συνδιαπράσσω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syndiaprasso
|Transliteration C=syndiaprasso
|Beta Code=sundiapra/ssw
|Beta Code=sundiapra/ssw
|Definition=Att. συνδιαπράττω, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[accomplish together]] or [[besides]], <span class="bibl">Isoc.4.38</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>24.1</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Med., [[negotiate at the same time]], ὑπὲρ τῶν Κόλχων <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.8.24</span>.</span>
|Definition=Att. [[συνδιαπράττω]],<br><span class="bld">A</span> [[accomplish together]] or [[besides]], Isoc.4.38, Luc.''DDeor.''24.1, etc.<br><span class="bld">II</span> Med., [[negotiate at the same time]], ὑπὲρ τῶν Κόλχων X.''An.''4.8.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1007.png Seite 1007]] att. -ττω, mit od. zugleich bewirken, durchsetzen, Isocr. 4, 38 u. Sp., wie Luc. D. D. 24, 1 bis accus. 2 u. Plut. – Med. mit Einem verhandeln, um Etwas durchzusetzen, [[ὑπέρ]] τινος, Xen. An. 4, 8, 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1007.png Seite 1007]] att. -ττω, mit od. zugleich bewirken, durchsetzen, Isocr. 4, 38 u. Sp., wie Luc. D. D. 24, 1 bis accus. 2 u. Plut. – Med. mit Einem verhandeln, um Etwas durchzusetzen, [[ὑπέρ]] τινος, Xen. An. 4, 8, 24.
}}
{{bailly
|btext=mener à terme :<br /><b>1</b> exercer (une charge, un pouvoir, <i>etc.</i>) avec, τινι;<br /><b>2</b> [[accomplir avec]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[συνδιαπράσσομαι]] négocier avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαπράσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιαπράσσω:''' атт. [[συνδιαπράττω]]<br /><b class="num">1</b> [[вместе делать]], [[совместно совершать]]: τὰ [[μέγιστα]] συνδιαπρᾶξαι Isocr. помочь совершить самое главное;<br /><b class="num">2</b> [[вместе устраивать]] (τὰ νεκρικά Luc.);<br /><b class="num">3</b> med. [[содействовать заключению договора]], [[договариваться]] ([[ὑπέρ]] τινος Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιαπράσσω''': Ἀττικ. -ττω, [[διαπράσσω]] [[ὁμοῦ]], Ἰσοκρ. 48Α, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1, κλπ. ΙΙ. Μέσ., [[διαπραγματεύομαι]] συγχρόνως, ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 4. 8. 24.
|lstext='''συνδιαπράσσω''': Ἀττικ. -ττω, [[διαπράσσω]] [[ὁμοῦ]], Ἰσοκρ. 48Α, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1, κλπ. ΙΙ. Μέσ., [[διαπραγματεύομαι]] συγχρόνως, ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 4. 8. 24.
}}
{{bailly
|btext=mener à terme :<br /><b>1</b> exercer (une charge, un pouvoir, <i>etc.</i>) avec, τινι;<br /><b>2</b> accomplir avec;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνδιαπράσσομαι négocier avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαπράσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. συνδιαπράττω Α [[διαπράττω]] / [[διαπράσσω]]]]<br /><b>1.</b> [[διαπράττω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή [[αποπερατώνω]] [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> [[διευθύνω]], [[διοικώ]] από κοινού με άλλον<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνδιαπράσσομαι</i><br />[[διαπραγματεύομαι]] ταυτόχρονα με άλλον.
|mltxt=και αττ. τ. συνδιαπράττω Α [[διαπράττω]] / [[διαπράσσω]]<br /><b>1.</b> [[διαπράττω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή [[αποπερατώνω]] [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> [[διευθύνω]], [[διοικώ]] από κοινού με άλλον<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνδιαπράσσομαι</i><br />[[διαπραγματεύομαι]] ταυτόχρονα με άλλον.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδιαπράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κατορθώνω]], [[εκτελώ]], [[διεκπεραιώνω]] ένα [[έργο]] μαζί με ή [[επιπλέον]], σε Ισοκρ., Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[διαπραγματεύομαι]] συγχρόνως, σε Ξεν.
|lsmtext='''συνδιαπράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κατορθώνω]], [[εκτελώ]], [[διεκπεραιώνω]] ένα [[έργο]] μαζί με ή [[επιπλέον]], σε Ισοκρ., Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[διαπραγματεύομαι]] συγχρόνως, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιαπράσσω:''' атт. [[συνδιαπράττω]]<br /><b class="num">1)</b> [[вместе делать]], [[совместно совершать]]: τὰ [[μέγιστα]] συνδιαπρᾶξαι Isocr. помочь совершить самое главное;<br /><b class="num">2)</b> [[вместе устраивать]] (τὰ νεκρικά Luc.);<br /><b class="num">3)</b> med. содействовать заключению договора, договариваться ([[ὑπέρ]] τινος Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[accomplish]] [[together]], or [[besides]], Isocr., Luc., etc.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to [[negotiate]] at the [[same]] [[time]], Xen.
|mdlsjtxt=Attic -ττω fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[accomplish]] [[together]], or [[besides]], Isocr., Luc., etc.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to [[negotiate]] at the [[same]] [[time]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαπράσσω Medium diacritics: συνδιαπράσσω Low diacritics: συνδιαπράσσω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: syndiaprássō Transliteration B: syndiaprassō Transliteration C: syndiaprasso Beta Code: sundiapra/ssw

