύτερος τύπος ἐγένετο δεκτὸς ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 2. 13, ἐν Πολυβ. 18. 37, 2, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3832. 7., 3833. 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 405.

Middle Liddell

συνεδρία, ἡ, [from σύνεδρος
I. a sitting together, a circle of friends, Xen.:— gregariousness, which in birds was a favourable omen, Aesch.
II. a council, Aeschin.