κτύπημα: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ktypima | |Transliteration C=ktypima | ||
|Beta Code=ktu/phma | |Beta Code=ktu/phma | ||
|Definition=ατος, τό, = [[κτύπος]], [[βροντῆς]] | |Definition=-ατος, τό, = [[κτύπος]], [[βροντῆς]] Critias 25.32 D.; κ. τυμπάνων D.C.51.17, cf. Jul.''Or.''7.220b; κ. χειρός [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''1211 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1520.png Seite 1520]] τό, das durch Schlagen, Stampfen und dgl. hervorgebrachte Geräusch, Getöse, [[Krachen]]; βροντῆς Critias bei Sext. Emp. adv. phys. 1, 54; τυμπάνων D. Cass. 51, 17. – Bei Eur., οὐκ ἐπιθήσομαι δ' ἐμῷ κάρᾳ [[κτύπημα]] χειρὸς ὀλοόν, Andr. 1212, von dem Schlagen als Zeichen der Trauer. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1520.png Seite 1520]] τό, das durch Schlagen, Stampfen und dgl. hervorgebrachte Geräusch, Getöse, [[Krachen]]; βροντῆς Critias bei Sext. Emp. adv. phys. 1, 54; τυμπάνων D. Cass. 51, 17. – Bei Eur., οὐκ ἐπιθήσομαι δ' ἐμῷ κάρᾳ [[κτύπημα]] χειρὸς ὀλοόν, Andr. 1212, von dem Schlagen als Zeichen der Trauer. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[bruit produit par un choc]], [[bruit retentissant]], [[fracas]].<br />'''Étymologie:''' [[κτυπέω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κτύπημα -τος, τό [κτυπέω] [[dreun]], [[slag]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κτύπημα:''' ατος τό стук, удар: ἐπιτίθεσθαι κάρᾳ κ. χειρός Eur. (в отчаянии) бить себя рукой по голове; κ. βροντῆς Sext. удар грома. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κτύπημα''': ῠ, τό, = [[κτύπος]], βροντῆς Κριτίας 9. 32· κτ. τυμπάνων Δίων Κ. 51. 17· κτ. χειρὸς Εὐρ. Ἀνδ. 1212· ἴδε [[κτύπος]] ἐν τέλ. | |lstext='''κτύπημα''': ῠ, τό, = [[κτύπος]], βροντῆς Κριτίας 9. 32· κτ. τυμπάνων Δίων Κ. 51. 17· κτ. χειρὸς Εὐρ. Ἀνδ. 1212· ἴδε [[κτύπος]] ἐν τέλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κτύπημα:''' [ῠ], -ατος, τό = [[κτύπος]], <i>χειρός</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''κτύπημα:''' [ῠ], -ατος, τό = [[κτύπος]], <i>χειρός</i>, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κτῠ́πημα, ατος, τό, = [[κτύπος]]<br />κτ. χειρός Eur. | |mdlsjtxt=κτῠ́πημα, ατος, τό, = [[κτύπος]]<br />κτ. χειρός Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:33, 19 October 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, = κτύπος, βροντῆς Critias 25.32 D.; κ. τυμπάνων D.C.51.17, cf. Jul.Or.7.220b; κ. χειρός E.Andr.1211 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1520] τό, das durch Schlagen, Stampfen und dgl. hervorgebrachte Geräusch, Getöse, Krachen; βροντῆς Critias bei Sext. Emp. adv. phys. 1, 54; τυμπάνων D. Cass. 51, 17. – Bei Eur., οὐκ ἐπιθήσομαι δ' ἐμῷ κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν, Andr. 1212, von dem Schlagen als Zeichen der Trauer.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
bruit produit par un choc, bruit retentissant, fracas.
Étymologie: κτυπέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτύπημα -τος, τό [κτυπέω] dreun, slag.
Russian (Dvoretsky)
κτύπημα: ατος τό стук, удар: ἐπιτίθεσθαι κάρᾳ κ. χειρός Eur. (в отчаянии) бить себя рукой по голове; κ. βροντῆς Sext. удар грома.
Greek (Liddell-Scott)
κτύπημα: ῠ, τό, = κτύπος, βροντῆς Κριτίας 9. 32· κτ. τυμπάνων Δίων Κ. 51. 17· κτ. χειρὸς Εὐρ. Ἀνδ. 1212· ἴδε κτύπος ἐν τέλ.
Greek Monolingual
και χτύπημα, το (AM κτύπημα) κτυπώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κτυπώ, ήχος, κτύπος, κρότος, θόρυβος που προέρχεται από πλήγμα, κρούση, σύγκρουση κ.λπ. (α. «το κτύπημα της καμπάνας τον ξύπνησε» β. «κτύπημα τυμπάνων και κυμβάλων», Δίων Κ.
2. (για άνθρωπο που θρηνεί και χτυπιέται) κοπετός, κτύπημα του στήθους ή της κεφαλής («οὐκ ἐπιθήσομαι κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν», Ευρ.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. το μέρος που χτυπήθηκε, το σημάδι της πληγής («έχει δύο χτυπήματα στο κεφάλι»)
2. μτφ. ηθικό πλήγμα, απροσδόκητο δυστύχημα, ξαφνική συμφορά («μεγάλο χτύπημα ο θάνατος του πατέρα»)
3. (λογιστ.) η σημείωση ενός διακριτικού σημείου εμπρός από κάθε ελεγχόμενο αριθμό κατά την αντιπαραβολή τών ποσών ενός λογαριασμού, το τσεκάρισμα, ο έλεγχος
4. σφοδρή επίθεση, προσβολή («ο εχθρός οπισθοχώρησε με το πρώτο κτύπημα»
μσν.
(για νερό) ροή, επαφή με νερό («εἰς τὰ δροσερά κτυπήματα τοῦ ὕδατος»).
Greek Monotonic
κτύπημα: [ῠ], -ατος, τό = κτύπος, χειρός, σε Ευρ.
Middle Liddell
κτῠ́πημα, ατος, τό, = κτύπος
κτ. χειρός Eur.