English (LSJ)

Att. συνδιαπράττω,
A accomplish together or besides, Isoc.4.38, Luc.DDeor.24.1, etc.
II Med., negotiate at the same time, ὑπὲρ τῶν Κόλχων X.An.4.8.24.

German (Pape)

[Seite 1007] att. -ττω, mit od. zugleich bewirken, durchsetzen, Isocr. 4, 38 u. Sp., wie Luc. D. D. 24, 1 bis accus. 2 u. Plut. – Med. mit Einem verhandeln, um Etwas durchzusetzen, ὑπέρ τινος, Xen. An. 4, 8, 24.

French (Bailly abrégé)

mener à terme :
1 exercer (une charge, un pouvoir, etc.) avec, τινι;
2 accomplir avec;
Moy. συνδιαπράσσομαι négocier avec.
Étymologie: σύν, διαπράσσω.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαπράσσω: атт. συνδιαπράττω
1 вместе делать, совместно совершать: τὰ μέγιστα συνδιαπρᾶξαι Isocr. помочь совершить самое главное;
2 вместе устраивать (τὰ νεκρικά Luc.);
3 med. содействовать заключению договора, договариваться (ὑπέρ τινος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαπράσσω: Ἀττικ. -ττω, διαπράσσω ὁμοῦ, Ἰσοκρ. 48Α, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1, κλπ. ΙΙ. Μέσ., διαπραγματεύομαι συγχρόνως, ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 4. 8. 24.

Greek Monolingual

και αττ. τ. συνδιαπράττω Α διαπράττω / διαπράσσω
1. διαπράττω κάτι από κοινού με άλλον ή αποπερατώνω κάτι ακόμη
2. διευθύνω, διοικώ από κοινού με άλλον
3. μέσ. συνδιαπράσσομαι
διαπραγματεύομαι ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monotonic

συνδιαπράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. κατορθώνω, εκτελώ, διεκπεραιώνω ένα έργο μαζί με ή επιπλέον, σε Ισοκρ., Λουκ. κ.λπ.
II. Μέσ., διαπραγματεύομαι συγχρόνως, σε Ξεν.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. ξω
I. to accomplish together, or besides, Isocr., Luc., etc.
II. Mid. to negotiate at the same time, Xen.